Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς) Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος

 
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Οὐδέποτε ὑπῆρξε στὴν Ἐκκλησία ἀπουσία πατερικῶν μορφῶν. Ὅπως σὲ κάθε ἐποχή, καὶ στοὺς σύγχρονους χρόνους ἀναδείχνονται Πατέρες καὶ διδάσκαλοι. Μιὰ τέτοια σύγχρονη πατερικὴ μορφὴ ὑπῆρξε καὶ ὁ Σέρβος νεοφανὴς ἅγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), ἐπίσκοπος Ζίτσης καὶ Ἀχρίδος, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν προσωνυμία «ὁ Σέρβος Χρυσόστομος», λόγῳ τῆς ρητορικῆς του δεινότητας καὶ τῶν ἀγώνων του γιὰ τὴν μόνη σώζουσα ὀρθόδοξη πίστη.
 
Γεννήθηκε στὶς 23 Δεκεμβρίου 1880 στὸ χωριὸ Λέλιτς τῆς Νότιας Σερβίας ἀπὸ φτωχούς, πολύτεκνους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴ Ἱερὰ Μονὴ Τσέλιε. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔδειξε μιὰ ἀσυνήθιστη ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ κλίση γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν προσευχή. Ἀπομονώνονταν συχνὰ καὶ προσεύχονταν μὲ τίς ὧρες. Μετὰ τὴν ἐγκύκλιο μόρφωσή του εἰσήχθῃ στὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὸ Βελιγράδι. Ἐκεῖ ἔδειξε ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια στὶς σπουδές του, ὥστε τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Σερβίας, ἐκτιμῶντας τὴν φιλομάθειά του καὶ τὸ ἦθος του, τὸν ἔστειλε μὲ ὑποτροφία γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν Ἑλβετία, τὴν Γερμανία καὶ τὴν Ἀγγλία. Ἔμαθε ἐπίσης ἄριστα ἑπτὰ γλῶσσες.
 
Παράλληλα μὲ τίς σπουδές του καλλιέργησε καὶ τὴν πνευματική του πρόοδο. Πίστευε ἀκράδαντα στὸ Θεὸ καὶ φλέγονταν ἀπὸ πόθο νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία. Μελετοῦσε μὲ πάθος τοὺς Πατέρες καὶ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία. Τὸ 1908 ὑπέβαλε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βέρνης διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα: «Ἡ πίστη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὡς θεμελιῶδες δόγμα τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀκολούθως σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης καὶ ὑπέβαλε ἄλλη διατριβὴ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Γενεύης σχετικὰ μὲ τὴ φιλοσοφία τοῦ Μπέρκλεϋ.
 
Τὸ 1909 ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, ὅπου ὅμως ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ δυσεντερία καὶ λίγο ἔλειψε νὰ πεθάνει. Ὅταν ἀνάρρωσε πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ γίνει μοναχὸς στὴ Ἱερὰ Μονὴ Ρακόβιτσα καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀργότερα διορίστηκε καθηγητὴς στὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὸ Βελιγράδι καὶ συνάμα ὁρίστηκε ἱεροκήρυκας στὴν σερβικὴ πρωτεύουσα. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ξεσπάσει ὁ Α΄ παγκόσμιος πόλεμος, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐπέδειξε σπουδαῖο φιλανθρωπικὸ ἔργο στὸν δοκιμαζόμενο σερβικὸ λαό. Στὰ 1915 στάλθηκε στὴν Ἀγγλία καὶ στὶς Η.Π.Α. γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τοὺς Σέρβους μετανάστες γιὰ τοὺς πεινασμένους τῆς Σερβίας.
 
Τὸ 1919 ἐξελέγῃ Ἐπίσκοπος Ζίτσης καὶ δύο χρόνια ἀργότερα μετατέθηκε στὴν ἱστορικὴ Ἐπισκοπὴ τῆς Ἀχρίδος. Ἡ ἐπισκοπική του διακονία σημαδεύτηκε ἀπὸ ὑποδειγματικὴ ποιμανατορία. Λειτουργοῦσε μὲ κατάνυξη καὶ κήρυττε μὲ φλογερὸ πάθος. Ἦταν ἰδιαίτερα χαρισματικὸς ρήτορας, ὁ ὁποῖος σαγήνευε τοὺς πολυπληθεῖς ἀκροατὲς τῶν κηρυγμάτων του. Ἐργάστηκε ἄοκνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀφύπνιση τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ γιὰ τὴν ἀνέγερση ναῶν καὶ μοναστηριῶν. Παράλληλα ἄσκησε ἕνα ἀξιοθαύμαστο φιλανθρωπικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο, μὲ τὴν σύσταση ἱδρυμάτων, ὅπως ὀρφανοτροφείων, ὅπου ἔβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες ὀρφανὰ καὶ ἐγκαταλελειμμένα παιδιά. Ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς ἀπὸ τὸ λαό του, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε πνευματικὸ του πατέρα καὶ προστάτη του.
 
Παρ᾿ ὅλο τὸν φόρτο τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας ἀσκοῦνταν καὶ ὁ ἴδιος στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πνευματικὴ πρόοδο, προσευχόταν, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε. Θαύμαζε τὸν ἁγιορείτικο μοναχισμὸ καὶ φρόντιζε νὰ ἔρχεται συχνὰ στὸ Ἅγιο Ὄρος γιὰ πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό. Ἐπισκεπτόταν συνήθως τὴν Ἱερὰ Μονὴ Παντελεήμονος, ὅπου συνδέθηκε μὲ τὸν ὅσιο Σιλουανό (+1938), τοῦ ὁποίου θαύμαζε τὴν ἁγία βιωτή. Ἐκεῖ γνώρισε καὶ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο (+1993).
 
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὑπῆρξε σπουδαῖος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας πληθώρας ἀξιόλογων ἔργων, τὰ ὁποῖα ἐξέδωσε σὲ εἴκοσι τόμους. Τὰ διακρίνει ἡ βαθειά του ὀρθόδοξη θεολογικὴ σκέψη, ἡ ποιητικότητα, ἡ γλαφυρότητα καὶ ἀκρίβεια. Τὸ σημαντικότερο σύγγραμμά του εἶναι ὁ «Πρόλογος τῆς Ἀχρίδος», συνοπτικὰ συναξάρια ἁγίων ὅλων των ἡμερῶν τοῦ ἔτους, μὲ σχόλια καὶ πνευματικὲς νουθεσίες. Συνέθεσε ἐπίσης πολλὰ ποιήματα, ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους καὶ ἀκολουθίες. Ἀκόμα ἄφησε περισσότερες ἀπὸ τριακόσιες ἐπιστολές - ἀπαντήσεις σὲ δύσκολα ποιμαντικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα τοῦ ὑπέβαλλαν οἱ πιστοί. Εἶναι δὲ τέτοια ἡ συγγραφική του καλλιέπεια ὥστε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς εἶχε πεῖ γιὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο πὼς «Ἄς μὲ συγχωρέσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος τὸν ξεπέρασε»!
 
Ἦταν ἀκραιφνὴς ὀρθόδοξος. Βαδίζοντας στὰ βήματα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε τὴ βεβαιότητα καὶ διακήρυττε ὅτι Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μοναδικὴ καὶ ἀληθινὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ πὼς ἔξω ἀπὸ αὐτὴ ὑπάρχει τὸ σχίσμα καὶ ἡ αἵρεση. Μελέτησε ὅσο ὀλίγοι τὸν δυτικὸ χριστιανισμό, τὸν παπισμὸ καὶ τίς πολυάριθμες ὁμάδες τοῦ κατακερματισμένου προτεσταντισμοῦ καὶ πείστηκε ὅτι αὐτὸς βρίσκεται σὲ τρομερὲς πλάνες, οἱ ὁποῖες δὲν ἀφήνουν περιθώρια γιὰ νὰ ἔχει τὴν παραμικρὴ ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση. Τὸ 1930 ἔλαβε μέρος στὴν Πανορθόδοξη Προσυνοδικὴ Διάσκεψη στὴ Μονὴ Βατοπεδίου στὸ Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐξέφρασε μὲ σαφήνεια τὴν προσήλωσή του στὴν Ὀρθοδοξία καὶ διατράνωσε τὴν  ἀντίθεσή του στὰ πρώιμα τότε ἀνοίγματα τῶν ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὸ κοσμικὸ φρόνημα. Τὸ 1937 κατάγγειλε μὲ σφοδρότητα τὴ συμφωνία Γιουγκοσλαβίας καὶ Βατικανοῦ, μὲ τὴν ὁποία θὰ γινόταν ἡ χώρα του πεδίο ἱεραποστολῆς τῶν αἱρετικῶν παπικῶν. Κατόρθωσε νὰ ματαιώσει τὴν ὑπογραφή της, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴν γενοκτονία, ἡ ὁποία ἐπακολούθησε λίγα χρόνια μετὰ τὸ (1941-45), περισσότεροι ἀπὸ 880.000 Σέρβοι ὀρθόδοξοι βρῆκαν τραγικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς παπικοὺς Κροάτες Οὐστάσι, ὅταν ἀρνήθηκαν τὸν βίαιο ἐκλατινισμό τους, μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ παπικοῦ «κλήρου» καὶ κύρια τοῦ  «ἀρχιεπισκόπου» τοῦ Ζάγκρεμπ  Α. Στέπινατς (νῦν παπικοῦ ἁγίου!) καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ Βατικανοῦ!
 
Ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶχε μελετήσει σὲ βάθος καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴ φιλοσοφία καὶ ἱστορία, διαπιστώνοντας τὴν πνευματικὴ γύμνια τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ὀφείλεται στὴν ἀλλοίωση τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ τὸν προτεσταντισμό. Παρατήρησε τὴν ραγδαία καὶ προκλητικὴ ἀποβολὴ τῆς χριστιανικῆς κληρονομιᾶς καὶ τὴν υἱοθέτηση μιᾶς παράδοξης εἰδωλολατρίας, τῆς λατρείας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν ὑλιστικὴ καὶ ἡδονιστικὴ ἀπόλαυσή του. Γι᾿ αὐτὸ ἀποκάλεσε τὴν Εὐρώπη «Λευκὴ Δαιμονία». Πρόβλεψε δὲ πὼς ἡ πανίσχυρη Εὐρώπη σύντομα θὰ γίνει συντρίμμια, λόγῳ αὐτῶν τῶν ἐπιλογῶν της. Διαπίστωσε πὼς «Ὁ Χριστὸς ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, ὅπως ἄλλοτε ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, μετὰ ἀπὸ αἴτημα τῶν κατοίκων της».
 
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσέφερε ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες στὸ δοκιμαζόμενο λαό του. Ὄρθωσε μὲ ἡρωισμὸ τὸ ἀνάστημά του στοὺς βαρβάρους καὶ ἀπάνθρωπους φασίστες καὶ ναζιστὲς κατακτητές. Διαμαρτυρήθηκε μὲ παρρησία ἐναντίον τῶν μαζικῶν ἐκτελέσεων στὸ Κράλιεβο. Κατάγγειλε μὲ σφοδρότητα τὴν ὑποκρισία τῶν δυτικῶν χριστιανικῶν (ὑποτίθεται) κρατῶν, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἀδιαφορία καὶ τὴν δικαιολόγηση τῆς φοβερῆς γενοκτονίας τῶν 880.000 νεκρῶν Σέρβων Ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς φασίστες παπικοὺς Κροάτες Οὐστάσι. Εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ τοὺς ἀνακηρύξει Νεομάρτυρες καὶ θὰ συνθέσει ὑπέροχη Ἀκολουθία πρὸς τιμήν τους.
 
Γιὰ τὴν πατριωτικὴ καὶ ἀντιστασιακή του δράσῃ τὸ 1941 συνελήφθῃ καὶ ὁδηγήθηκε στὶς φυλακὲς Νταχάου, μαζὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ Σέρβο Πατριάρχη Γαβριήλ, γιὰ τρία φρικτὰ χρόνια. Ἀπελευθερώθηκε στὶς 8 Μαΐου 1945 ἀπὸ τοὺς συμμάχους.  Ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν βρῆκε ἡσυχία καὶ ἐλευθερία νὰ ἀσκήσει τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα. Τὸ ἄθεο καὶ ἀπάνθρωπο μαρξιστικὸ καθεστώς, ποὺ ἐγκαθιδρύθηκε στὴν Γιουγκοσλαβία, πρῶτο του μέλημα ἦταν ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικὰ κάθε θρησκευτικῆς πίστεως καὶ ἐκδήλωσης. Ὁ ἅγιος Νικόλαος στοχοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς κομμουνιστές, τὸν ὁποῖο χαρακτήρισαν «ἐχθρὸ τοῦ λαοῦ», αὐτὸν τὸν μεγάλο ἀνθρωπιστή, ὁ ὁποῖος διέσωσε χιλιάδες ἀνθρώπους στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς καὶ ἐπέδειξε πρωτοφανῆ πατριωτικὸ φρόνημα!
 
Ἔτσι ἐξαναγκάστηκε νὰ ξενιτευτεῖ. Τὸ 1946 μετέβῃ στὴν Ἀμερική, ὅπου ἀναδείχθηκε σπουδαῖος ποιμένας, διδάσκαλος, καθηγητής, κήρυκας, ὁμολογητὴς καὶ ὅσιος στὸ Νέο Κόσμο. Ἀπέβῃ ἕνας φλογερὸς ἀπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ἀμερικανικὴ ἤπειρο, σὲ μιὰ ἐποχή, ποὺ ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του ὁ πρώιμος οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος σχετικοποιεῖ τὴν Ὀρθοδοξία μας. Διορίστηκε καθηγητὴς στὴν σερβικὴ Ἱερατικὴ Σχολὴ  τῆς Λίμπερτυβιλ (Ἰλλινόϊς), στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία Ἁγίου Βλαδίμηρου καὶ στὶς Ἱερατικὲς Σχολὲς τῆς Τζόρντανβιλ (Νέας Ὑόρκη) καὶ Ἁγίου Τύχωνος (Πενσυλβανία).
 
Ὄντας καθηγητὴς στὴν Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος, κοιμήθηκε ξαφνικά, ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὴ Θεία Λειτουργία στὶς 5 Μαρτίου 1956. Τὰ λείψανά του μεταφέρθηκαν στὴ Σερβία τὸ 1991 καὶ τοποθετήθηκαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τσέλιε, δίπλα μὲ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς (+1979). Ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του ἔγινε τὸν Μάϊο τοῦ 2003 ἀπὸ τὴ Σερβικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ μνήμη του ὁρίστηκε νὰ ἑορτάζεται στὶς 5 Μαρτίου, τὴν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του.

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου