Νεομάρτυρες ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν ὅλα τὰ μέρη τῆς τουρκοκρατούμενης πατρίδος μας, ὅπως καὶ ὅλες οἱ ὀρθόδοξες ὑπόδουλες χῶρες. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ Πελοπόννησος, ὁ θρυλικὸς Μοριᾶς, ἡ ὁποία ἀνέδειξε μιὰ πλειάδα ἡρωικῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα ἀσυμβίβαστων ἑλληνοπούλων, σὲ μιὰ ἀπὸ τίς πιὸ κτηνώδεις σκλαβιὲς ποὺ γνώρισε ποτὲ ἡ ἀνθρωπότητα, τῶν ἀλλοθρήσκων Ὀθωμανῶν. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ὅσιος Νεομάρτυς Εὐθύμιος ὁ Πελοποννήσιος.
Γεννήθηκε στὴν ξακουστὴ Δημητσάνα στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὴν Αἰκατερίνη Ἠλιοπούλου. Ὁ πατέρας του ἦταν φημισμένος ἀργυροχρυσοχόος. Λόγῳ τῆς δυστοκίας τῆς μητέρας του κατὰ τὴ γέννα του καὶ τὴν ἐπίκληση τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου, ὀνομάστηκε Ἐλευθέριος. Ὁ πατέρας του εἶχε ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση στὸ Ἰάσιο τῆς Παραδουνάβιας Ἡγεμονίας τῆς Μολδαβίας καὶ γιὰ τοῦτο τὴν ἀνατροφή του εἶχε ἡ εὐσεβὴς μητέρα του, ἡ ὁποία φρόντισε νὰ τὸν ἀναθρέψει χριστιανικά. Φρόντισε ἐπίσης νὰ τὸν μορφώσει στὰ περίφημα σχολεῖα τῆς Δημητσάνας. Κατόπιν τὸν ἔστειλε γιὰ τὴ συνέχιση τῶν σπουδῶν του στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ἐκεῖ περίφημη Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία, ὅπου σπούδαζε καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Ἰωάννης.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἰάσιο, γιὰ νὰ ἐργασθεῖ στὶς ἐπιχειρήσεις τοῦ πατέρα του. Ὅμως κάποια στιγμὴ ξύπνησε μέσα του ἡ ἐπιθυμία νὰ γίνει μοναχὸς καὶ γιὰ τοῦτο ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσῳ τῆς Ὀδησσοῦ. Ὅμως λόγῳ τοῦ ρωσσοτουρκικοῦ πολέμου (1787-1792), δὲν κατόρθωσε νὰ φτάσει στὸν προορισμό του. Ἔτσι ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Βουκουρέστι, ὅπου προσλήφθηκε ὡς γραμματέας στὸ γαλλικὸ προξενεῖο καὶ ἀργότερα σὲ κάποιον ἀνώτερο Ρῶσο ἀξιωματοῦχο. Συναναστρεφόμενος μὲ τοὺς διπλωματικοὺς κύκλους, παρασύρθηκε στὴν τριφηλὴ ζωὴ καὶ σὲ ἀσωτίες. Ἀργότερα ἔμπλεξε μὲ κάποιους Τούρκους διπλωμάτες καὶ προσκολλήθηκε σὲ κάποιον πρεσβευτή, ἐπακολουθῶντας τον στὴν πόλη Σούμλα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἀδριανούπολη. Ἐκεῖ, κάποιος ἐξωμότης τὸν ἔπεισε νὰ γίνει μουσουλμᾶνος, γιὰ νὰ ζήσει ἐλεύθερος καὶ νὰ ἀποκτήσει πλούτη καὶ δόξα. Ὁ Ἐλευθέριος δέχτηκε, ἀρνήθηκε τὸ Χριστό, ὑπέστῃ περιτομὴ καὶ μετονομάστηκε Ρεσίτης.
Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ συναισθανθεῖ τὸ μέγιστο σφάλμα του, τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδησή του καὶ ζητοῦσε τρόπο καὶ εὐκαιρία νὰ φύγει, χωρὶς νὰ τὸ κατορθώσει, διότι τὸν περιφρουροῦσαν οἱ μουσουλμᾶνοι φίλοι του. Παράλληλα τοῦ παρεῖχαν ἀνέσεις, γλέντια καὶ ἀσωτίες καὶ τοῦ ὑπόσχονταν λαμπρὴ καριέρα καὶ ἄνετη ζωή, γιὰ νὰ λησμονήσει τὴν πρότερη ζωή του.
Πέρασαν τρεῖς μῆνες, ὥσπου κατόρθωσε νὰ ἀποδράσει ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῶν Τούρκων καὶ προσπάθησε νὰ φτάσει στὴ Μητρόπολη καὶ νὰ μιλήσει στὸν Μητροπολίτη, ἀλλά, γιὰ κάποιο λόγο δὲν τὰ κατέφερε. Γιὰ τοῦτο ἔφυγε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ κάποιον πασᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν πῆρε στὸ σπίτι του, κάνοντάς τον θετὸ γιό του. Ἐνῶ ἔδειχνε ὅτι ζοῦσε ὡς μουσουλμᾶνος στὸ τουρκικὸ σπίτι, ὅταν βρισκόταν μόνος του καὶ ἰδίως τίς νύχτες, ἔκλαιε γοερὰ καὶ παρακαλοῦσε τὴν Παναγία, νὰ τὸν βοηθήσει γιὰ νὰ ἀποδράσει, νὰ ὁμολογήσει τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ καὶ νὰ μαρτυρήσει, ξεπλένοντας ἔτσι, μὲ τὸ αἷμα του, τὸ μεγάλο κρίμα του.
Κάποιο πρωινὸ κατόρθωσε νὰ ἀποδράσει ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πασᾶ καὶ νὰ τρέξει στὸ Πατριαρχεῖο, ὅπου συνάντησε κάποιον συμπατριώτη του πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὸ ἁμάρτημά του καὶ τοῦ ζήτησε χριστιανικὰ ἐνδύματα. Ἐκεῖνος, τον
καλοδέχτηκε, τὸν συμπόνεσε, τοῦ ἔδωσε ψυχωφελεῖς συμβουλὲς καὶ τὸν στήριξε, ὅμως ἀρνήθηκε νὰ τὸν προμηθεύσει ρωμαίικα ροῦχα, προφανῶς ἀπὸ φόβο.
καλοδέχτηκε, τὸν συμπόνεσε, τοῦ ἔδωσε ψυχωφελεῖς συμβουλὲς καὶ τὸν στήριξε, ὅμως ἀρνήθηκε νὰ τὸν προμηθεύσει ρωμαίικα ροῦχα, προφανῶς ἀπὸ φόβο.
Ὁ Ἐλευθέριος γύριζε ἀπὸ συνοικία σὲ συνοικία, προσπαθῶντας νὰ κρυφτεῖ στὸ πλῆθος. Κατέληξε στὸ σπίτι τοῦ Ρώσου πρεσβευτῆ στὸν Γαλατά, τὸν ὁποῖο γνώριζε ἀπὸ τὸ Βουκουρέστι, ἐξηγῶντας του τὴν περιπέτειά του. Οἱ οἰκογένειά τοῦ Ρώσου διπλωμάτη τὸν καλοδέχτηκε, μὲ χαρὰ γιὰ τὴν μεταστροφή του καὶ πάλι στὴν Ὀρθοδοξία, τοῦ ἔδωσαν χριστιανικὴ ἐνδυμασία καὶ τὸν ἔκρυψαν προσωρινὰ στὴν πρεσβεία.
Μετὰ ἀπὸ τέσσερις ἡμέρες ἔφυγε μὲ πλοῖο γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, φτάνοντας στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας, ὅπου βρισκόταν ἀπὸ τὸ 1810 ἐξόριστος ὁ Πατριάρχης ἅγιος Γρηγόριος Ε΄, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὸ μεγάλο ἁμάρτημά του. Ὁ ἅγιος Πατριάρχης, ἀφοῦ τὸν παρηγόρησε τὸν ἀνάθεσε σὲ κάποιον πνευματικὸ γιὰ νὰ τὸν κατηχήσει καὶ νὰ τοῦ διαβάζει ἱλαστήριες εὐχὲς γιὰ σαράντα ἡ μέρες. Κατόπιν, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ Ἅγιο Μύρο, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, γιὰ νὰ βρεῖ ἔμπειρο «ἀλείπτη», γιὰ νὰ τὸν προετοιμάσει γιὰ τὸ μαρτύριο. Στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια λειτουργοῦσε αὐτὸς ὁ θεσμός, γιὰ τὴν πληθώρα τῶν Νεομαρτύρων. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἔμπειρο μοναχὸ Ἀκάκιο, ὁ ὁποῖος ἔγινε «ἀλείπτης» του καὶ τὸν προετοίμαζε γιὰ τὸ ὁμολογητικό του μαρτύριο. Ὁ Ἐλευθέριος ὑπέβαλε τὸν ἑαυτό του σὲ σκληρὸ πνευματικὸ ἀγῶνα, προσευχῆς, νηστείας, ἀγρυπνίας καὶ ποταμῶν δακρύων. Μάλιστα ξύπνησε μέσα του ἡ παλιὰ ἐπιθυμία του νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μοναχισμό. Ἀφοῦ πέρασε τὴ δοκιμαστικὴ περίοδο, ἐκάρῃ μοναχός, λαμβάνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Εὐθύμιος.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ καὶ ἀφοῦ προετοιμάστηκε κατάλληλα πνευματικά, πῆρε τὴν εὐλογία τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὸ μαρτύριο. Πῆγε ἀρχικὰ στὸ Πατριαρχεῖο, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν συμπατριώτη του πνευματικό, στὸν ὁποῖο κοινοποίησε τὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει. Ἐκεῖνος προσπάθησε νὰ τὸν ἀποτρέψει φοβούμενος ὅτι θὰ δειλιάσει ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ θὰ ἀσπασθεῖ καὶ πάλι τὸ Ἰσλάμ. Βλέποντάς τον ὅμως ἀμετάπειστο, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του καὶ τίς νουθεσίες του νὰ φανεῖ ἡρωικὸς σὲ ὅσα θὰ ἀκολουθοῦσαν.
Πῆγε, κατόπιν στὴν συνοικία τοῦ Γαλατά, συνοδευόμενος ἀπὸ κάποιον μοναχὸ Γρηγόριο, ὅπου ἐκκλησιάστηκε καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἦταν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, 19 Μαρτίου τοῦ 1814. Μετὰ τὴ λειτουργία, ἔβγαλε τὰ μοναχικὰ ἐνδύματα, φόρεσε τούρκικα καὶ κρατῶντας στὰ χέρια του τὰ Βάϊα καί τὸν Σταυρό, πῆγε στὸν βεζίρη Ρουσοὺτ Πασᾶ. Παρουσιάστηκε μπροστά του, μὲ περισσὸ θάρρος, ἔβγαλε τὸ φέσι του, τὸ πέταξε καταγῆς καὶ τὸ καταπάτησε καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸ Χριστό, ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Ἡ καταπάτηση τῶν τουρκικῶν ἐνδυμάτων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ σαρικιοῦ (φέσι), ἦταν δηλωτικὸ τῆς ἀπάρνησης τοῦ Ἰσλὰμ καὶ θεωροῦνταν μεγάλη ἀσέβεια ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους. Δήλωσε εὐθαρσῶς ὅτι ἀρνεῖται τὸ Ἰσλάμ, χαρακτηρίζοντάς το ὡς ψεύτικη θρησκεία καὶ ἀναθεμάτισε τὸν Μωάμεθ, ὡς ψευδοπροφήτη καὶ ἀντίχριστο, δείχνοντας τὰ Βάϊα καὶ τὸ Σταυρό.
Ὁ βεζίρης ἀρχικὰ ἐξεπλάγῃ καὶ τὸν ἐξέλαβε γιὰ μεθυσμένο. Ἀφοῦ βεβαιώθηκε περὶ τοῦ ἀντιθέτου καὶ πὼς αὐτὰ ποὺ ἔλεγε τὰ ἐννοοῦσε, διέταξε νὰ τὸν ξυλοκοπήσουν, νὰ τὸν κλείσουν ἁλυσοδεμένο στὴν φυλακὴ καὶ νὰ τοῦ βάλλουν στὰ πόδια του τὸ «τομπρούκ», τὸ φοβερὸ βασανιστικὸ ξύλο. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα τὸν πῆγαν καὶ πάλι στὸν βεζίρη, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε τὴ γνωστὴ μέθοδο τῶν κολακειῶν καὶ τοῦ ταξίματος χρημάτων καὶ ἀξιωμάτων, γιὰ νὰ ἐπανέλθει στὸ Ἰσλάμ. Ἀλλὰ ὁ Μάρτυς παρέμεινε ἀκλόνητος, ὁμολογῶντας τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Ὁ Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος διέταξε καὶ πάλι νὰ τὸν κλείσουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὸν ὑποβάλλουν σὲ πιὸ ἐπώδυνα βασανιστήρια, ἐλπίζοντας ὅτι ἔτσι θὰ ἄλλαζε γνώμη. Τὰ ὑπόμεινε μὲ ἡρωισμὸ καὶ καρτερία, δίχως νὰ βγάλει τὴν παραμικρὴ κραυγὴ πόνου καὶ νὰ διαμαρτυρηθεῖ.
Ὅταν ὁ βεζίρης διαπίστωσε ὅτι ματαιοπονοῦσε νὰ τὸν μεταστρέψει, ἔβγαλε τὴν ἀπόφαση: θάνατος διὰ ἀποκεφαλισμοῦ. Νὰ διευκρινίσουμε πὼς τὸ Κοράνιο καὶ ὁ ἰσλαμικὸς νόμος προβλέπουν θανατικὴ ποινὴ σὲ ὅποιον μουσουλμᾶνο ἀρνεῖται τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία.
Ὁ Εὐθύμιος ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἀπόφαση ἔγινε περιχαρής. Κρατῶντας το Σταυρὸ καὶ τὰ Βάϊα στὰ χέρια του, βάδιζε μὲ προθυμία στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως, σὰν νὰ πήγαινε σὲ πανηγύρι, παρὰ τοὺς ξυλοδαρμοὺς καὶ τίς ὕβρεις ποὺ ὑφίστατο ἀπὸ τοὺς ἀνελέητους δημίους καὶ τὸ ὀργισμένο πλῆθος τῶν φανατισμένων μουσουλμάνων τῆς Πόλης. Φτάνοντας, δὲν ἔδειξε κανένα σημάδι δειλίας ἢ φόβου, ἀντίθετα ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ καὶ οὐράνια ἀγαλλίαση. Ἔκανε μὲ εὐλάβεια τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ κατόπιν γονάτισε, ἔσκυψε τὸ κεφάλι στὸ δήμιο. Ἐκεῖνος μὲ χαιρεκακία τὸν ἀποκεφάλισε. Ἡ ψυχή του πέταξε στὰ οὐράνια, γιὰ νὰ συναντήσει τὸ Χριστό, ξαλαφρωμένη καὶ δικαιωμένη ἀπὸ τὸ κρίμα τῆς ἐξωμοσίας. Ἦταν 22 Μαρτίου τοῦ 1814, Κυριακὴ τῶν Βαΐων.
Ὁ συνοδός του μοναχὸς Γρηγόριος καταβάλλοντας μεγάλους κόπους καὶ δίδοντας πολλὰ χρήματα στοὺς Τούρκους, ἀγόρασε τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Μάρτυρα, τὸ ὁποῖο μετέφερε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔγινε ἡ ταφή του. Τόσο στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, ὅσο καὶ στὸν τόπο τῆς ταφῆς του ἔλαβαν χώρα θαυμαστὰ φαινόμενα καὶ θεραπεῖες ἀσθενῶν, φανερώνοντας ὅτι ἡ θυσία τοῦ Μάρτυρα ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπό τὸν Θεὸ καὶ ἡ ὁμολογία του εἶχε σημαντικὴ παρηγορητικὴ καὶ ἐνισχυτικὴ ἐπίδραση στοὺς ὑπόδουλους καὶ κατατρεγμένους Ρωμηούς.
Οἱ κάτοικοι τῆς γενέτειράς του Δημητσάνας, γιὰ νὰ τὸν τιμήσουν, ἔχτισαν ναὸ στὸ ὄνομά του μαζὶ μὲ αὐτὸν τοῦ ἐθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε΄. Τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, ἡ κάρα του στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Παντελεήμονος καὶ ἕνα μέρος στὴν Σκήτη Τιμίου Προδρόμου.
Ἡ μνήμη του τιμᾷται στὶς 22 Μαρτίου, τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνδόξου μαρτυρίου του καί την 1η Μαΐου, μαζὶ μὲ τοὺς Ὁσιομάρτυρες Ἰγνάτιο τὸ Νέο καὶ Ἀκάκιο.
Τὸ ἀγωνιζόμενο Ἔθνος μας εἶναι (πρέπει νὰ εἶναι) χρεώστης στοὺς ἡρωικοὺς Νεομάρτυρες, τῶν ὁποίων τὸ αἷμα ἔσμιξε μὲ αὐτὸ τῶν Ἐθνομαρτύρων, ποτίζοντας ἀρκοῦντος τὸ δένδρο τῆς ἐλευθερίας. Οἱ μυριάδες Νεομάρτυρες, καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς φρικτῆς δουλείας, μὲ τὴν ὁμολογία τους στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἐμμονὴ τους στὴν Ὀρθοδοξία, τὴ μοναδικὴ σώζουσα πίστη, ὑπῆρξαν τὰ ἰσχυρὰ ἀναχώματα γιὰ τὴ ματαίωση τοῦ ἐξισλαμισμοῦ, τὸν ὁποῖο ἀσκοῦσε ἡ Ὀθωμανικὴ ἐξουσία, γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ Γένους μας. Μὲ τὴν μαρτυρία τους καὶ τὸ μαρτύριό τους διέσωσαν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ταυτόχρονα τὸν Ἑλληνισμό, διότι ἀπώλεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, σήμαινε καὶ ἀπώλεια τῆς ἑλληνικῆς συνείδησης!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου