Ἡ χορεία τῶν Νεομαρτύρων λαμπρύνει καὶ αὐτὴ μὲ τὸ δικό της τρόπο τὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Χιλιάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες, γέροντες, νέοι, ἀκόμα καὶ μικρὰ ἔδωσαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἐπισφράγισαν μὲ τὸ αἷμα τους καὶ τὴ ζωή τους.
Ἡ ἁγία Νεομάρτυς Κυράννα εἶναι μιὰ ἀπὸ αὐτούς. Ἔζησε σὲ χρόνους χαλεποὺς γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος μας, στὰ μαῦρα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ὅπου οἱ βάρβαροι ἀσιᾶτες ἀσκοῦσαν ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου στοὺς ὑποδούλους Χριστιανοὺς καὶ ἐφάρμοζαν τόν «νόμο τῆς σπάθας»! Γεννήθηκε στὴν Ἀβυσσάκα τῆς Θεσσαλονίκης, τὴ σημερινὴ Ὄσσα Λαγκαδᾶ. Εἶχε προικιστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ θαυμαστὴ ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ καὶ σπάνιο ψυχικὸ μεγαλεῖο. Διακρίνονταν ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κορίτσια τοῦ χωριοῦ γιὰ τὴ σεμνότητά της καὶ τὴν σωφροσύνη της.
Ὅλοι τὴν ἀγαποῦσαν καὶ τὴ σέβονταν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μισόκαλο διάβολο, ὁ ὁποῖος φθόνησε τὴν ἁγνότητά της. Ἐπειδὴ δὲ μπόρεσε νὰ παρασύρει τὴν ἴδια σὲ αἰσχροὺς λογισμοὺς καὶ ἁμαρτωλὲς ἐπιλογές, ἔγειρε σὲ κάποιο τοπικὸ τοῦρκο διοικητῆ ἀστυνομικοῦ τμήματος καὶ εἰσπράκτορα τῶν φόρων, γενίτσαρο, σφοδρὸ ἐρωτικὸ πάθος γιὰ τὴ σεμνὴ καὶ ὄμορφη Χριστιανὴ νέα. Προσπαθοῦσε μὲ διάφορες κολακεῖες νὰ τὴν κατακτήσει. Τίς ἔταζε χρήματα, κοσμήματα, φορέματα καὶ ἀξιώματα, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Μεταχειρίστηκε κατόπιν ἀπειλὲς γιὰ σκληρὰ καὶ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, ἀκόμα καί τὸ θάνατο, μὰ ἐκείνη ἔμεινε ἀμετάπειστη καὶ ἀπωθοῦσε τὸν ἔκφυλο τοῦρκο.
Ὅσο ἡ Κυράννα ἀρνιόταν τίς ἀνήθικες προτάσεις τοῦ γενίτσαρου, τόσο μεγάλωνε τὸ ἁμαρτωλό του πάθος γιὰ ἐκείνη. Ἀπογοητευμένος ὅμως ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς κόρης, γεννήθηκε μέσα του φοβερὸ μῖσος γιὰ ἐκείνη, τὸ ὁποῖο ἔφτανε ὡς τὴν καταστροφή της. Ἔβαλε ἄλλους γενίτσαρους, τὴν ὁποία συνέλαβαν καὶ τὴν ὁδήγησαν στὴ Θεσσαλονίκη νὰ δικαστεῖ, ὅτι δῆθεν ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή της νὰ τὸν παντρευτεῖ καὶ νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τὴν ἀκολούθησαν καὶ οἱ γονεῖς της μὲ δάκρυα καὶ προσευχὲς γιὰ τὸ ἄδικο πάθος τοῦ παιδιοῦ τους. Οἱ ἀνακριτὲς τὴν μεταχειρίστηκαν κατ᾿ ἀρχὴν μὲ τὴν προσφιλῆ τους τακτική, τῶν κολακειῶν καὶ κατόπιν τίς φοβέρες καὶ τίς ἀπειλές. Ὅμως ἡ Κυράννα ἔμεινε ἡρωικὰ τολμηρὴ καὶ ἀτάραχη μπροστά τους. Ὁμολόγησε μὲ θάρρος πὼς εἶναι Χριστιανή, ὅτι ἔχει ὡς νυμφίο της τὸ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή της. Γιὰ τὴν ἀγάπη Του ἦταν διατεθειμένη νὰ χύσει τὸ αἷμα της καὶ νὰ δώσει τὴ ζωή της. Πὼς οἱ κολακεῖες τους, πολλῷ δὲ μᾶλλον τὰ βασανιστήρια, δὲ θὰ στέκονταν ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό. Μετὰ τὴ θαρραλέα ὁμολογία της σώπασε ἔσκυψε τὸ κεφάλι της καὶ μὲ σεμνότητα ἄρχισε νὰ προσεύχεται νοερὰ στὸν Κύριο, νὰ τὴν ἐνδυναμώσει στὴ μεγάλη δοκιμασία ποὺ πρόσμενε.
Οἱ τοῦρκοι ἀνακριτὲς βλέποντας τὸν ἡρωισμὸ καὶ τὴν ἀμετακίνητη γνώμη της, ἔνοιωσαν ντροπιασμένοι καὶ ἔγιναν θηρία ἀπό τὸ θυμό τους. Τὴν ἔριξαν στὸ πιὸ σκοτεινὸ καὶ ὑγρὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς. Ὁ ἐρωτύλος γενίτσαρος ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν διευθυντὴ τῆς φυλακῆς νὰ μπαίνει ὅτι ὥρα ἤθελε στὸ κελλί της γιὰ νὰ τὴ βασανίζει. Μαζί του ἔμπαιναν καὶ ἄλλοι γενίτσαροι, οἱ ὁποῖοι ξεσποῦσαν ἐπάνω της μὲ ἰδιαίτερη ἀγριότητα. Τὴν ἔδερναν, τὴν κλωτσοῦσαν, τὴν κρεμοῦσαν ἀπὸ τὰ πλούσια μαλλιά της γιὰ ὧρες στὸ ταβάνι τοῦ κελιοῦ, μέχρι λιποθυμίας. Τὸ βράδυ ὁ δεσμοφύλακας τὴν κρεμοῦσε ἀπὸ τίς μασχάλες ὅλη τὴ νύχτα, στὸ χειμωνιάτικο κρύο ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κοιμηθεῖ. Ὅμως ἐκείνη, ὄχι μόνο ὑπέμεινε, μὲ πρωτοφανῆ καρτερία τὸ μαρτύριο, ἀλλὰ φαινόταν νὰ τὸ ἀντιμετωπίζει μὲ χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ!
Ἀλλὰ στὴν ἴδια φυλακὴ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι κρατούμενοι Χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ μαζί τους καὶ κάποιες τουρκάλες, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν τὸ μαρτύριο τῆς Κυράννας καὶ ἤλεγξαν τὸν ἀπάνθρωπο δεσμοφύλακα, ὅτι δὲ φοβᾷται τὸν Θεὸ καὶ βασανίζει μιὰ ἀθώα. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔγινε ἀγριότερος καὶ τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν γιὰ μιὰ ἑβδομάδα.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα ὁ δεσμοφύλακας ἔγινε πιὸ ἐπιθετικὸς καὶ ἄγριος. Ἅρπαξε τὴν Κυράννα, τὴν κρέμασε μὲ ἁλυσίδες καὶ ἄρχισε νὰ τὴ χτυπᾷ ἀλύπητα μὲ μιὰ σανίδα. Οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι ἄρχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ διαμαρτύρονται, μαζί τους καὶ οἱ τουρκάλες κρατούμενες. Ὁ δεσμοφύλακας ἄρχισε νὰ τρέμει ὁλόκληρος καὶ ἔπεσε στὸ ἔδαφος μπρούμυτα νὰ κλαίει γοερά.
Ὅμως τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ ἁγία ξεψύχησε, παραδίδοντας τὴν ψυχή της στὸ Χριστό, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε καὶ Τοῦ χάρισε τὴ ζωή της, ὅπως ἦταν κρεμασμένη, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει κανείς. Σιμὰ τὰ χαράματα ἕνα ἐκτυφλωτικὸ φῶς κατέβηκε ἀπὸ τὴ στέγη τῆς φυλακῆς καὶ ἔλουσε τὸ σῶμα τῆς ἁγίας, φωτίζοντας ὅλη τὴ φυλακή. Οἱ φυλακισμένοι ξύπνησαν ἔντρομοι καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ προσεύχονται! Οἱ τουρκάλες καὶ κάποιοι Ἑβραῖοι κρατούμενοι φώναζαν πὼς «τὸ κρίμα τῆς φτωχῆς Ρωμιᾶς θὰ μᾶς κάψει»! ἔφτασε καὶ ὁ δεσμοφύλακας, ὁ ὁποῖος τρέμοντας κατέβασε τὸ σῶμα της ἀπὸ τὴν κρεμάλα καὶ διαπίστωσε τὸ θάνατό της. Τὸ φῶς ἄρχισε νὰ ἐλαττώνεται καὶ μιὰ ὑπερκόσμια εὐωδία πλημμύρησε τὴ φυλακή. Ὁ φύλακας σκέπασε τὸ τίμιο λείψανο μὲ σεβασμὸ καὶ δόξασε τὸ Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ τέτοια θαυμαστὰ γεγονότα. Προφανῶς μετάνοιωσε καὶ ἔγινε Χριστιανός, πιθανότατα «κρυπτοχριστιανός».
Ὅταν ξημέρωσε διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴ Θεσσαλονίκη ἡ τελείωση τῆς ἁγίας καὶ ἡ ἔκλαμψη τοῦ θαυμαστοῦ φωτός. Οἱ τοῦρκοι ἔνιωσαν ντροπιασμένοι καὶ ἔδωσαν τὴν ἄδεια στοὺς Ρωμιοὺς νὰ παραλάβουν τὸ σῶμα τῆς ἁγίας καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μὲ τίς δικές τους συνήθειες. Τὸ ἔθαψαν ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ἀφοῦ μοίρασαν γιὰ εὐλογία καὶ ἁγιασμό, σὲ τεμάχια, τὰ ματωμένα ἐνδύματά της. Ἦταν 28 Φεβρουαρίου τοῦ 1751. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν ἱερή της μνήμη. Ἰδοὺ λοιπὸν καὶ ὁ ἡρωισμὸς τῶν ἁγίων γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐφάμιλλος τῶν ἁγίων ἀνδρῶν!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου