... Δὲν σᾶς ἔλεγα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεῖ κάποιος τίποτε στὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ νὰ ἔχει γραφεῖ ἁπλῶς καὶ κατὰ τύχη; Νὰ λοιπὸν καὶ τώρα βλέπουμε πόση ἀκρίβεια χρησιμοποίησε ὁ μακάριος αὐτὸς προφήτης (ὁ Μωυσῆς). «Γέννησε δέ, λέει, ὁ Ἀδὰμ τὸν γιό τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καὶ κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ καὶ τὸν ὀνόμασε Σήθ». Γιὰ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ γεννήθηκε προηγουμένως, ἐννοῶ τὸν Κάϊν, δὲν ἐπεσήμανε κάτι παρόμοιο, ἀλλὰ προαναγγέλλει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ροπή του πρὸς τὴν κακία. Καὶ ἦταν φυσικὸ αὐτό, διότι δὲν ἔφερε τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πατέρα του, ἀλλὰ ἀμέσως μεταπήδησε στὴν κακία.
Ἐδῶ ὅμως λέει, «καθ᾿ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καὶ κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ», δηλαδή, ἴδιο μὲ τὸν πατέρα του ποὺ τὸν γέννησε καὶ ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὰ ἴδια χαρακτηριστικὰ τῆς ἀρετῆς. Φανερώνει μὲ τὰ ἔργα του τὴν ἀκριβή,ἀκριβῆ εἰκόνα τοῦ πατέρα του καὶ μπορεῖ μὲ τὴν δική του ἀρετὴ νὰ ἐπανορθώσει τὸ ἁμάρτημα τοῦ προηγούμενου ἀδελφοῦ του. Διότι, δὲν μιλάει ἐδῶ ἡ Γραφὴ γιὰ τὰ σωματικὰ χαρακτηριστικά, ὅταν λέει «καθ᾿ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καὶ κατ᾿ εἰκόνα αὐτοῦ», ἀλλὰ γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ μάθουμε πὼς αὐτὸς δὲν θὰ εἶναι ὅπως ὁ ἀδελφός του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ μητέρα, ὅταν δίνει τὸ ὄνομα στὸ παιδί της, τὸ δίνει μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δὲν ἀποδίδει τὴν γέννησή του οὔτε στὴ φύση οὔτε στὸν τοκετὸ ἀλλὰ στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Βέβαια καὶ ἐκείνη προκάλεσε τὴν φύση, γιὰ νὰ γεννηθεῖ.
Καὶ συνεχίζει ἡ Γραφή: «Τὸν ὀνόμασε Σήθ, ἐννοῶντας ὅτι ὁ Θεὸς μοῦ ἐξανέστησε ἄλλο παιδί, σὲ ἀντικατάσταση τοῦ Ἄβελ, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ Κάϊν». Πρόσεξε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου. Δὲν εἶπε «μοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς» ἀλλὰ «μοῦ ἐξανέστησε». Σκέψου, πὼς ἤδη ἀπὸ δῶ, μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, φανερώνονται ἀμυδρὰ τὰ προμηνύματα τῆς ἀναστάσεως. Διότι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ πεῖ ὅτι ἔλεγε, «ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σκοτώθηκε, μοῦ ἔδωσε αὐτόν». Ἄν καὶ ἐκεῖνος, λέει, ἔπεσε στὴ γῆ ἀπὸ χέρι ἀδελφικὸ καὶ γνώρισε τὸν θάνατο, ὅμως ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σκοτώθηκε, μοῦ ἐξανέστησε αὐτόν.
Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν ἦταν ἀκόμη ὁ καιρὸς τῆς ἀναστάσεως, δὲν ἀνέστησε ἐκεῖνον ποὺ φονεύθηκε ἀλλὰ ἄλλον ἀντὶ ἐκείνου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Εὔα λέει: «Μοῦ ἐξανέστησε ὁ Θεὸς ἄλλο παιδὶ ἀντὶ τοῦ Ἄβελ, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ Κάϊν». Εἶδες πόση εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη ποὺ ἐκφράζει ἐδῶ ἡ γυναῖκα; Εἶδες καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ; Πόσο γρήγορα ἐπινόησε τὴν παρηγοριὰ γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα;
Ἄς τὴν μιμούμαστε, λοιπόν, αὐτὴν ὅλοι μας (τὴν Εὔα) καὶ ἂς ἀποδίδουμε τὰ πάντα στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄν βέβαια καὶ ἡ φύση λειτουργεῖ, δὲν γίνεται ὅμως αὐτὴ ἡ λειτουργία μὲ τὴν δική της δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ δημιουργοῦ. Ἄρα, λοιπόν, ποτὲ νὰ μὴν στενοχωριοῦνται οἱ γυναῖκες, ἂν δὲν γεννοῦν, ἀλλὰ ἂς καταφεύγουν στὸν δημιουργὸ τῆς φύσεως, δείχνοντας ἀγαθὴ διάθεση καὶ ἂς ζητοῦν ἀπὸ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς φύσεως. Οὔτε στὴν συνεύρεση τῶν συζύγων οὔτε σὲ κάποιον ἄλλον νὰ ἀποδίδουν τὴν ἀπόκτηση τῶν παιδιῶν ἀλλὰ στὸν δημιουργὸ τῶν πάντων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ μηδὲν ἔφερε στὴν ζωὴ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας καὶ μπορεῖ νὰ τὴν διορθώσει πάλι, ὅταν παρουσιάζει κάποια ἀδυναμία. Ἐπειδὴ καὶ ἡ Εὔα τὴν ὑπόθεση ποὺ ἦταν γιὰ πένθος τὴν ἔλαβε ὡς ἀφορμὴ καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ δοξολογία καὶ τὰ πάντα τὰ ἀποδίδει στὸν Θεό, ὅταν λέει, «μοῦ ἐξανέστησε ὁ Θεὸς ἄλλο παιδὶ ἀντὶ γιὰ τὸν Ἄβελ, τὸν ὁποῖο σκότωσε ὁ Κάϊν».
Βλέπεις πὼς ὄχι μόνο δὲν δυσανασχέτησε οὔτε εἶπε κάτι ὀδυνηρὸ (διότι δὲν θὰ τὸ παρέλειπε ἡ Ἁγία Γραφή, ἂν βέβαια λεγόταν κάτι τέτοιο ἀπὸ αὐτήν), ἀλλὰ ἀφοῦ δέχτηκε μὲ γενναιότητα τὸ γεγονός, ἀξιώθηκε τὴν γρήγορη παρηγοριὰ καὶ ἐκφράζει μεγαλύτερη εὐγνωμοσύνη, ἀναγνωρίζοντας τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ; Δὲς ὅμως μὲ πόση γενναιοδωρία ἀνταποκρίνεται ἀπὸ μέρους του ὁ Θεός. Διότι, ὄχι μόνο τους χάρισε ἄλλον γιό, ἀλλὰ καὶ προλέγει πὼς αὐτὸς θὰ εἶναι καὶ ἐνάρετος, ἀφοῦ λέει: «Ἐγέννησε γὰρ κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ». Καὶ γιὰ νὰ μάθουμε ἀμέσως τὴν ἀρετὴ τοῦ γεννηθέντος (του Σήθ), πρόσεξε πὼς καὶ αὐτὸς πάλι μὲ τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ, τὸ ὁποῖο γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτόν, ἀποδεικνύει τὴν ἀγαπητικὴ διάθεσή του πρὸς τὸν Θεό. Λέει: «Ὁ Σὴθ ἀπέκτησε γιὸ καὶ τὸν ὀνόμασε Ἐνώς. Εἶχε τὴν ἐλπίδα ὅτι αὐτὸς θὰ προσεύχεται στὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ».
Εἶδες ὀνομασία πιὸ λαμπρὴ καὶ ἀπὸ τὸ διάδημα τοῦ βασιλιᾶ καὶ πιὸ χαριτωμένη καὶ φωτεινὴ ἀπὸ τὴν πορφύρα; Τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι εὐτυχέστερο ἀπὸ αὐτό, τὸ ὁποῖο ὀμορφαίνει μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ μάλιστα τὸ ἔχει ἀντὶ γιὰ ὄνομα; Βλέπεις πὼς ἰσχύει ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγα ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδή, ὅτι καὶ στὶς ἁπλὲς ὀνομασίες ὑπάρχει μεγάλος πλοῦτος νοημάτων; Διότι δὲν ἀποδεικνύεται μόνο ἀπὸ αὐτὸ ἡ εὐσέβεια τῶν γονέων ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη φροντίδα πρὸς τὰ παιδιά τους καὶ πῶς ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δίδασκαν τὰ παιδιά τους μὲ τὴν ὀνομασία, τὴν ὁποία ἔδιναν σ΄ αὐτά, ὥστε νὰ ἐπιδίδονται στὴν ἀρετὴ καὶ ὄχι ὅπως δίνουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἁπλῶς καὶ τυχαίως τὰ ὀνόματα.
Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ θὰ πεῖ κάποιος καὶ τοῦ προπάππου νὰ ὀνομαστεῖ τὸ παιδί. Οἱ ἀρχαῖοι ὅμως δὲν ἔκαναν ἔτσι, ἀλλὰ ἔκαναν κάθε προσπάθεια νὰ δίνουν στὰ παιδιὰ ποὺ γεννιοῦνταν τέτοια ὀνόματα, τὰ ὁποῖα ὠθοῦσαν στὴν ἀρετὴ ὄχι μόνο αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔφεραν ἀλλὰ καὶ ὅλους τους ἄλλους καὶ στὶς μεταγενέστερες γενεὲς γίνονταν ἀντικείμενο ὅλης τῆς φιλοσοφίας. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θὰ τὸ μάθουμε σιγὰ σιγὰ, ὅταν προχωρήσουμε στὴν ὁμιλία.
Ἄς μὴν δίνουμε λοιπὸν οὔτε ἐμεῖς στὰ παιδιά μας τυχαῖα ὀνόματα οὔτε τῶν παππούδων μας καὶ τῶν προπάππων καὶ ἂς μὴν τὰ χαρίζουμε ὀνόματα ποὺ διαφέρουν ἀπὸ τὸ γένος μας. Ἀλλὰ ἂς δίνουμε ὀνόματα ἁγίων ἀνδρῶν, αὐτῶν ποὺ διέπρεψαν στὴν ἀρετή, αὐτῶν ποὺ ἀπέκτησαν πολλὴ παρρησία πρὸς τὸν Θεό. Μᾶλλον δέ, ἂς μὴν ἐνθαρρύνονται μόνο μὲ αὐτὲς τίς ὀνομασίες οὔτε οἱ γονεῖς οὔτε τὰ παιδιά, ποὺ θὰ δεχτοῦν αὐτὰ τὰ ὀνόματα. Οὔτε βέβαια προσφέρει κάποια ὠφέλεια τὸ ὄνομα, ὅταν στερεῖται τὴν ἀρετή, ἀλλὰ πρέπει νὰ στηρίζουμε τίς ἐλπίδες τῆς σωτηρίας μας στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς καὶ οὔτε νὰ καυχιόμαστε γιὰ τὸ ὄνομα οὔτε γιὰ τὴν συγγένεια μὲ ἅγιους ἄνδρες οὔτε γιὰ τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιὰ τὴν παρρησία τῶν δικῶν μας ἔργων. Μᾶλλον δὲ οὔτε γι᾿ αὐτὴν πρέπει νὰ καυχιόμαστε, ἀλλὰ τότε πρέπει νὰ εἴμαστε περισσότερο συγκρατημένοι καὶ μετριόφρονες, ὅταν θὰ μπορέσουμε νὰ συγκεντρώσουμε πολὺ πλοῦτο τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι λοιπὸν θὰ φυλάξουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μὲ ἀσφάλεια τὸν πλοῦτο ποὺ θὰ συγκεντρώσουμε καὶ θὰ ἀποσπάσουμε τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ βέβαια ἔλεγε καὶ ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του: «Ὅταν τὰ κάνετε ὅλα καλά, πρέπει νὰ λέτε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι», συγκρατῶντας μὲ κάθε τρόπο τίς σκέψεις τους καὶ πείθοντάς τους νὰ μετριοφρονοῦν καὶ νὰ μὴν ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ κατορθώματά τους, ἀλλὰ νὰ γνωρίζουν ὅτι ἡ μέγιστη ἀρετὴ καὶ μὲ διαφορὰ ἀπὸ ὅλες εἶναι αὐτὴ μετὰ πάσης βεβαιότητος· τὸ νὰ παραμένει κανεὶς μετριόφρων, ἐνῶ ἔχει ἀποκτήσει πλοῦτον ἀρετῆς.
Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική - Ἀντιγραφή:
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 23-9-2022
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 23-9-2022
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου