ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς δουλείας εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι πιστοὶ χρειάστηκε νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, μαρτύρησαν, ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν ἀγάπη Του καὶ ἀντάλλαξαν τὴν ἐπίγεια, πρόσκαιρη καὶ φθαρτὴ ζωὴ μὲ τὴν αἰώνια. Ἕνας ἀπὸ τοὺς καλλινίκους Νεομάρτυρες εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ἀπὸ τὴ Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας.
Γεννήθηκε στὴν φημισμένη καὶ ὄμορφη πόλη Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας στὰ 1777 ἀπὸ εὐσεβὴς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν μεγάλωσαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τοῦ στάλαξαν στὴν τρυφερή του ψυχὴ τὴν πίστη στὸ Χριστό, τὸν σαρκωμένο Θεὸ καὶ Λυτρωτή μας καὶ ἀφοσίωση στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴν μόνη ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Χατζὴ Κανέλλος καὶ εἶχε προσληφθεῖ στὴ δούλεψη ἑνὸς σπουδαίου ἀγᾶ καὶ τσιφλικά τῆς περιοχῆς, ὀνόματι Καρὰ Ὀσουμάνογλου, στὸ χωριὸ Γιαγιὰ Κιόϊ, ὡς γενικὸς ἐπιστάτης στὰ κτήματά του καὶ τὰ κοπάδια του. Ὁ Νικόλαος ζοῦσε μαζί του καὶ τὸν βοηθοῦσε στὴν ὑπηρεσία του. Ἡ θέση του κοντὰ στὸν φημισμένο ἀγᾶ τοῦ ἔδωσε κοινωνικὴ καταξίωση καὶ ἡ ἀφοσίωσή του σ᾿ αὐτὸν ἐκτίμηση ἀπὸ τοὺς τούρκους τῆς περιοχῆς. Ὅλοι τὸν σέβονταν καὶ τὸν ὑπολήπτονταν.
Ὅταν ὁ Νικόλαος ἔγινε εἴκοσι δύο ἐτῶν, γνωρίστηκε μὲ μιὰ σεμνὴ πιστὴ καὶ ἐνάρετη κόρη, μὲ τὴν ὁποία ἀρραβωνιάστηκαν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του. Ὅρισαν καί το γάμο, ὁ ὁποῖος θὰ γινόταν τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ τοῦ ἔτους 1796.
Γιὰ νὰ βγάλει τίς ἄδειες γάμου, ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν ἀγᾶ καὶ τὸν πατέρα του καὶ κατέβηκε στὴν πόλη τῆς Μαγνησίας. Ἀλλά, λόγῳ τῆς δούλεψής του στὸν τοῦρκο ἀγᾶ εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ φορᾷ τουρκικὰ παπούτσια καὶ κόκκινο φέσι, διότι αὐτὸ τὸν διευκόλυνε στὴ ζωή του. Τὰ φοροῦσε βεβαίως μὲ εἰδικὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν ἀγᾶ, διότι ἀπαγορευόταν αὐστηρὰ νὰ τὰ φοροῦν οἱ Ρωμιοί, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ φοροῦν ἄσπρο κάλυμμα στὸ κεφάλι γιὰ νὰ διακρίνονται ἀπὸ τοὺς τούρκους.
Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη τὸν εἶδαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἀνωτάτου ἀξιωματούχου, Μουσελίμη. Τὸν ἀναγνώρισαν βέβαια, διότι ἦταν γνωστός τους, ὡς ἐργάτης τοῦ φημισμένου ἀγᾶ, ἀλλὰ καμώθηκαν πὼς δὲν τὸν ἤξεραν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀφέντη τους, μὲ τὴν αἰτιολογία ὅτι παραβίασε τὸν νόμο περὶ ἐνδυμασίας.
Ὁ μουσελίμης καμώθηκε καὶ αὐτὸς ὅτι δὲν τὸν γνωρίζει, ἐνῶ τὸν ἤξερε καὶ τὸν ρώτησε: «γιατί φορᾷς τούρκικη ἐνδυμασία, ὄντας Ρωμιός; Δὲν γνωρίζεις τὴν ἀπαγόρευση; Δὲν καταλαβαίνεις πὼς αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζεις ὅτι ἡ πίστη μας στὸ Ἰσλὰμ εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἦρθες ἔτσι ντυμένος γιὰ νὰ γίνεις μουσουλμᾶνος καὶ τοῦρκος». Ὁ Νικόλαος κατάλαβε πὼς ὁ πανοῦργος τοῦρκος ἀξιωματοῦχος ἤθελε νὰ τὸν παγιδέψει καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ ἐξισλαμισθεῖ. Ἄλλωστε ἦταν γνωστὲς τοιούτου εἴδους ἐκβιασμοὶ πρὸς τοὺς Ρωμιούς, ἐξαναγκάζοντάς τους νὰ ἐξισλαμίζονται. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση τοὺς περίμεναν βασανισμοὶ καὶ θάνατος. Σταθεὶς μὲ θάρρος μπροστά του τοῦ ἀπάντησε: «Ἄρχοντά μου, ἄδικα μὲ συλλάβατε καὶ μὲ ἀνακρίνετε. Τὰ ροῦχα αὐτὰ τὰ φορῶ μὲ ἄδεια δική σας, ἀφοῦ ὁ πατέρας μου καὶ ἐγὼ εἴμαστε στὴ δούλεψη τοῦ ἀγᾶ».
Ἡ ἀπάντηση καὶ ἡ στάση τοῦ Νικολάου καὶ ἡ θαρραλέα στάση του ἐξόργισαν τὸν μουσελίμη, ὁ ὁποῖος ἔδωσε διαταγὴ στοὺς ὑπηρέτες του νὰ τὸν ξυλοκοπήσουν, ἀλλὰ ἤπια, διότι ἔλπιζε ὅτι θὰ φοβόταν τὰ βασανιστήρια καὶ θὰ δεχόταν νὰ ἐξισλαμισθεῖ. Θέλησε ἔτσι νὰ παραστήσει τὸν πονόψυχο, ὅτι δῆθεν τὸν ἀγαπᾷ καὶ θέλει τὸ καλό του καὶ τὸ συμφέρον του, τὸ ὁποῖο ἦταν ὁ ἐξισλαμισμός. Θέλησε μὲ αὐτὸν τὸν πανοῦργο τρόπο νὰ τὸν προσελκύσει στὴν ἰσλαμικὴ θρησκεία.
Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος κατάλαβε τὴν πανουργία του καὶ δὲν ἐνέδωσε στὰ γλυκόλογα καὶ τὰ ταξίματα τῶν ὑπηρετῶν. Κατάλαβε πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ περιπετειῶν του. Ὅμως μιὰ ἀνεξήγητη χαρὰ καὶ μιὰ ἀγαλλίαση γέμισε τὴν ψυχή του. Δέχτηκε ἀδιαμαρτύρητα τοὺς ραβδισμοὺς καὶ ἔκλεισε τὰ αὐτιά του στὰ κηρύγματα, τίς κολακεῖες καὶ τίς ὑποσχέσεις. Ὁμολογοῦσε ὅτι μένει σταθερὸς καὶ ἀμετακίνητος στὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Μετὰ ἀπὸ αὐτό, κάλεσε ξανὰ ὁ μουσελίμης τὸν Νικόλαο καὶ μὲ ἤρεμο καὶ γλυκὸ τρόπο τὸν παρακινοῦσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει, νὰ ἀσπασθεῖ τὸ Ἰσλάμ, ἂν ἤθελε νὰ ἀποφύγει τὰ βασανιστήρια καὶ νὰ ἀπολαύσει τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμεινε ἑδραῖος στὴν πίστη του, ἀπαντῶντας του: «Κατάλαβέ το, ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου, οὔτε μὲ ραβδισμοὺς καὶ ἄλλα βασανιστήρια, οὔτε καὶ μὲ αὐτὸν τὸν θάνατο».
Ὁ μουσελίμης ἀγρίεψε, ἔγινε σωστὸ θηρίο ἀπό τὸ θυμό του. Πρόσταξε νὰ τὸν ξυλοκοπήσουν δυνατότερα, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ τοὺς πόνους θὰ δειλιάσει καὶ θὰ ἀλλάξει γνώμη. Ταυτόχρονα ἔβαλε ἐπιστράτευσε καὶ ἄλλους μουσουλμάνους νὰ τοῦ μιλοῦν γιὰ τὰ προνόμια, τὴν ἄνετη ζωή, τὰ πλούτη, τίς ἡδονὲς καὶ τὰ ἀξιώματα, ποὺ τὸν περίμεναν ἂν γινόταν μουσουλμᾶνος. Ὁ Νικόλαος καὶ πάλι ἔμεινε ἀδιάφορος. Καθόλου δὲν τὸν δελέαζαν τὰ ταξίματα καὶ οἱ κολακεῖες τῶν μουσουλμάνων. Καθόλου δὲν πτοήθηκε ἀπὸ τὸ ἐπώδυνο ξυλοκόπημα. Δὲν λυπήθηκε τὰ νιᾶτα του, τοὺς γονεῖς του, τὴν μνηστή του. Ὅλα τὰ καταφρόνησε γιὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει μὲ ὅλη τὴ δύναμή του: «Βλέπω μπροστά μου τὸ θάνατό μου, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μὲ κάνει νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου, μὲ κανένα τρόπο»!
Ὁ μουσελίμης διέταξε νὰ τὸν δείρουν καὶ πάλι μὲ μεγαλύτερη ἀγριότητα. Καὶ μεταχειρίστηκε σκληρότερους τρόπους νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος δὲν δείλιασε στὰ σκληρὰ βασανιστήρια καὶ ἄκουγε ἀδιάφορα τίς ἀπειλὲς καὶ τὰ ταξίματα. Φώναζε διαρκῶς: «Τὸ νὰ ἀρνηθῶ τὸ Χριστό μου εἶναι πρᾶγμα ἀδύνατο»!
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ κατάλαβε ὁ τοῦρκος ἀξιωματοῦχος ὅτι ἦταν μάταιο νὰ ἀσχολεῖται μαζί του. Διέταξε νὰ τὸν χτυπήσουν ἀλύπητα σὲ ὅλο του σῶμα. Τὸν κτύπησαν στὴν κοιλιὰ καὶ τὸν πέταξαν ἀναίσθητο, μισοπεθαμένο στὴ φυλακή. Ἐκεῖ, ὅταν συνῆλθε, ἄρχισε νὰ δοξολογεῖ καὶ νὰ εὐχαριστεῖ τὸ Χριστό, ὁ Ὁποῖος τὸν ἀξίωσε νὰ πάθει γιὰ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὸ ὄνομά Του. Τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε στὴ σκοτεινὴ καὶ ὑγρὴ φυλακή, δοξολογῶντας τὸν Θεὸ καὶ προσευχόμενος. Τὴν τρίτη ἡμέρα παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Χριστὸ καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἦταν 24 Ἀπριλίου τοῦ 1796. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁρίστηκε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου