Γράφει ὁ Νώντας Σκοπετέας
Ἦταν πολὺ περήφανος γιὰ τὸν μοναχογιό του ὁ κ. Μιχάλης ὁ φαρμακοποιός. Καλὸς στὰ γράμματα ἀπὸ μικρός, φιλομαθής, φιλόδοξος καὶ ὑπάκουος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τὰ λυπήθηκε τὰ τόσα χρήματα ποὺ ξόδεψε γιὰ νὰ τὸν σπουδάσει ἔξω. Βλέπετε, ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἦταν καλύτερα νὰ σπουδάσει κανεὶς στὸ ἐξωτερικό, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν νοιάστηκε. Μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ κάθε μῆνα τοῦ ἔστελνε τὰ χρειαζούμενα. Καὶ δὲν λάθεψε. Ὁ γιός του τέλειωσε τίς σπουδές του στὴ φαρμακευτικὴ καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα μὲ τὸ πτυχίο στὸ χέρι.
Κάθε μέρα ἔστρεφε τὰ μάτια του ἔστω καὶ γιὰ λίγες στιγμὲς στὴν εἰκόνα τοῦ ἀγκαθοστεφανωμένου Χριστοῦ, αὐτὴ ποὺ 30 χρόνια τώρα ἔστεκε πάνω ἀπὸ τὸν πάγκο του, μὰ τώρα τὸ ἔνοιωθε πιότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ αὐτὸ τὸ εὐχαριστῶ.
Μποροῦσε τώρα νὰ ἀποσυρθεῖ ὁ κ. Μιχάλης καὶ νὰ περιμένει καὶ ἄλλες χαρές. Ἴσως καὶ κανένα ἐγγονάκι.
Μποροῦσε τώρα νὰ ἀποσυρθεῖ ὁ κ. Μιχάλης καὶ νὰ περιμένει καὶ ἄλλες χαρές. Ἴσως καὶ κανένα ἐγγονάκι.
Τὸ φαρμακεῖο του, αὐτὸ ποὺ ἔφτιαξε μὲ πολὺ μόχθο καὶ λαχτάρα γιὰ προσφορὰ στοὺς συνανθρώπους του, θὰ τὸ ἀναλάμβανε πλέον ὁ γιός του.
-Μόνο μὴν ξεχάσεις τοῦτο παιδί μου, νὰ νοιάζεσαι τὸν ἄλλον σὰν τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν φτωχὸ πάντα νὰ τὸν διευκολύνεις.
-Μόνο μὴν ξεχάσεις τοῦτο παιδί μου, νὰ νοιάζεσαι τὸν ἄλλον σὰν τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν φτωχὸ πάντα νὰ τὸν διευκολύνεις.
-Ἐντάξει πατέρα μόνο ποὺ θὰ κάνω κάποιες ἀλλαγὲς στὸ φαρμακεῖο. Ἔχω κάποιες ἰδέες νὰ τὸ κάνουμε πιὸ σύγχρονο.
-Ὅ,τι ἐσὺ κρίνεις σωστό, γιέ μου, αὐτὸ νὰ κάνεις. Δικό σου εἶναι τώρα, ἐσὺ ἀποφασίζεις.
Ἔτσι κι ἔγινε.
Ἔτσι κι ἔγινε.
Μιὰ καινούρια φωτεινὴ ἐπιγραφὴ παραγγέλθηκε, καινούρια ράφια, καινούριο γραφεῖο καὶ μιὰ ἀναπαυτικὴ δερμάτινη πολυθρόνα γιὰ τίς διανυκτερεύσεις.
Μιὰ χαρούμενη ἀναστάτωση ἐπικρατοῦσε στὸ φαρμακεῖο.
Μιὰ χαρούμενη ἀναστάτωση ἐπικρατοῦσε στὸ φαρμακεῖο.
Πολύτιμος βοηθὸς τοῦ νέου τῆς ἱστορίας μας, ὁ Ἀνέστῃς. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τὸν εἶχε πάρει ὁ πατέρας του βοηθὸ στὸ φαρμακεῖο. Εἶχε μάθει καλὰ τὴ δουλειὰ καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἄφηνε στὸ πόδι του, ἀλλὰ καὶ πόσο τὸν ξεκούραζε ἔχοντας ἀναλάβει ὅλες τίς ἐξωτερικὲς δουλειές, ἀποθῆκες, ταμεῖα, φάρμακα σὲ ἡλικιωμένους κατ᾿ οἶκον. Πάντα χαμογελαστὸς καὶ πρόθυμος.
-Ἀνέστῃ, μόλις τελειώσεις μὲ τὰ ράφια, θέλω νὰ κάνεις ἀκόμα μιὰ δουλειά.
Αὐτὴν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, σὲ παρακαλῶ, ξεκρέμασέ την καὶ βάλε στὴ θέση της αὐτὸν ἐκεῖ τὸν πίνακα ποὺ ἔφερα ἀπ τὴ Ρώμη.
Σάστισε ὁ βοηθός.
Αὐτὴν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, σὲ παρακαλῶ, ξεκρέμασέ την καὶ βάλε στὴ θέση της αὐτὸν ἐκεῖ τὸν πίνακα ποὺ ἔφερα ἀπ τὴ Ρώμη.
Σάστισε ὁ βοηθός.
-Μά, κύριε Δημήτρη, αὐτὴν τὴν εἰκόνα ὁ πατέρας σας τὴν ἔχει ἐκεῖ 30 χρόνια...
Θὰ στενοχωρηθεῖ.
Θὰ στενοχωρηθεῖ.
-Ὁ πατέρας δὲν ἔχει πρόβλημα.
Ἄλλωστε τὸν ἄκουσες, εἶπε νὰ κάνω ὅ,τι ἐγὼ κρίνω σωστό.
Λοιπόν, αὐτὰ εἶναι ξεπερασμένα, Ἀνέστῃ.
Εἴπαμε, θὰ τὸ κάνουμε σύγχρονο τὸ φαρμακεῖο, αὐτὰ ἦταν γιὰ πρὶν 30 χρόνια, ἀστεῖα θὰ λέμε;
Τώρα ὁ κόσμος ἔχει προχωρήσει.
Καλά, ἐσὺ ποὺ ζεῖς; Δὲν τὸ βλέπεις πῶς ἀλλάξαμε;
Ἄλλωστε τὸν ἄκουσες, εἶπε νὰ κάνω ὅ,τι ἐγὼ κρίνω σωστό.
Λοιπόν, αὐτὰ εἶναι ξεπερασμένα, Ἀνέστῃ.
Εἴπαμε, θὰ τὸ κάνουμε σύγχρονο τὸ φαρμακεῖο, αὐτὰ ἦταν γιὰ πρὶν 30 χρόνια, ἀστεῖα θὰ λέμε;
Τώρα ὁ κόσμος ἔχει προχωρήσει.
Καλά, ἐσὺ ποὺ ζεῖς; Δὲν τὸ βλέπεις πῶς ἀλλάξαμε;
Δὲν εἶπε τίποτα ὁ βοηθός. Ἀνέβηκε στὴ σκάλα καὶ μὲ τρεμάμενα χέρια ἔκανε αὐτὸ ποὺ πρόσταξε τὸ νέο ἀφεντικό.
-Ποὺ νὰ τὴ βάλω, ψέλλισε.
-Βὰλ τὴν ἐκεῖ, στὸ κάτω συρτάρι, ποὺ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε.
Ἔτσι κι ἔγινε.
Ὅλα λοιπὸν ἄλλαξαν, ἔγιναν μοντέρνα.
-Ποὺ νὰ τὴ βάλω, ψέλλισε.
-Βὰλ τὴν ἐκεῖ, στὸ κάτω συρτάρι, ποὺ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦμε.
Ἔτσι κι ἔγινε.
Ὅλα λοιπὸν ἄλλαξαν, ἔγιναν μοντέρνα.
-Λοιπόν, πατέρα, πὼς σοῦ φαίνεται; Ἀγνώριστο δὲν ἔγινε;
-Ναί, γιέ μου, εἶπε εὐτυχισμένος ὁ πατέρας μπαίνοντας στὸ φαρμακεῖο, καὶ θέλησε πάλι νὰ εὐχαριστήσει «Ἐκεῖνον» γιὰ ὅλα, ὅπως πάντα τὸ συνήθιζε.
Μὰ δὲν Τὸν βρῆκε στὴ θέση του...
Ἕνα μελαγχολικὸ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στὸ πρόσωπο του, μὰ μόνο ὁ Ἀνέστῃς τὸ κατάλαβε. Δὲν μίλησε, δὲν εἶπε κουβέντα.
Βρῆκε μιὰ καλὴ πρόφαση κι ἔφυγε πικραμένος γιὰ τὸ σπίτι. Ἐκεῖ τοὐλάχιστον, τὸ εἰκονοστάσι του θὰ τοῦ ἁπάλυνε γιὰ λίγο τὸν πόνο...
Μὰ δὲν Τὸν βρῆκε στὴ θέση του...
Ἕνα μελαγχολικὸ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στὸ πρόσωπο του, μὰ μόνο ὁ Ἀνέστῃς τὸ κατάλαβε. Δὲν μίλησε, δὲν εἶπε κουβέντα.
Βρῆκε μιὰ καλὴ πρόφαση κι ἔφυγε πικραμένος γιὰ τὸ σπίτι. Ἐκεῖ τοὐλάχιστον, τὸ εἰκονοστάσι του θὰ τοῦ ἁπάλυνε γιὰ λίγο τὸν πόνο...
Κύλησε ὁ καιρός. Τὸ φαρμακεῖο δούλευε καλὰ καὶ ἡ πελατεία εἶχε αὐξηθεῖ ἀρκετά.
Μόνο κάτι τὸν στενοχωροῦσε τὸν Δημήτρη. Ὁ πατέρας του σπάνια ἐρχόταν, ὅλο κάποια δικαιολογία ἔβρισκε καὶ δὲν ἐρχόταν.
Μόνο κάτι τὸν στενοχωροῦσε τὸν Δημήτρη. Ὁ πατέρας του σπάνια ἐρχόταν, ὅλο κάποια δικαιολογία ἔβρισκε καὶ δὲν ἐρχόταν.
-Σὲ ζητοῦν οἱ παλιοί σου πελάτες πατέρα, τοῦ ἔλεγε ὁ Δημήτρης, προσπαθῶντας νὰ τὸν κάνει νὰ ἔρχεται.
-Ἔχουν ἐσένα τώρα, ἀπαντοῦσε ὁ κυρ-Μιχάλης μὲ ἐκεῖνο τὸ γνωστὸ πικρὸ χαμόγελο, ποὺ μόνο ὁ Ἀνέστῃς μποροῦσε νὰ καταλάβει τὸ τί τὸ γεννοῦσε.
-Διανυκτέρευση σήμερα Ἀνέστῃ, πήγαινε σπίτι σου, θὰ μείνω ἐγώ, εἶπε ὁ Δημήτρης καὶ κάθισε στὴν ἀναπαυτική του πολυθρόνα, ἀφοῦ πρῶτα κλείδωσε τὴν πόρτα.
Ἔκλεισε γιὰ λίγο τὰ μάτια καὶ προσπάθησε νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὸν φόρτο τῆς ἡμέρας. Ἀποκοιμήθηκε καὶ μόνο ἕνας παρατεταμένος χτύπος τὸν ξύπνησε κάπως ἀπότομα.
Ἔκλεισε γιὰ λίγο τὰ μάτια καὶ προσπάθησε νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὸν φόρτο τῆς ἡμέρας. Ἀποκοιμήθηκε καὶ μόνο ἕνας παρατεταμένος χτύπος τὸν ξύπνησε κάπως ἀπότομα.
Ἦταν ἕνα μικρὸ κορίτσι, δὲν θὰ ᾿ταν πάνω ἀπὸ 12 χρόνων. Ἦταν ἀναστατωμένη, τὰ μάτια της κλαμμένα καὶ μιλοῦσε βιαστικά.
-Γρήγορα κύριε, ἡ μητέρα μου εἶναι ἄρρωστη, πρέπει νὰ τῆς φτιάξετε αὐτὸ τὸ φάρμακο! Νὰ ἡ συνταγή. Μόνο βιαστεῖτε!
-Ἠρέμησε κορίτσι μου, θὰ κάνω ὅσο πιὸ γρήγορα μπορῶ. Νὰ ὁρίστε, ἕτοιμο!
-Ἀφήνω τὰ χρήματα καὶ τρέχω, εἶπε τὸ κορίτσι.
-Τὰ ρέστα σου, μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ πεῖ ὁ Δημήτρης, μὰ τὸ κορίτσι εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Τί ἦταν κι αὐτό, σκέφτηκε κλειδώνοντας τὴν πόρτα. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἦταν ὁ Ἀνέστῃς, ἦταν δύσκολη ἡ συνταγή.
-Ἠρέμησε κορίτσι μου, θὰ κάνω ὅσο πιὸ γρήγορα μπορῶ. Νὰ ὁρίστε, ἕτοιμο!
-Ἀφήνω τὰ χρήματα καὶ τρέχω, εἶπε τὸ κορίτσι.
-Τὰ ρέστα σου, μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ πεῖ ὁ Δημήτρης, μὰ τὸ κορίτσι εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Τί ἦταν κι αὐτό, σκέφτηκε κλειδώνοντας τὴν πόρτα. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἦταν ὁ Ἀνέστῃς, ἦταν δύσκολη ἡ συνταγή.
Στὴ σκέψη αὕτη πάγωσε, καὶ σχεδὸν τρέχοντας πῆγε στὸ ἐργαστήριο.
Ἡ ἀναπνοή του κόπηκε, μόλις συνειδητοποίησε τὸ λάθος του...
Δὲν εἶχε χρησιμοποιήσει τὸ σωστὸ μπουκάλι καὶ εἶχε ρίξει... ἀλίμονο... δηλητήριο στὸ φάρμακο!
Βγῆκε ἔξω φωνάζοντας, ἔτρεξε ἀπεγνωσμένα, μήπως καὶ ἔβρισκε τὸ κοριτσάκι μὰ τίποτα...
Ἡ ἀναπνοή του κόπηκε, μόλις συνειδητοποίησε τὸ λάθος του...
Δὲν εἶχε χρησιμοποιήσει τὸ σωστὸ μπουκάλι καὶ εἶχε ρίξει... ἀλίμονο... δηλητήριο στὸ φάρμακο!
Βγῆκε ἔξω φωνάζοντας, ἔτρεξε ἀπεγνωσμένα, μήπως καὶ ἔβρισκε τὸ κοριτσάκι μὰ τίποτα...
Ἦταν καταδικασμένος. Πᾶνε τὰ ὄνειρα του γιὰ τὴ ζωή, τὸ φαρμακεῖο.
Τώρα, μιὰ ἐφιαλτικὴ σκέψη κυριαρχοῦσε. Φόνος ἐξ ἀμελείας, φυλακή, ἀπόγνωση...
Χριστέ μου, εἶπε κι ἔνιωσε μεγάλη ἔκπληξη σὲ αὐτὴ τὴ φράση. Δὲν θυμόταν ποτὲ νὰ τὴν εἶχε ξαναξεστομίσει.
Τώρα, μιὰ ἐφιαλτικὴ σκέψη κυριαρχοῦσε. Φόνος ἐξ ἀμελείας, φυλακή, ἀπόγνωση...
Χριστέ μου, εἶπε κι ἔνιωσε μεγάλη ἔκπληξη σὲ αὐτὴ τὴ φράση. Δὲν θυμόταν ποτὲ νὰ τὴν εἶχε ξαναξεστομίσει.
Θυμήθηκε τότε τὸ κάτω συρτάρι...
Σὲ λίγο αὐτὸς ὁ σύγχρονος ἐπιστήμων, μὲ τίς φρέσκιες ἰδέες καὶ τὰ μεγαλεπήβολα σχέδια, μιλοῦσε σὲ μιὰ εἰκόνα...
Σὲ λίγο αὐτὸς ὁ σύγχρονος ἐπιστήμων, μὲ τίς φρέσκιες ἰδέες καὶ τὰ μεγαλεπήβολα σχέδια, μιλοῦσε σὲ μιὰ εἰκόνα...
-Χριστέ μου, κάνε ἕνα θαῦμα, σὲ παρακαλῶ, κι ἐγὼ θὰ σὲ πιστέψω. Ἀπόδειξε μου ὅτι ὑπάρχεις, σὲ ἱκετεύω...
Ἔμεινε ἐκεῖ νὰ κοιτᾷ «Ἐκεῖνον» καί, προσμένοντας ἀπάντηση, τρόμαξε ὅταν ἀπότομα ἡ πόρτα ἄνοιξε.
Ἦταν πάλι τὸ κοριτσάκι, πιὸ ἀναστατωμένο ἀπὸ πρὶν καὶ κλαίγοντας ἀσταμάτητα τώρα.
Ἔμεινε ἐκεῖ νὰ κοιτᾷ «Ἐκεῖνον» καί, προσμένοντας ἀπάντηση, τρόμαξε ὅταν ἀπότομα ἡ πόρτα ἄνοιξε.
Ἦταν πάλι τὸ κοριτσάκι, πιὸ ἀναστατωμένο ἀπὸ πρὶν καὶ κλαίγοντας ἀσταμάτητα τώρα.
-Τί, τί συνέβῃ, ρώτησε τρέμοντας ὁ Δημήτρης. Τό... τό... πῆρε ἡ μητέρα σου τὸ φάρμακο;...
-Ὄχι κύριε, δὲν τὸ πῆρε... Ἐκεῖ ποὺ ἔτρεχα νά τῆς τὸ πάω, σκόνταψα χωρὶς νὰ καταλάβω τὸ πῶς κι ἔπεσα. Τὸ μπουκαλάκι μου ἔσπασε καὶ ἄλλα χρήματα δὲν ἔχω... Φτιάξτε μου ἕνα καινούριο καὶ θὰ σᾶς τὰ φέρω αὔριο, σᾶς τὸ ὑπόσχομαι!
-Κορίτσι μου, ἂν ἤξερες τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπες!... Δὲν θέλω χρήματα, περίμενε, στὸ φτιάχνω ἀμέσως, καὶ στρέφοντας τὸ βλέμμα του σ᾿ «Ἐκεῖνον», εἶπε κι αὐτὸς νοερά ---γιὰ πρώτη φορά--- στὴ ζωή του ἕνα εὐχαριστῶ στὴν ἀγαπημένη εἰκόνα τοῦ πατέρα του...
Τὴν ἄλλη μέρα παίρνει τηλέφωνο τὸν πατέρα του καὶ τοῦ λέει:
-Πατέρα, σὲ περιμένω σήμερα, σοῦ ἔχω μιὰ ἔκπληξη, δὲν δέχομαι κουβέντα. Νὰ πᾶρε καὶ τὸν Ἀνέστῃ.
-Πατέρα, σὲ περιμένω σήμερα, σοῦ ἔχω μιὰ ἔκπληξη, δὲν δέχομαι κουβέντα. Νὰ πᾶρε καὶ τὸν Ἀνέστῃ.
-Ναὶ κύριε Μιχάλη, πρέπει νά ᾿ρθεῖτε σήμερα, σᾶς περιμένουμε, ὁπωσδήποτε πρέπει νά ᾿ρθεῖτε, ἐγώ σᾶς παρακαλῶ!
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ πικρὸ χαμόγελο δὲν ξαναζωγραφίστηκε στὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα. Πλέον δὲν περνοῦσε μέρα χωρὶς νὰ περάσει ἀπὸ τὸ φαρμακεῖο.
Καὶ πάντα μπαίνοντας ἔλεγε τὸ μεγάλο του ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ κοιτάζοντας μὲ λαχτάρα πάνω ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο του πάγκο.
Ὁ γιός του εἶχε κάνει τόσες ἀλλαγές- μὰ ἄλλη μιὰ τώρα τελευταία τὸν ἔκανε πιὸ εὐτυχισμένο ἀπὸ ποτέ.
Ὁ γιός του εἶχε κάνει τόσες ἀλλαγές- μὰ ἄλλη μιὰ τώρα τελευταία τὸν ἔκανε πιὸ εὐτυχισμένο ἀπὸ ποτέ.
Ἕνα μικρὸ καντηλάκι φώτιζε πλέον ἀκοίμητο τὸ ἄκρως ταπεινὸ καὶ ἀγκαθοστεφανωμένο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.«Ἐκείνου» ποὺ πάντα ἔχει τὸ φάρμακο γιὰ ὅλες τίς ψυχές...
Νώντας Σκοπετέας
Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Δάκρυ στὸ Ἐγὼ" ἐκδ. πρόμαχος Ὀρθοδοξίας 2018
Διασκευὴ ἀπὸ διήγηση μακαριστοῦ Μητροπολίτη Νικαίας κ. Γεωργίου.
Εἰς μνήμην τῆς μακαριστῆς συγγραφέως Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη στῆς ὁποίας τὴ ραδιοφωνικὴ ἐκπομπὴ ἔγινε πλέον γνωστὸ αὐτὸ τὸ ἀληθινὸ περιστατικό.
___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου