ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ ρωσικὴ Ὀρθοδοξία ἐμπλούτισε τὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ μυριάδες ἁγίους. Τὴν πρωτοπορία ἔχουν οἱ ἅγιοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἀναδείχτηκαν, σὲ ἁγιότητα καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἐφάμιλλοι τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως, ἕνας ἀκούραστος καὶ ζηλωτὴς ποιμένας.
Γεννήθηκε τὸ 1807 στὴν ρωσικὴ κωμόπολη Ποκρὸφσκ στὴν ἐπαρχία Βολογκντά. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν σὲ εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς παλιᾶς ἀριστοκρατίας. Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Δημήτριος. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ἐνστάλαξαν στὴν ψυχή του τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πίστη στὸ Θεό, ὥστε ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἄρχισε νὰ δείχνει σημάδια ὑπέρμετρης ἀγάπης γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Σύχναζε στὸ ναὸ τῆς πόλεως καὶ συχνὰ ἀποσύρονταν σὲ γειτονικὰ δάση, ὅπου προσευχόταν μὲ θέρμη στὸ Θεὸ καὶ διάβαζε, ἐκεῖ στὴν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς, βίους ἁγίων. Δὲν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι γεννήθηκε σὲ ἕναν εὐλογημένο τόπο, γεμᾶτο σκῆτες καὶ ἐρημητήρια ἁγίων ἀναχωρητῶν. Μάλιστα ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἀποκαλοῦνταν ὡς ἡ «Θηβαΐδα τῆς Ρωσίας». Αὐτὸ τὸ πνευματικὸ κλίμα καὶ τὸ περιβάλλον ἐπέδρασε τὰ μέγιστα στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Δημητρίου.
Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν πατρίδα του καὶ στὴ συνέχεια οἱ εὔποροι γονεῖς του τὸν ἔστειλαν στὴν Ἁγία Πετρούπολη, νὰ σπουδάσει στὴν περίφημη Στρατιωτικὴ Σχολὴ Μηχανικοῦ. Ἐκεῖ ὁ Δημήτριος ἔδειξε ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια, ὥστε οἱ μαθησιακές του ἐπιδόσεις ἔγιναν γνωστὲς ἀπὸ τὸν μελλοντικὸ τσάρο Νικόλαο Α΄, ὁ ὁποῖος τὸν πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του, προορίζοντάς τον γιὰ λαμπρὴ στρατιωτικὴ καριέρα.
Σύντομα ὁ Δημήτριος ἄρχισε νὰ χάνει τὸν ἐνθουσιασμό του γιὰ τὸ στρατιωτικὸ ἐπάγγελμα. Παρὰ τίς λαμπρὲς ἐπιδόσεις του στὴ Στρατιωτικὴ Σχολή, γεννήθηκε στὴν ψυχή του ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ ἄρχισε νὰ ἔχει κρυφὲς ἐπαφὲς μὲ τοὺς πατέρες καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς φημισμένης Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νιέφσκι. Ἐκεῖνοι συμμερίστηκαν τίς ἀνησυχίες του καὶ τὸν ἐνθάρρυναν νὰ ἀναζητεῖ τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς του.
Τὸ 1826 μιὰ σοβαρὴ ἀσθένεια στάθηκε ἀφορμὴ νὰ ἀλλάξει πορεία στὴ ζωή του. Ὄντας εἴκοσι ἐτῶν, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴ σχολή, παρ᾿ ὅλες τίς ἀντιρρήσεις τῶν ἀξιωματικῶν καὶ τῶν καθηγητῶν του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Σβίρ, κοντὰ στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ ἰσχυρὸ πνευματικὸ δεσμὸ μὲ τὸν φημισμένο Στάρετς (Γέροντα) Λεωνίδα τῆς Όπτινα, ὁ ὁποῖος ἔτυχε τὴν περίοδο ἐκείνη νὰ βρίσκεται στὴ Μονὴ αὐτή. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, ὅπου γνώρισε ἕναν ἄλλο σημαντικὸ Στάρετς, τὸν Θεοφάνη. Ἔμεινε κοντά του τέσσερα χρόνια ὡς ὑποτακτικὸς καὶ μαθητευόμενος. Κατόπιν γύρισε ξανὰ στὴ Μονὴ τῆς Όπτινα, στὸ Γέροντα Λεωνίδα.
Στὰ 1831 ἐκάρῃ μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Ἰγνάτιος. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερος. Ὕστερα διορίστηκε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Λοπώφ, στὴν ἐπισκοπικὴ περιφέρεια Βολογκντά, στὴν πατρίδα του. Ἡ Μονὴ αὐτὴ βρισκόταν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο σὲ ἐγκατάλειψη καὶ ἐρήμωση. Ὅμως ὁ δραστήριος Ἰγνάτιος, παρὰ τὰ προβλήματα ὑγείας ποὺ ἀντιμετώπιζε καὶ τὴν ἀσθενική του κράση, ἐπέδειξε ἰδιαίτερες ἱκανότητες, ὥστε σὲ σύντομο χρόνο ἀνάδειξε τὴ Μονὴ σὲ σημαντικὸ πνευματικὸ κέντρο τῆς περιοχῆς. Ἀνακαίνισε τὰ παλαιὰ κτίρια, ἔκτισε νέα καὶ προσέλκυσε πολλοὺς μοναχούς.
Ὅμως ἡ ὑγεία του ἐπιδεινώνονταν σταδιακά. Μετὰ ἀπὸ νέα σκληρὴ καὶ ἐπώδυνη ἀρρώστια ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ σὲ ἄλλη Μονὴ κοντὰ στὴ Μόσχα. Ὁ τσάρος Νικόλαος πληροφορήθηκε τὴν ἄφιξή του, θυμήθηκε ὅτι ἦταν ὁ προστατευόμενος του στὴ Στρατιωτικὴ Σχολὴ καὶ θέλησε νὰ τὸν ἀξιοποιήσει. Τὸν ὅρισε ἡγούμενο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Σεργίου, πλησίον τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Καὶ ἐδῶ ὁ Ἰγνάτιος ἐπέδειξε τίς ἰδιαίτερες ἱκανότητές του καὶ τὸν ἔνθερμο ζῆλο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Σὲ λίγο χρόνο ἀνέδειξε καὶ τὴ νέα Μονὴ πνευματικὸ φάρο τῆς περιοχῆς. Ἀνακαίνισε τὰ παλαιὰ κτίρια, ἀποκατέστησε τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ καὶ τάξη καὶ ἐπανέφερε τὸ λειτουργικὸ τυπικό, τὸ ὁποῖο εἶχε παρεκκλίνει. Ἐπίσης ἡ πνευματική του δράσῃ προσέλκυσε πλῆθος μοναχῶν, ἐπανδρώνοντας τὴ Μονή. Ὁ ἴδιος λειτουργοῦσε, ἐξομολογοῦσε καὶ κήρυττε ἀδιάκοπα στοὺς πολυπληθεῖς προσκυνητές. Τόνιζε μὲ ἔμφαση τὴν ἀξία τῆς συνεχοῦς νήψεως, δηλαδὴ τῆς πνευματικῆς ἐπαγρύπνησης καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἤτοι: τῆς μονολόγιστης εὐχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν μέ τον ἁμαρτωλό».
Ὁ ἴδιος προόδευε πνευματικά, μὲ τὴν συνεχῆ προσευχή, τὴ νηστεία, τίς ἀγρυπνίες, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Μάλιστα τὰ σημάδια ἁγιότητας ἄρχισαν νὰ εἶναι ἐμφανῆ σὲ αὐτόν. Ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Μὲ τίς προσευχές του ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύματα. Ἡ φήμη του διαδόθηκε στὴν εὐρύτερη περιοχή. Ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος τὸν διόρισε γενικὸ ἐπόπτη ὅλων τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ἁγίας Πετρούπολης, γεγονὸς ποὺ τὸν ἔκαμε περισσότερο γνωστό. Περισσότερο ἀγαπήθηκε ἀπὸ τοὺς νέους, οἱ ὁποῖοι ἔτρεχαν κατὰ χιλιάδες κοντά του νὰ πάρουν τίς εὐλογίες του καὶ τίς πολύτιμες πνευματικές του νουθεσίες. Ἀλλὰ δὲν ἔλειψαν καὶ οἱ ἐχθροί του. Ἄνθρωποι κακεντρεχεῖς τὸν μίσησαν καὶ τὸν πολέμησαν μὲ πάθος.
Τὸ 1847, ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπιδεινώθηκε περισσότερο. Ἡ σωματική του ἐξάντληση τὸν ἀνάγκασαν νὰ παραιτηθεῖ προσωρινὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ καθήκοντά του καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Νικολάου Μπαμπάγεβο, γιὰ ἀνάπαυση. Ἐκεῖ ἀνάπαυσε μὲν τὸ σῶμα του, ὄχι ὅμως καὶ τὸ πνεῦμα του. Στὸ ἥσυχο καὶ γαλήνιο ἐκεῖνο μέρος βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιδοθεῖ στὸ συγγραφικό του ἔργο. Ἔγραψε πολυάριθμες ἐπιστολὲς καὶ πνευματικὲς πραγματεῖες, ἀφιερωμένες στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἰδίως στὴν νοερὰ προσευχή. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀνάλαβε πάλι τὰ καθήκοντά του στὴ Μονὴ Ἁγίου Σεργίου.
Τὸ 1857 ἡ Ἐκκλησία τὸν κάλεσε νὰ τὴν ὑπηρετήσει ὡς Ἐπίσκοπος. Ἐπιλέχτηκε καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως στὴν περιοχὴ τοῦ Καυκάσου στὸν Εὔξεινο Πόντο. Ὁ Ἰγνάτιος, παρ᾿ ὅλα τὰ προβλήματά του, συνέχισε νὰ δείχνει τὸν ἀστείρευτο ζῆλο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἀνάλωσε κυριολεκτικὰ τίς δυνάμεις του, περιοδεύοντας τὴν ἀχανῆ ἐπισκοπική του περιφέρεια, διδάσκοντας, νουθετῶντας καὶ λύνοντας τὰ χρονίζοντα προβλήματα τῶν ἐνοριῶν. Ἔδωσε μεγάλη σημασία στὴν χριστιανικὴ ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν, ἔχοντας τὴν πεποίθηση ὅτι οἱ χριστιανοὶ νέοι εἶναι τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπισκοπική του διακονία δὲν ἔμελλε νὰ εἶναι μακροχρόνια. Τέσσερα χρόνια μετὰ μιὰ νέα ἀρρώστια τὸν κατέβαλε καὶ τὸν καταρράκωσε σωματικά, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ ἐπισκοπικά του καθήκοντα. Γι᾿ αὐτὸ ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὴ Σύνοδο νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Νικολάου Μπαμπάγεβο. Ἔμεινε ἐκεῖ ἕξι χρόνια, ὡς ἁπλὸς μοναχός, ἐφησυχάζων, προσευχόμενος καὶ συγγράφοντας πνευματικὰ συγγράμματα. Στὶς 30 Ἀπριλίου 1867, σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν κοιμήθηκε εἰρηνικά. Τὰ πνευματικά του τέκνα τὸν εἶδαν λουσμένο σὲ ἕνα ἐκτυφλωτικὸ φῶς, δεῖγμα τῆς ἁγιότητάς του. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο καὶ ὅρισε νὰ τιμᾷται ἡ μνήμη του στὶς 30 Ἀπριλίου, τὴν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
την εὐχή του να ἐχουμε
ΑπάντησηΔιαγραφή