Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» [Από τη σειρά: «Ομιλίες εις προσκυνητάς Θεσσαλονικείς» Δ97Α’] [13-6-1992]

 

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ ΠΡΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

    Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου

                                   με θέμα:

                      «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»

                                  [Από τη σειρά: «Ομιλίες εις προσκυνητάς Θεσσαλονικείς» Δ97Α’]

                                 [Εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 13-6-1992]

       Αν ο θάνατος, αγαπητοί μου, έθετε την τελική του σφραγίδα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, τότε, θα λέγαμε, ας αρχίσομε να θρηνούμε γι΄ αυτήν την φοβερή αιχμαλωσία μας εις τον κόσμον αυτόν. Τότε μόνιμο τραγούδι μας, μόνιμο, μάλλον, ελεγείο μας, ας είναι το «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Και μάλιστα όταν σήμερα, Ψυχοσάββατο προ της Πεντηκοστής, μάς ζωντανεύει αυτή η θέσις του θανάτου, η πραγματικότητα του θανάτου για να τα πούμε αυτά, τότε θα λέγαμε: «Γιατί να έρχονται νέοι άνθρωποι στον κόσμον αυτόν αφού θα πεθάνουν;».

      «Γιατί να γεννιώνται άνθρωποι;». Ή, ακόμη, τότε μία γέννηση θα μπορούσε να είναι ένα προκαταβολικόν πένθος. Μάλιστα μεταφορικώς λέγεται ότι το παιδί μόλις γεννιέται, κλαίει και αυτό σημαίνει ότι μπαίνει μέσα στα βάσανα αυτού του κόσμου. Τότε… γιατί ο ήλιος λάμπει; Ή ακόμη γιατί τα πουλιά κελαηδούν; Δεν θα υπήρχε λόγος. Τότε η Δημιουργία στο βάθος της, παρά την επιφανειακή ομορφιά της κρύβει την πιο απαίσια αντίφαση, την υπαρξιακή ανυπαρξία της. Και είναι μία, τότε η Δημιουργία, μία εξοργιστική κωμωδία. Αν βέβαια όλα αυτά, τον τελικό λόγο, τον έχει ο θάνατος. Έτσι, ύπαρξις και ανυπαρξία, ζωή και θάνατος, είναι η πιο ακραία αντίφασις.

    Αλλά ο Θεός που εδημιούργησε τα πάντα με τόση σοφία, με τόση δύναμη και με τόση αγάπη, αντιφάσκει εις εαυτόν; Δημιουργεί μάταια πράγματα ο Θεός; Βεβαίως όχι. Μη γένοιτο να υποστηρίξομε μία τέτοια θέση. Τότε; Ε, απλώς ο θάνατος είναι ένας μεγάλος παρείσακτος. Και πρέπει να δούμε πώς μπήκε αυτός ο θάνατος ως παρείσακτος μέσα στην πολύ ωραία Δημιουργία του Θεού. Όπως κάπου στην «Σοφία Σολομώντος» λέγει ότι «Είσαι φιλόζωος, Κύριε, και δεν έκανες κανένα δημιούργημά Σου να υποφέρει και κανένα δημιούργημά Σου δεν βδελύσσεσαι, δεν σιχαίνεσαι, και όλα είναι πολύ ωραία». Πώς, λοιπόν, υπάρχει ο θάνατος; Που είναι ο θάνατος πάντοτε, η πιο χτυπητή αντινομία, όπως ήδη σημειώσαμε, και η πιο απαίσια ασχημία.

       Ο θάνατος, αγαπητοί μου, είναι ο καρπός της παρακοής των Πρωτοπλάστων. Και το σημαντικόν είναι ότι ο Θεός ειδοποίησε για την περίπτωσιν αυτήν, λέγοντας: «Μην παραβείτε την εντολή μου· «ν δ᾿ ν μέρ φάγητε π᾿ ατο, θανάτ ποθανεσθε». «Θα πεθάνετε με θάνατο εάν θα φάτε από τον καρπόν αυτόν». Όχι βεβαίως ότι ο καρπός της γνώσεως ήταν καρπός δηλητηριώδης, ήταν κάτι άλλο, είχε μεταφυσικά στοιχεία. Όχι, τίποτε απ’ όλα αυτά. Ένα φυσικόν δέντρον ήτο. Αλλά ετέθη επάνω εις το καρπόν του δέντρου αυτού, ετέθη η εντολή της υπακοής. Και εφόσον οι Πρωτόπλαστοι παρέβησαν την εντολή της υπακοής, εισήλθε ο θάνατος.

    Λέγει το βιβλίον της «Σοφίας Σολομώντος» στο 2ο κεφάλαιο: «τι Θες κτισε τν νθρωπον π᾿ φθαρσί(:τον έκανε να είναι άφθαρτος)  κα εκόνα τς δίας διότητος ποίησεν ατόν· φθόν δέ διαβόλου θάνατος εσλθεν ες τόν κόσμον».

       Πράγματι ο Θεός δεν εδημιούργησε τον θάνατον. Θα ήτο βλασφημία αυτό να το πούμε. Μάλιστα στην καθημερινότητά μας λέμε τα εξής: «Ε, τι να κάνομε; Φυσικά πράγματα είναι αυτά». Τι «φυσικά»; «Το ότι πεθαίνει κανείς. Ε, ο Θεός, έτσι θέλει, να πεθαίνομε». Δεν θέλει ο Θεός να πεθαίνομε. Και ο θάνατος είναι το πιο αντιφυσιολογικόν στοιχείον, η μεγαλυτέρα, σας είπα, ασχημία μέσα στην Δημιουργία· που δίνει μία εικόνα σαν να μην έχει σκοπόν η Δημιουργία. Σαν να είναι κάτι που να λέει κανείς: «Γιατί ζω; Αφού υπάρχει ο θάνατος. Γιατί ζω;». Σαν να αφαιρεί την έννοια του σκοπού της Δημιουργίας. Δεν έκανε ο Θεός τον θάνατον. Πολύ σωστά λέγει, λοιπόν, ο λόγος του Θεού ότι ο Θεός δεν έκανε τον θάνατον. Αλλά εισήλθε από τον φθόνο του διαβόλου. Επειδή επεκράτησε ο φθόνος του διαβόλου. Πώς; Εφθόνησε τους Πρωτοπλάστους, γιατί να είναι δημιουργήματα λογικά και να έχουν την στοργή του Θεού, κατάφερε, εννοείται… κατάφερε, εξηπάτησε ώστε να παραβούν την εντολήν του Θεού και έτσι να εισέλθει ο θάνατος.

         Αντίθετα, θα λέγαμε, ότι η φιλανθρωπία του Θεού εργάστηκε το μυστήριον της Θείας Οικονομίας, της Ενανθρωπήσεως. Διότι θα έλεγε κανένας: «Να, ο Θεός επιτρέπει, επέτρεψε». Ήταν το κατά παραχώρησιν θέλημά Του να εισέλθει ο θάνατος. Και τώρα εδώ ο Θεός δημιουργεί το μυστήριον της Θείας Οικονομίας, ακριβώς για να σώσει τον άνθρωπο, να τον επαναφέρει εις την κατάστασιν του αρχικού θελήματος του Θεού, δηλαδή του κατ’ ευδοκίαν θελήματος του Θεού, που είναι η αφθαρσία και η αθανασία και η μακαριότης.

       Λέγει ένα τροπάριο των Εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής, ένα από το « ζω ν τάφ».  Λέγει κάτι έτσι πάρα πολύ ωραίο και συγκινητικό: «π γς κατλθες (:Συ, ω Θεέ Λόγε που έγινες άνθρωπος, στη Γη κατέβηκες), να σώσς δάμ (:γιατί ο Αδάμ ήτο στη Γη) κα ν γ μ ερηκς τοτον, Δέσποτα (:και αυτόν –λέει- αφού δεν τον βρήκες), μέχρις δου κατελήλυθας ζητν», «κατέβηκες μέχρι τον Άδη για να ψάχνεις να τον βρεις». Τι ωραίο που είναι αυτό πραγματικά!

      Κι έτσι βλέπομε ότι ο Θεός εργάστηκε το μυστήριον της Θείας Οικονομίας για να σώσει τον άνθρωπο και για να καταπατήσει τον θάνατον. Έτσι έγινε με μας όμοιος, απέθανε επί του Σταυρού ο Κύριος, αλλά ανεστήθη. Ακριβώς για να αναστήσει τον άνθρωπον την εσχάτη ημέρα. Και ανελήφθη εις τον ουρανό, ακριβώς για να ανεβάσει τον όλον άνθρωπον στον ουρανό και, ούτε λίγο ούτε πολύ, να τον στήσει στα δεξιά του Θεού Πατρός. Διότι εκεί ανέβηκε η ανθρωπίνη φύσις. Διότι ως Θεός Λόγος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και δεν υπάρχει δεξιά και αριστερά. Αυτό αναφέρεται εις την ανθρωπίνη φύση· και η ανθρωπίνη φύσις είναι εκείνη που ανήλθε εις τα δεξιά του Θεού Πατρός, όπως ακριβώς το είδε και ο άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος, ομολογώντας το μέσα εις το συνέδριο.

         Έτσι, ο Κύριος μάς άνοιξε τον δρόμο υπερνικώντας την αμαρτωλότητα του ανθρώπου ως αναμάρτητος, υπερνικώντας την θνητότητα, γιατί ο άνθρωπος πέθαινε, πώς θα μπορούσε ποτέ να ανεβεί στον ουρανό; Ως αμαρτωλός μπορούσε να ανεβεί στον ουρανό; Ως θνητός, μπορούσε να ανεβεί στον ουρανό; Και την υλικότητα. Πώς θα μπορούσε να ανεβεί ο άνθρωπος, υλικός υπάρχων; Πώς θα ήταν δυνατόν ποτέ; Κι όμως, γι'αυτό ξέρετε, εκπλήσσονται οι άγγελοι. Ω, αν είχαμε τον Πλάτωνα εδώ και μας άκουγε ότι άνθρωπος με την υλικότητά του ανέβηκε επάνω εις τον ουρανό, εις τον ουρανό των ιδεών, εκεί που δεν χωράει τίποτα, παρά μόνον είναι ο κόσμος των πνευμάτων και των ιδεών και των προτύπων και των αρχετύπων, θα τρόμαζε, θα χλώμιαζε. Και αν του λέγαμε ότι αυτό έγινε, το έχομε ως δεδομένον, από το γεγονός ότι ο Χριστός ανεστήθη και ανελήφθη εις τον ουρανόν, κυριολεκτικά θα ετρόμαζε, κυριολεκτικά, θα έλεγε ότι «κάτι καινούριο εδώ υπάρχει, κάτι καινούριο που δεν το σκέφτηκα». Ναι, πράγματι ήταν και είναι όλα αυτά που εργάστηκε ο Χριστός για μας ανοίγοντάς μας τον δρόμο, μία πραγματικότης, ένα γεγονός.

       Ενθυμείσθε, όταν ο άνθρωπος εβγήκε από τον υλικόν Παράδεισον, επίγειος ήτο, ενθυμείσθε ότι ο Θεός έταξε τα Χερουβείμ να φυλάσσουν την είσοδον του Παραδείσου και να κινούν την περιστρεφομένην εκείνην πυρίνην ρομφαία. Το ενθυμείσθε; Τι ήτο αυτή η «πυρίνη ρομφαία»; Δηλαδή ένα πράγμα που να γυρίζει, ένα σπαθί, αντί που να έχει λάμα, να έχει φλόγα και να περιστρέφεται. Πώς να μπεις μέσα σε μία είσοδο, όταν υπάρχει μία τέτοια, ένας τέτοιος φραγμός; Ξέρετε τι ήτο αυτό; Αυτά τα τρία που σας είπα. Αυτό ήτο που έφραξε τον δρόμον. Η αμαρτωλότης της ανθρωπότητος, η υλικότης της ανθρωπότητος και η θνητότης της ανθρωπότητος. Κι αυτά τώρα τα υπενικά ο Κύριος ανερχόμενος εις τον ουρανόν με την ανθρωπίνη Το φύση. Και μας οδοποίησε, μας άνοιξε τον δρόμο, έφτιαξε δρόμο για να ξαναγυρίσομε πίσω εις την Βασιλείαν του Θεού.

         Ας δούμε όμως πώς ο Απόστολος Παύλος, για να μείνομε και στη σημερινή περικοπή την αποστολική, που αναφέρεται εις το θέμα της αναστάσεως των νεκρών, ως Ψυχοσάββατο, όπως σας είπα, πώς ο Απόστολος Παύλος μας περιγράφει τα πράγματα, τον καρπόν, θα λέγαμε καλύτερα, της Αναστάσεως του Χριστού. Βέβαια έχει γράψει ένα ολόκληρο κεφάλαιο, το 15ο κεφάλαιο στην Α΄προς Κορινθίους επιστολήν του, που είναι ένας ύμνος στην ανάσταση. Ύμνος στην ανάσταση –προσέξτε- των νεκρών! Όχι ύμνος εις την ανάσταση του Χριστού.

      Εδώ, λοιπόν, στους Θεσσαλονικείς, λέγει: -Τι χαριτωμένο πράγμα, ξέρετε, και να έχομε ακροατάς Θεσσαλονικείς και να μιλά κανείς από τις δύο, αυτές, επιστολές. Έχει κάτι το πιο ιδιαίτερο, πιο ξεχωριστό. Αισθάνεται κανένας ότι αυτό που τώρα ακούει είναι για μένα. Όχι γιατί είναι ο λόγος του Θεού, αλλά και γιατί είμαι Θεσσαλονικεύς. Και αποτείνεται εκεί ο Παύλος. Έχει κάτι το πιο ιδιάζον-. Λοιπόν, γράφει στους Θεσσαλονικείς ο Απόστολος Παύλος:

     «Ο θέλομεν δ μς γνοεν, δελφοί, περ τν κεκοιμημένων, να μ λυπσθε, καθς κα ο λοιπο ο μ χοντες λπίδα». «Δεν θέλομε», λέγει, «να αγνοείτε, αδελφοί, για τους κεκοιμημένους, για να μη λυπόσαστε, όπως και οι υπόλοιποι που λυπώνται υπερβολικά, μη έχοντες την ελπίδα της αναστάσεως». Ώστε, λοιπόν, ομιλεί περί κεκοιμημένων. Προσέξτε, είναι χαρακτηριστικό. Δεν ομιλεί περί νεκρών. Ομιλεί περί κεκοιμημένων. Κι αυτό σημαίνει ότι θα ακολουθήσει εγρήγορσις, όπως λέγει ο Οικουμένιος. Και συμπληρώνει ο Θεοδώρητος και λέγει: «Τ γρ πν γρήγορσις πεται». «Ένας που κοιμάται, βεβαίως θα ξυπνήσει. Αφού κοιμάται».

      Ενθυμείσθε, γιατί καινούργια πράγματα μπαίνουνε στον κόσμο. Ο Χριστός μάς έφερε καινούρια πράγματα, με διαστάσεις καταπληκτικές. Φθάνει μήνυμα στον Κύριο, ήτο πολύ μακριά από την Βηθανία, ότι ο φίλος ο Λάζαρος απέθανε. Και λέγει στους μαθητάς Του: «Ο φίλος μας ο Λάζαρος εκοιμήθη». Είχαν μάθει όμως ότι ήτο άρρωστος. Και είπαν οι μαθηταί… πώς μίλησαν; Τοποθετημένοι στις διαστάσεις της καθημερινότητος, της πραγματικότητος. Και λέγουν: Αφού τον πήρε ο ύπνος, μπόρεσε να κοιμηθεί, αυτό σημαίνει ότι τώρα θα πάρει την πάνω βόλτα στην υγεία του, θα γίνει καλύτερα. Όπως το λέμε κι εμείς: «Α, ένας ασθενής κοιμάται, φυσιολογικά, ωραία κοιμάται, ε, θα γίνει καλά! Παίρνει την πάνω βόλτα». Δεν κατάλαβαν όμως. Πού να συλλάβει το μυαλό τους τι θα επεκολούθει κ.λπ. κ.λπ. Και λέει ο Κύριος καθαρά στην γλώσσα τους: «Ο φίλος μας ο Λάζαρος απέθανε». Προσέξτε· στην γλώσσα τους. Άλλη γλώσσα έχει ο Κύριος. Ο Κύριος είπε «κοιμήθη». Γιατί; Διότι απλούστατα θα επηκολούθει η ανάστασις. Δεν υπάρχει λοιπόν θέμα εδώ γι'αυτό, ότι δηλαδή ο θάνατος είναι ένας ύπνος. Πολύ σωστά, λοιπόν, ο Απόστολος Παύλος θεοπνεύστως βάζει: «δια τους κεκοιμημένους δεν θέλω να λυπείσθε» κ.λπ. κ.λπ. Και μη λυπούμεθα; Ναι, αλλά με μέτρο. Εδώ κόβει τι; Την άμετρον λύπην ο Απόστολος. Και η άμετρος λύπη είναι άρνησις της ελπίδος της αναστάσεως των νεκρών.

        Σας υπενθυμίζω ότι η λύπη, όταν περάσει κάποια όρια, είναι πάθος. Και ίσως δεν έχετε αντιληφθεί, αγαπητοί μου, ότι είναι ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα η λύπη. Είναι φοβερό. Καταπίνει τον άνθρωπον. Εκεί κάπου η «Σοφία Σειράχ» λέγει, στο 38ο κεφάλαιο αν ενθυμούμαι καλά: «Μη λυπάσαι υπερβολικά, γιατί», λέγει, «θα αρρωστήσεις». Και πράγματι η λύπη καταπίνει τον άνθρωπο και σωματικά και πνευματικά. Δεν έχω καιρό να επεκτεινόμουν σ’ αυτό, εξάλλου δεν είναι και θέμα μας· αλλά προσοχή στο θέμα της λύπης.

     Είναι, λοιπόν, αμαρτία το υπέρμετρον, η υπέρμετρη λύπη. Ποιοι λυπούνται; Εκείνοι που δεν έχουν την ελπίδα της αναστάσεως των νεκρών. Τι κρίμα! Ξέρετε πόσες φορές ο διπλανός μας να κλαίει και να οδύρεται και να μην θέλει να παρηγορηθεί. Κι όμως μπροστά του είναι το θέμα ότι ο Χριστός ανεστήθη. Και οι νεκροί θα αναστηθούν. Και συνεχίζει ο απόστολος Παύλος, πάντα στους Θεσσαλονικείς αποτεινόμενος: «Ε γρ πιστεύομεν τι ησος πέθανε κα νέστη, οτω κα Θες τος κοιμηθέντας δι το ησο ξει σν ατ». «Διότι», λέγει, «αν πιστεύομε ότι ο Ιησούς και πέθανε και ανέστη…-Γιατί βάζει το «απέθανε»; Μα δεν μπορεί να φανεί η ανάστασις εάν δεν υπάρξει ο θάνατος. Και στους Κορινθίους το λέγει αυτό. Ότι «πέθανε κατά τάς Γραφάς και νέστη κατά τάς Γραφάς». Βασική προϋπόθεση της αναστάσεως είναι ο θάνατος. Απέθανε πραγματικά. Γι΄αυτό φροντίζουν και οι ιεροί ευαγγελισταί να δείξουν ότι ο Χριστός πραγματικά απέθανε, για να φανεί η πραγματική Του ανάστασις. Έτσι, λέγει εδώ στη συνέχεια ότι «όπως ο Πατήρ ανέστησε τον Υιόν, έτσι και ο Θεός Πατήρ θα αναστήσει τους κεκοιμημένους ανθρώπους, τους νεκρούς δηλαδή και θα τους οδηγήσει μαζί με τον Ιησούν εις την Βασιλείαν Του».

      Πρέπει εδώ να κάνω μία μικρή παρατήρηση. Ότι, όταν στους Θεσσαλονικείς ομιλεί για το θέμα των νεκρών, ομιλεί δια τους ευσεβείς νεκρούς, δια τους ευσεβείς κεκοιμημένους. Δεν τον ενδιαφέρουν εκείνη τη στιγμή, δεν τον ενδιαφέρουν οι ασεβείς κεκοιμημένοι. Όλοι θα αναστηθούν. Μα όλοι θα αναστηθούν. Όπως ακριβώς όταν γεννιόμαστε, δεν ερωτώμεθα για να κουβαλήσομε αυτό που λέγεται «ανθρωπίνη φύσις», δηλαδή λογική, θέλω δεν θέλω γεννιέμαι με λογική, θέλω δεν θέλω γεννιέμαι με ελευθερία κ.ο.κ., κατά τον ίδιο τρόπο, θέλω δεν θέλω θα αναστηθώ, είτε ευσεβής είμαι είτε ασεβής είμαι. Είναι δεδομένο που ανήκει στον Θεό. Θέλω δεν θέλω! Εδώ, λοιπόν, ο Απόστολος δεν ομιλεί για τους ασεβείς. Ομιλεί για τους ευσεβείς κεκοιμημένους. Και για να δούμε τι γράφει στους Κορινθίους, να δούμε λιγάκι πιο κοντά τα πράγματα, γιατί δεν γράφει πιο πολλά εκεί στους Θεσσαλονικείς παρά μόνον λίγα για να παρηγορηθούν.

       Και λέγει: «Ε δ Χριστς κηρύσσεται τι κ νεκρν γήγερται, πς λέγουσί τινες ν μν τι νάστασις νεκρν οκ στιν;(:Εάν –λέγει- ότι ο Χριστός κηρύσσεται ότι ανεστήθη από τους νεκρούς, πώς μερικοί λένε ότι οι νεκροί δεν αναστήνονται;) Ε δ νστασις νεκρν οκ στιν, οδ Χριστς γγερται (:Αν –λέγει- δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός ανεστήθη. Τι αποτελεί αυτό, η Ανάστασις του Χριστού; Το θεολογικόν υπόβαθρον της αναστάσεως των νεκρών) · ε δ Χριστς οκ γγερται, κενν ρα τ κρυγμα μν, κεν δ κα πστις μν (: Αν, λέγει, ο Χριστός δεν ανεστήθη, τότε και το κήρυγμά μας και η δική σας πίστις πέφτουν στο κενό. Είναι κούφια πράγματα. Δεν έχουν αντίκρυσμα. -Αλήθεια, το σκεφθήκαμε ποτέ; Ότι αν δεν πιστεύομε στην ανάσταση των νεκρών, δεν είναι δυνατόν ποτέ να λεγόμεθα ότι ορθοδοξούμε. Η πίστις μας πέφτει στο κενό).Νυνί δε Χριστός γγερται κ νεκρν, παρχ τν κεκοιμημνων γνετο(: Τώρα δα, επί λέξει. Το θυμάμαι από τα Αρχαία του σχολείου. Νυνί. Τώρα δα. Δηλαδή τώρα πλέον, ας το πούμε έτσι, ο Χριστός ανεστήθη από τους νεκρούς και έγινε η απαρχή, το ξεκίνημα των κεκοιμημένων ως προς την ανάστασή τους). σχατος χθρς καταργεται θνατος(: Ο τελευταίος εχθρός καταργείται ο θάνατος, πραγματικά. Μπαίνει εκτός ενεργείας. Αυτό θα πει ‘’καταργείται’’)».

       Και έτσι βλέπομε εδώ να ομιλεί ο Παύλος με τον τρόπον αυτόν δια τους κεκοιμημένους. Και συνεχίζει τώρα στους Θεσσαλονικείς:

     «Τοτο γρ μν λέγομεν ν λόγ Κυρίου, τι μες ο ζντες ο περιλειπόμενοι ες τν παρουσίαν το Κυρίου ο μ φθάσωμεν τος κοιμηθέντας(: Αυτό σας λέγω, ν λόγ Κυρίου, ότι εμείς οι ζωντανοί που έχομε μείνει, δεν θα φθάσομε στην παρουσία του Κυρίου. Δηλαδή δεν θα φθάσομε στον θάνατον, όταν θα έρθει ο Κύριος)». Εννοεί δηλαδή ότι όταν θα έρθει ο Κύριος, θα βρει ανθρώπους επάνω στη γη. Ε, αυτοί που θα ζουν τότε, «δεν θα φθάσομε τους κεκοιμημένους, δηλαδή δεν θα έχομε πεθάνει. Θα μας βρει ζωντανούς». Όποτε θα έρθει ο Κύριος. Προσέξτε τι είπε: «ν λόγ Κυρίου». Τι σημαίνει αυτό; Η αυθεντία του λόγου του Θεού, του λόγου του Χριστού. Ούτε εγώ το επινοώ να το πω, ούτε ο Παύλος το επινοεί για να παρηγορήσει, αλλά είναι μία πραγματικότης. Εν λόγω Κυρίου. Τι βεβαιώνει; Ότι οι τότε ζώντες δεν θα πεθάνουν, αλλά θα, θα, θα αλλαχθούν.

       Να τι λέγει πάλι στους Κορινθίους- Εναλλάσσω τα δύο κείμενα, παίρνοντας ό,τι θα εξυπηρετούσε: «δο μυστήριον μν λέγω - Πράγματι είναι μυστήριον. «Να, μυστήριο», λέει, «σας λέγω»-· πάντες μν ο κοιμηθησόμεθα(: όλοι δεν θα πεθάνομε), πάντες δ λλαγησόμεθα(: αλλά όλοι θα αλλαχθούμε. Τι θα πει ‘’θα αλλαχθώ’’; Θα περάσω από την φθορά στην αφθαρσία. Τι λέγεται «φθορά»; Αυτό που λέμε… τρώγω, πίνω, μεγαλώνω, κοιμάμαι. Αυτά αποτελούν το στοιχείο της φθοράς. Τι λέγεται «αθανασία»; Αυτό που δεν πεθαίνει πια. Έτσι θα περάσει η ύπαρξίς μου μέσα από την αφθαρσία και την αθανασία. Και συνεπώς στην Βασιλεία του Θεού δεν υπάρχει γάμος, όπως θα γνωρίζετε, δεν υπάρχει κοιλία. Ο Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ. «Καί πάντες δέ λλαγησόμεθα (:και όλοι θα αλλαχθούμε) ν τόμ, ν ιπ φθαλμο (:’’ν τόμ’’ θα πει ‘’πάρα πολύ γρήγορα, σε χρόνο που δεν κόβεται πιο πολύ, σε άτμητον άτομον, άτμητον χρόνον’’. Και για να φέρει και μία εικόνα από την φύση, να γίνει κατανοητός, λέγει αυτό: «ν ιπ φθαλμο». Επειδή βέβαια η ριπή οφθαλμού είναι πάρα πολύ μεγάλος χρόνος, αλλά μία φυσική εικόνα. Πόσο κρατά το ανοιγόκλειμα των ματιών; Θα γίνει αυτή η αλλαγή, η ανάστασις και η αλλαγή. Και συνεχίζει και λέγει ότι «ν τ σχάτ σάλπιγγι». Αυτά θα γίνουν τότε. Πάλι εικόνα στρατοπέδου εδώ. Πώς σαλπίζει ο σαλπιγκτής και όλοι οι στρατιώτες σηκώνονται από το στρατόπεδο κ.λπ.) σαλπίσει γάρ, κα ο νεκρο γερθήσονται φθαρτοι (:θα αναστηθούν άφθαρτοι). Κα μες (που θα ζούμε) λλαγησόμεθα(:θα αλλαχθούμε. Είναι εκπληκτικόν!).

      Στους Θεσσαλονικείς, λέει κάτι πιο λεπτομερές εδώ): «τι ατς Κύριος ν κελεύσματι (:με εντολή του Κυρίου, δηλαδή διαταγή), ν φων ρχαγγέλου κα ν σάλπιγγι Θεο καταβήσεται π᾿ ορανο -Έτσι δεν είπαν οι άγγελοι κατά την ημέρα της Αναλήψεως; ‘’Όπως τον είδατε να φεύγει, έτσι θα κατεβαίνει’’) κα ο νεκρον Χριστ ναστήσονται πρτον – Είναι εκπληκτικό. Και συνεχίζει:-, πειτα μες ο ζντες ο περιλειπόμενοι μα σν ατος(:συγχρόνως, μαζί με αυτούς) ρπαγησόμεθα ν νεφέλαις ες πάντησιν το Κυρίου ες έρα». Γιατί κατεβαίνει; Για να ανεβούμε εμείς. Κι εμείς θα αναληφθούμε, υπολαμβανόμενοι από σύννεφα. Ποια σύννεφα; Αυτά τα μετεωρολογικά; Όχι. Είναι το θείον όχημα, είναι η θεία δόξα. Θα μας πάρει αυτή. Κατεβαίνει ο Κύριος, ανεβαίνομε εμείς. Και θα γίνει η συνάντησις κάπου στο σύμπαν, ο Θεός το γνωρίζει. Δηλαδή έρχεται να μας προϋπαντήσει. Μα είναι εκπληκτικόν! Μα η αγάπη Του είναι εκπληκτική! «Και τότε θα μας πάρει να μας οδηγήσει εις την Βασιλεία Του- κα οτω πάντοτε σν Κυρί σόμεθα(:και ότι πάντοτε θα είμεθα μαζί Του. Πού; Εις τους αιώνας των αιώνων εις την δική Του την Βασιλεία)».

      Αγαπητοί μου, έχομε καλά αντιληφθεί την ανάσταση των νεκρών; Ότι θα είναι ανάστασις σωμάτων; Το έχομε αυτό καλά αντιληφθεί; Πολλοί πιστεύουν ότι θα είναι ανάστασις ψυχών. Μα οι ψυχές δεν πεθαίνουν. Το σώμα διαλύεται. Η ψυχή φυλάσσεται, για να επανενωθεί, προσέξτε, με το παλαιόν σώμα. Το λέγει αλλού ο Απόστολος Παύλος. Για να δώσομε λόγο στον Θεό εκείνα που πράξαμε και με το σώμα και με την ψυχή. Και οι Πατέρες το λέγουν. Κ.λπ. κ.λπ.

       Λοιπόν, πιστεύομε ότι θα αναστηθούν τα σώματά μας; Τα σώματά μας. Λέμε στο Σύμβολο της Πίστεως: «Προσδοκ νάστασιν νεκρν κα ζων το μέλλοντος αἰῶνος». Εις δε το «εροσολυμιτικν Σύμβολον», μας διασώζει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, λέγει: «Κα ες σαρκς νάστασιν». . Είναι το 11ον άρθρον. «Κα ες σαρκς νάστασιν». Είδατε; «Σαρκός». Το δε λεγόμενον «θανασιανόν Σύμβολον» λέγει: «Ο(:του οποίου) τ παρουσί- του Χριστού δηλαδή-  πάντες νθρωποι ναστήσονται σν τος αυτν σώμασιν (:μαζί με τα σώματά τους), ποδώσοντες περ τν δίων ργων λόγον. Ατη στν καθολικ πίστις, ν (:την οποίαν)  ε μ τις πιστς τε κα βεβαίως πιστεύσ, σωθναι ο δυνήσεται».

       Θέτει εδώ θέμα πίστεως, θέμα σωτηρίας. Δεν πιστεύεις; Πρόσεξε, δεν θα σωθείς. Διότι πρώτα θα πιστεύσω στα δόγματα της πίστεως που προβάλλομε και μετά θα είναι η αρετή, οι καλές πράξεις και ό,τι άλλο. Για να μην φθάσομε να ανήκομε στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν έχουν ελπίδα αναστάσεως.

      Ας προσέξομε δε το συμπέρασμα του Παύλου στους Θεσσαλονικείς. Όταν τους είπε «Μ λυπεσθε· μ λυπεσθε», λέγει, «ν τος λόγοις τούτοις». «στε παρακαλετε λλήλους ν τος λόγοις τούτοις». «στε παρακαλετε (: Να παρηγορείτε –λέγει- ο ένας τον άλλον, με αυτούς τους λόγους». Αλήθεια, πάμε πολλές φορές να παρηγορήσομε σε ένα σπίτι που πενθούν. Τι τους λέμε; Τους λέμε: «Α, έτσι ο Θεός τα θεσμοθέτησε, έτσι γίνηκαν…». Όχι, αγαπητοί. Θα μιλήσομε για την ανάσταση των νεκρών, στηρίζοντες αυτήν στην ανάσταση του Χριστού. Πράγματι, η μεγαλύτερη παρηγορία που έχει ο άνθρωπος είναι η ανάστασις των νεκρών. Και η μεγαλυτέρα εγγύησις με γεγονότα, όχι κατ’ επινόησιν, είναι η ανάσταση του Χριστού.

      Γι΄αυτό, αγαπητοί, ας κλείσομε, ευχαριστούντες την παρουσία σας, ,ας κλείσομε με εκείνους τους λόγους του Ιερού Χρυσοστόμου από τον Κατηχητικό του λόγο: «νέστη Χριστς κα νεκρς οδες π μνήματος. Χριστς γρ γερθείς κ νεκρν, παρχ τν κεκοιμημένων γένετο».   Ευχαριστώ που με ακούσατε.    

           ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

     και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή

                μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,

           ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:

                                   Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
  • https://arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/proskynhtvn/proskynhtvn_069.mp3
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου