Όταν
μόναζε ο Γέροντας στο Στόμιο, το μονοπάτι πού έφτανε ως εκεί ήταν πολύ
δύσκολο. Απότομες ανηφόρες και κατηφόρες, στενή διάβαση, επικίνδυνα
σημεία και συνεχείς καταπτώσεις. Ο Γέροντας κατέβαινε κατά αραιά
διαστήματα στην Κόνιτσα για ν’ αγοράζει τροφές και διάφορα υλικά και
κανόνιζε πάντα το βράδυ να είναι στο Μοναστήρι. Στην πόλη συνήθως ήταν
βιαστικός, όπως κι όταν ανηφόριζε για το Στόμιο. Πίστευε ότι η πολύωρη
παραμονή του στον κόσμο θα του σκόρπιζε το νου σε πολλές ξένες υποθέσεις
και θα έχανε το ησυχαστικό του πρόγραμμα. Ήταν νέος μοναχός τότε και
αντιμετώπιζε πολλούς πειρασμούς.
Μια φορά ο Γέροντας, φορτωμένος διάφορα
πράγματα, ανηφόριζε προς το Μοναστήρι. Ήταν απόγευμα και ήθελε να φτάσει
προτού να δύσει ο ήλιος. Πέρασε τα περισσότερα κλώσματα, χωρίς να
σταματήσει. Στο δρόμο συνάντησε έναν γνωστό του, πρόσφυγα απ’ την
Καππαδοκία, ο οποίος κουβαλούσε με τα δυο του μουλάρια ξύλα. Εκείνη τη
μέρα όμως είχε μια περιπέτεια. Τα μουλάρια του σε μια απότομη κατηφόρα
είχαν χάσει την ισορροπία τους και είχαν πέσει, ενώ τα ξύλα είχαν
σκορπιστεί. Ο Γέροντας τον είδε πού παιδευόταν να ξαναφορτώσει τα ζώα
του καί σταμάτησε να τον βοηθήσει. Το μονοπάτι ήταν πολύ στενό και δεν
βόλευε. Χρειάστηκε να κουβαλήσουν τα ξύλα με τα χέρια λίγο πιο κάτω και
στη συνέχεια να τα φορτώσουν. Όταν ολοκληρώθηκε ή προσπάθεια, ο
αγωγιάτης είπε στο Γέροντα:
– Μ’ έσωσες, μ’ έσωσες, π. Παΐσιε. Κινδύνεψα κι εγώ και τα ζώα.
– Να ‘σαι καλά, ευλογημένε, του είπε.
Μετά ξαναπήρε στους ώμους του τους τορβάδες
και συνέχισε το δρόμο. Έφτασε σ’ ένα ψηλό σημείο, σε μια κορυφή, απ’
οπού έβλεπε τον αγωγιάτη πού βοήθησε, ενώ ψηλά αγνάντευε το Μοναστήρι
και δεξιά του την απότομη πλαγιά του Λάζαρου, απ’ την οποία σχεδόν
καθημερινά έπεφταν μικρές και μεγάλες πέτρες. Στάθηκε λίγα λεπτά για να
πάρει μια ανάσα και να βεβαιωθεί αν ο πατριώτης του συνέχιζε κανονικά με
τα φορτωμένα μουλάρια. Ξαφνικά όμως ένας ισχυρός θόρυβος ακούστηκε και ο
Γέροντας νόμιζε ότι όλο το βουνό μετακινιόταν. Από πολύ μεγάλο ύψος
άρχισαν να ξεκόβονται και να κατρακυλούν μεγάλοι βράχοι, πάνω στους
οποίους ήταν μέτριου μεγέθους πεύκα. Το θέαμα ήταν φοβερό. Οι βράχοι
παράσερναν κι άλλους βράχους πιο κάτω, προκαλώντας ήχους βιβλικής
καταστροφής, ενώ στο πέρασμα τους έσπαγαν δέντρα και θάμνους. Όλη αυτή η
κατολίσθηση είχε πλάτος περί τα διακόσια μέτρα.
Ο Γέροντας παρακολουθούσε άφωνος. Σκέφτηκε
ότι αν δεν καθυστερούσε με τον αγωγιάτη, εκείνη την ώρα θα βρισκόταν στο
φοβερό σημείο και ο θάνατος του θα ήταν βέβαιος. Δοξολόγησε το Θεό και
θέλησε να ευχαριστήσει τον αγωγιάτη. Γύρισε προς το άνοιγμα της
χαράδρας, οπού έβλεπε τον ευεργέτη του και κάνοντας χωνί τα δυο του
χέρια επανέλαβε τα λόγια του:
– Μ’ έσωσες, μ’ έσωσες. Σ’ ευχαριστώ.
Μέσα στην κοσμοχαλασιά ή φωνή του Γέροντα δεν μπόρεσε να φτάσει στον αγωγιάτη, ήταν όμως μια έκφραση ευχαριστίας. Ο Γέροντας περίμενε να σταματήσει το κακό. Πράγματι, μετά από μισή ώρα όλα είχαν ησυχάσει. Συνέχισε τη διαδρομή με πολύ μεγάλη δυσκολία, αφού το μονοπάτι είχε χαλάσει. Είδε και από κοντά τι είχε συμβεί και βεβαιώθηκε ότι για μια ακόμα φορά ή πρόνοια του Θεού τον είχε προστατέψει.
Μέσα στην κοσμοχαλασιά ή φωνή του Γέροντα δεν μπόρεσε να φτάσει στον αγωγιάτη, ήταν όμως μια έκφραση ευχαριστίας. Ο Γέροντας περίμενε να σταματήσει το κακό. Πράγματι, μετά από μισή ώρα όλα είχαν ησυχάσει. Συνέχισε τη διαδρομή με πολύ μεγάλη δυσκολία, αφού το μονοπάτι είχε χαλάσει. Είδε και από κοντά τι είχε συμβεί και βεβαιώθηκε ότι για μια ακόμα φορά ή πρόνοια του Θεού τον είχε προστατέψει.
Η νύχτα βρήκε το Γέροντα στον Ασπρόλακκο.
Με τη βοήθεια του φακού συνέχισε το μονοπάτι κι έφτασε στο Μοναστήρι
αρκετά κουρασμένος. Πήγε στην άκρη της αυλής, στο Καταφίλι όπως λέγεται,
και περίμενε να βγει το φεγγάρι απ’ την κορυφή της Γκαμήλας. Ο αέρας
άρχισε να δυναμώνει και το βουητό της χαράδρας εντυπωσίαζε. Βέβαια, δεν
συγκρινόταν το βουητό αυτό με τους ξερούς και δυνατούς ήχους πού είχε
ακούσει λίγες ώρες πριν. Μόλις το σεληνόφως διέλυσε το πυκνό σκοτάδι, ό
Γέροντας μπήκε στο ναό για να κάνει τον εσπερινό.
Έτσι πέρασε εκείνη η μέρα. Την επόμενη ο
Γέροντας ήταν ανήσυχος, γιατί είχε χαλάσει το μονοπάτι και οι αγωγιάτες,
πού καθημερινά κουβαλούσαν ξύλα με τα ζώα τους, δεν θα μπορούσαν να
περάσουν. Σκέφτηκε πώς θα μπορούσε να βοηθήσει την κατάσταση. Καθισμένος
στο νάρθηκα του ήρθε ή ιδέα να πάει να καθαρίσει μόνος του το δρόμο.
Πήρε την αξίνα κι ένα τσεκουράκι και κατηφόρισε. Δεν ήταν βέβαια δυνατό
να καθαρίσει όλο το δρόμο. Όμως κάτι ήθελε να κάνει. Όταν έφτασε κάτω,
στον τόπο της καταστροφής, έκοψε μερικά σπασμένα κλαδιά και άρχισε να
μετακινεί τις μεγάλες πέτρες. Δούλεψε μερικές ώρες και γύρισε στο
Μοναστήρι για να συνεχίσει την άλλη μέρα. Τον πρόλαβε όμως μια ομάδα
ανδρών απ’ την Κάτω Κόνιτσα, πού με προσωπική εργασία αποκατέστησαν την
ομαλή διάβαση. Όταν έφτασαν στο Μοναστήρι οι εθελοντές, ο Γέροντας τους
ευχαρίστησε και τους ετοίμασε πρόχειρο φαγητό.
(π. Διονυσίου Τάτση)
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου