Ὅταν τόν ρωτοῦσαν γιά μετάνοιες ἔλεγε: «Τί, νά μήν κάνουμε σαράντα μετάνοιες τοὐλάχιστον;». Ἦταν ὁ ἀριθμός πού θεωροῦσε σάν ἐλαχιστότατο καί ἀπαραίτητο γιά ὅλους. Ὁ ἴδιος ἔκανε ὅλες τίς μετάνοιές του στρωτές· σηκωνόταν ἐπάνω καί στεκόταν λίγο προσευχόμενος μέχρι τήν ἑπόμενη. Δηλαδή τίς ἔκανε μέ ἀργό ρυθμό· ἦταν μία ἱεροτελεστία. Τό ὅτι ὅμως ἔσκυβε νά κάνη μετάνοια ἐρχόταν δεύτερο. Τό κυρίαρχο ἦταν ἡ θέρμη στήν προσευχή του, ἡ ἠρεμία του. Ἦταν πλήρως ἀπορροφημένος σ᾿ αὐτό πού ἔκανε. Δέν ἦταν τυπική καί στεγνή ἡ προσευχή του, εἶχε γλύκα καί πολύ φόβο Θεοῦ.
Μερικά χρόνια πρίν ἀπό τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ μπαρμπα–Κωνσταντῆ διαπιστώθηκε ὅτι ἔβλεπε συχνά τόν ἅγιο Νικόλαο.
Ὁ κ. Ἀριστείδης Γιαπουντζῆς, εἰρηνοδίκης, παρέμεινε κάποιο χρονικό διάστημα στό σπίτι καί ἔγινε ἀφορμή νά ἀποκαλυφθῆ ἡ ἔκταση πού εἶχε ἡ ἐπικοινωνία του μέ τόν Ἅγιο. Τό δωμάτιό του ἦταν δίπλα στό δωμάτιο τοῦ παπποῦ˙ τούς χώριζε ἕνας τοῖχος. Ὁ κ. Ἀριστείδης ἔκανε ὑπομονή γι᾿ αὐτό πού συνέβαινε τή νύχτα, ἀλλά ἐπειδή ταλαιπωρήθηκε πολύ καί θορυβήθηκε, παραπονέθηκε στόν γυιό τοῦ μπαρμπα–Κωνσταντῆ ὅτι δέν μποροῦσε νά κοιμηθῆ τά βράδια ἀπό συζητήσεις. «Τό βράδυ» εἶπε, «σηκώνεται ἀπό τόν ὕπνο του ὁ παπποῦς καί ἀκούγεται καθαρά ὅτι μιλᾶ μέ κάποιον· κάποιος τόν ἐπισκέπτεται. Ἐσεῖς γνωρίζετε τί γίνεται; Μήπως στέκεται κάποιος ἔξω ἀπό τό παράθυρο; Μέ ξυπνᾶ καί ἐμένα ἡ συζήτηση», εἶπε, «δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ καί τό πρωΐ εἶμαι χάλια στήν δουλειά μου».
Τότε ὁ γυιός του ζήτησε ἰδιαίτερα ἀπό τόν παπποῦ νά μάθη τί γίνεται, γιατί εἶχε στενοχωρηθῆ, ἐπειδή ἐταλαιπωρεῖτο ὁ φιλοξενούμενος. Στήν ἀρχή ὁ παπποῦς ξαφνιάστηκε, φοβήθηκε ὅτι θά ἀποκαλυφθῆ καί δέν μιλοῦσε· θύμωσε μάλιστα ἐπειδή ἀσχολοῦνταν μαζί του. Στήν μεγάλη ὅμως πίεση πού τοῦ ἀσκήθηκε νά δώση μία ἀπάντηση, ἐκεῖνος μέ παράπονο καί δυσκολία εἶπε: «Τί νά πῶ… Νά, τό βράδυ παρουσιάζεται ὁ ἅγιος Νικόλαος καί μοῦ μιλάει. Τί νά κάνω; Βουβός νά κάθωμαι;». Αὐτό δέν τό γνώριζαν οἱ δικοί του, γιατί τό δωμάτιό τους ἦταν πιό μακρυά, καί ἐάν κάποτε κάτι ἄκουγαν, νόμιζαν ὅτι μουρμούριζε, ἐπειδή προσευχόταν, πρᾶγμα πού συνέβαινε. Ἀλλά ὁ κ. Ἀριστείδης ἐπέμενε· δέν ἦταν μουρμουρητό προσευχῆς.
Κάποια στιγμή ἡ νύφη του τόν ρώτησε: «Πῶς εἶναι ὁ Ἅγιος;». Ὁ παπποῦς φειδωλός μόνον χαμογέλασε καθώς τόν ἔφερε στήν μνήμη του καί εἶπε: «Νά, εἶναι…κοντός, δέν εἶναι ψηλός ἄνδρας». Χαμογέλασε καί σταμάτησε ἐκεῖ τήν συζήτηση.
Στό ἑξῆς, ὅταν συνέβαινε κάτι παράξενο στήν συμπεριφορά του καί ρωτοῦσαν νά μάθουν τόν λόγο, λίγο εὐκολώτερα ἔκανε ἀναφορά σέ ἐμφανίσεις τοῦ Ἁγίου ὁ παπποῦς. Μετά ἀπό τέτοιες συζητήσεις μέ τόν Ἅγιο τίς ἑπόμενες ἡμέρες, καθώς καθόταν μέ τό κεφάλι σκυφτό, ἔκλαιγε. Κάποια ἡμέρα τά δάκρυά του ἔπεφταν στό πάτωμα. Θορυβήθηκαν οἱ δικοί του καί τόν ρώτησε ἐπίμονα ἡ νύφη του ἂν πονᾶ, ἐάν τοῦ ἔχουν κάνει κάτι πού τόν στενοχώρησε, κι ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Δέν πονῶ, δέν μοῦ φταίει κάτι, ἐγώ τά ἔχω ὅλα, δέν κλαίω γιά μένα, γιά σᾶς κλαίω, γι᾿ αὐτά…(καί ἔδειξε τά παιδιά), γιά τήν ἀνθρωπότητα κλαίω, πού δέν θά δεῖ ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἄσπρη μέρα».
Ὁ μπαρμπα–Κωνσταντῆς εἶχε κάνει τήν στρατιωτική του θητεία στόν Βόλο. Ἦταν πολύ καλός πατριώτης. Συχνά ζητοῦσε ἀπό τά ἐγγόνια του νά τοῦ ἀπαγγείλουν ποιήματα ἀπό Ἐθνικές Ἑορτές, κ᾿ ἐκεῖνος ἔκλαιγε. Γιά τήν κατάσταση στήν Κύπρο πολύ στενοχωρήθηκε, προσευχήθηκε καί ἔκλαψε. Λυπόταν τούς Κυπρίους.
Ὁ γυιός του εἶχε σχεδιάσει νά μετακομίσουν στήν Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πρίν κοιμηθῆ ὁ παπποῦς. Ὅταν ὅμως τοῦ τό ἀνακοίνωσαν, ἐκεῖνος ἦταν ἀνένδοτος. Τούς εἶδε νά ἐπιμένουν καί τότε ἀπάντησε: «Νά ὁ δρόμος καί τραβᾶτε». Τρόμαξαν. Ποτέ ἄλλοτε δέν τούς μίλησε ἔτσι. Νά χωρίσουν; Ἀδύνατον. Δέν μποροῦσαν νά φαντασθοῦν νά ζοῦν χωρίς τόν παπποῦ. Γι᾿ αὐτό ἀμέσως ἀπεφάσισαν νά παραμείνουν. Ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά ἀφήση τόν τόπο του γιατί ζοῦσε ἀσκητικά πηγαίνοντας καθημερινά στά χωράφια, ἀλλά οἱ ἄλλοι δέν τό εἶχαν συνειδητοποιήσει.
Ὅταν κάποιος στό σπίτι ἦταν πολύ ἄρρωστος, δέν καθόταν δίπλα του μαζί μέ τούς ἄλλους ἀλλά πήγαινε βιαστικά στό δωμάτιό του γιά προσευχή. Ἔβγαινε πέντε λεπτά, ρωτοῦσε, ἔβλεπε τήν κατάσταση καί δέν χρονοτριβοῦσε, ἔφευγε πάλι βιαστικά γιά προσευχή. Ἦταν ἡ ἰσχυρότερη γέφυρα τοῦ σπιτιοῦ πρός τόν Θεό. Προσευχή ἀμέσως ἔκανε καί γιά τά προβλήματα πού εἶχαν τά παιδιά του ἀλλά καί γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
Ὁ παπποῦς μυστικά εἶχε τήν μέριμνα μιᾶς συγχωριανῆς χήρας ἡ ὁποία δέν εἶχε οἰκονομικούς πόρους. Ἦταν πολύ δίκαιος ἄνθρωπος. Στήν διαθήκη πού ἔκανε, ἔγραψε ὅτι ὅλα τά κτήματά του εἶχαν λιγώτερα μέτρα ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν στήν πραγματικότητα· φοβόταν τό παραπάνω καί δέν ἔγραφε οὔτε τό νόμιμο.
Ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ εἶχαν δώσει εὐλογία δυό βιβλία: Τό «Ἁμαρτωλῶν σωτηρία» καί τό «Θησαυρός Δαμασκηνοῦ». Αὐτά τά φύλαγε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Πάμπολλες φορές τά βράδια ἢ στίς γιορτές διάβαζε ἡ νύφη του (ὁ ἴδιος δέν μποροῦσε ἄνετα) κ᾿ ἄκουγαν ὅλοι. Μερικές φορές ἦταν καί κάποιος φίλος στό σπίτι ἤ κάποια γειτόνισσα καί ἄκουγαν κι αὐτοί.
Ἔκαναν κάθε πρώτη τοῦ μηνός στό σπίτι Ἁγιασμό· μία φορά τόν χρόνο τό Εὐχέλαιο καί δυό φορές τόν χρόνο, τό λιγότερο, ἰδιωτική θεία Λειτουργία στά ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ μέ τήν σειρά· κυρίως ὅμως στοῦ ἁγίου Νικολάου καί στοῦ ἁγίου Δημητρίου. Πολύ τίς χαιρόταν ὁ παπποῦς αὐτές τίς θεῖες Λειτουργίες καί ἔτρεχε πρῶτος, ἐνῶ ἔκαναν πάντα ἀρτοκλασίες στίς ὀνομαστικές τους ἑορτές καί τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Ἦταν ὀγδόντα ἑνός ἐτῶν, ὅταν πῆγε στά κτήματά του γιά τελευταία φορά. Μέ τήν ἄσκηση πού ἔκανε ἐκεῖ ἐπάνω καί μέ τήν μεγάλη ἀπόσταση ἀπό τό χωριό, δέν ἄντεξε ἄλλο καί ὅταν ἔφθασε στήν γειτονιά του ἐπιστρέφοντας τρίκλιζε. Παρεξηγήθηκε ἀπό τούς γείτονές του πού τόν νόμισαν μεθυσμένο. Δέν εἶχε μεθύσει οὔτε τότε οὔτε ἄλλοτε στήν ζωή του. Στό καφενεῖο δέν πῆγε ποτέ. Ἔπινε ἕνα κύπελο κρασί μόνον στό φαγητό πού τό ἔλεγε «διακονιά»[1]. Ὅταν τοῦ πρότειναν νά τοῦ βάλουν ἐπιπλέον δέν τό δεχόταν˙ «ὄχι, φτάνει αὐτό», ἔλεγε. Μικρή ποσότητα ἔπινε καί τήν ἡμέρα πού κοινωνοῦσε μόλις ἐρχόταν στό σπίτι «γιά νά πάη κάτω ἡ θεία Κοινωνία», ὅπως ἔλεγε.
Μετά τό περιστατικό πού προαναφέρθηκε τοῦ ἀπαγόρευσαν νά βγῆ ξανά στά χωράφια. Λυπήθηκε πολύ. Κτυπώντας ἐλαφρά τό στῆθος του, εἶπε: «Ἡ καρδιά πετάει, λαχταράει, θέλει νά πάη παντοῦ, νά τρέξη, ὅμως τά πόδια δέν ἀκοῦνε», καί ἔπιανε τά πόδια του.
Ποτέ δέν εἶπε πονάω. Μόνον κάποια ἡμέρα πού τόν εἶδαν νά τρίβη τά χέρια του ρώτησαν: «Τί ἔχεις; Πονᾶς στά χέρια;» ἀναγκάστηκε νά ἀπαντήση: «Ἔ, ναί, πονᾶνε. Γιατί νά μήν πονᾶνε; Γέρασαν κι αὐτά».
Ὁ Νικόλαος, γαμπρός του στήν μικρότερη κόρη του, εἶχε ἀρρωστήσει βαρειά ἀπό νεφρική ἀνεπάρκεια. Ἦταν πατέρας τεσσάρων μικρῶν παιδιῶν. Οἱ γιατροί δέν τοῦ ἔδωσαν ἐλπίδες ζωῆς. Ἀναγκάσθηκαν νά τό ποῦν στόν παπποῦ. Πικράθηκε γιατί σκεφτόταν τά ὀρφανά. Ἐκεῖνο τό βράδυ προσευχόταν κλαίγοντας καί παρακαλώντας τόν Θεό γιά τόν ἄρρωστο. Τά ξημερώματα ἄκουσε τόν ἅγιο Νικόλαο νά τοῦ λέη: «Φτάνει Κωνσταντῆ, μήν παιδεύεσαι ἄλλο· τετρακόσιες μετάνοιες ἔκανες ἕως τώρα. Σταμάτησε ὅμως γιατί ὁ Νικόλαος δέν θά ζήσει. Ἔτσι πρέπει νά γίνη. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Γέμισε πόνο καί δάκρυα. Τό πρωΐ δέν βγῆκε ἀπό τό δωμάτιό του. Τόν ἀναζήτησαν. Δέν εἶχε διάθεση γιά τίποτε. Ἦταν πολύ στενοχωρημένος καί ἔκλαιγε συνεχῶς. Ρώτησαν τί συνέβη καί ἀπάντησε: «Ὁ Νῖκος θά πεθάνει. Μοῦ τό εἶπε ὁ ἅγιος Νικόλαος». Ὁ καλός Θεός ὅμως δέν ἐπέτρεψε νά τό ζήση, διότι ἐκοιμήθη ἕξι μῆνες πρίν ἀπό τόν γαμπρό του.
Ἐκεῖνο τό διάστημα εἶχαν ἀρχίσει ὅλοι νά κάνουν μαρμάρινους τάφους γιά τούς νεκρούς. Ὁ παπποῦς εἶπε στούς δικούς του: «Ἐμένα δέν μοῦ ἀρέσουν αὐτά. Ὅταν πεθάνω, θά μοῦ κάνετε ἁπλό τάφο μέ κάγκελα καί ὄχι μάρμαρα».
Μακρυά ἀπό τά χωράφια κάθησε περίπου ἕνα χρόνο. Ἔκλεισε τά 82. Λίγο πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος Νικόλαος: «Τώρα πιά, Κωνσταντῆ, ν᾿ ἀρχίσης νά ἑτοιμάζεσαι καί νά μήν ξαναφᾶς ποτέ ἄλλη φορά κρέας». Ὁ παπποῦς ἐνημέρωσε τούς δικούς του γι᾿ αὐτό.
Τήν Μεγάλη Δευτέρα τοῦ 1963 ἔνιωσε μεγάλη καταβολή καί δέν βγῆκε ἀπό τό δωμάτιό του. Τό ἴδιο τήν Μεγάλη Τρίτη. Τήν Μεγάλη Τετάρτη ἀνησύχησαν. «Κάτι ξεκόβεται μέσα μου», εἶπε. Ζήτησε λίγο φαγητό. Ἡ κατάσταση ἴδια. Κάλεσαν τόν γιατρό. Δέν βρῆκε ὀργανικά τίποτε τό παθολογικό. «Γεροντικός μαρασμός», εἶπε. Οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς του ἦταν λίγο μειωμένοι. Ὁ γιατρός προετοίμασε τούς δικούς του λέγοντας ὅτι σέ δυό–τρεῖς μέρες θά τελειώσει. Ἦταν πολύ ἤρεμος καί προσευχόταν. Τήν Μεγάλη Πέμπτη ρώτησαν ἐάν ἤθελε νά βάλουν λίγο λάδι στό φαγητό. Ἀρνήθηκε.
Τήν Μεγάλη Παρασκευή τό πρωΐ ζήτησε νά τοῦ διαβάσουν τήν Παράκληση τῆς Παναγίας. Μετά τό μεσημέρι δέν εἶχε ἐπαφή μέ τό περιβάλλον. Γυρισμένος πρός τόν τοῖχο κάτι ἔβλεπε καί ψιθύριζε. Τήν ὥρα πού ἔψαλλαν τά ἐγκώμια στήν Ἐκκλησία, γύρω στίς 9 μ.μ., ξεψύχησε, τό ἔτος 1963 σέ ἡλικία 83 ἐτῶν. Μόλις τελείωσε ἡ περιποίηση τῆς σωροῦ του, κτύπησε ἡ καμπάνα γιά τήν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου. Σέ λίγο περνοῦσαν τόν Ἐπιτάφιο μπροστά ἀπό τό σπίτι του. Τό Μεγάλο Σάββατο ἔγινε ἡ κηδεία του.
Οἱ δικοί του ἐνημέρωσαν τούς πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου καί τούς παρεκάλεσαν νά τοῦ κάνουν σαρανταλείτουργο, τό ὁποῖο καί ἔγινε.
Αἰωνία ἡ μνήμη του. Ἀμήν.
Ἀπὸ το βιβλίο «Ἀσκητές μέσα στὸν κόσμο A'»
__________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου