ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἀποτελεῖ τὴν τελειότατη ἔκφραση τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸ πλανεμένο πλάσμα Του. Φανερώνει περίτρανα τὴν προαιώνια βουλὴ Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως στὴ δημιουργία Του.
Ἡ εἴσοδος τοῦ ἄναρχου καὶ ἄκτιστου Θεοῦ στὸν κτιστὸ χρόνο καὶ χῶρο εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τῆς ἱστορίας καὶ συνάμα τὸ ἔσχατο «σκάνδαλο» τῶν ἀπίστων, οἱ ὁποῖοι δὲ μποροῦν νὰ διανοηθοῦν ἀνθρωποποίηση τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο δὲ μποροῦν νὰ διανοηθοῦν κανένα σωτῆρα καὶ λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, διότι δὲ δέχονται καμιὰ ἔκπτωση ἀπὸ καμιὰ αὐθεντικότητα. Θεωροῦν τὴν καταφανῆ ἀνθρώπινη κακοδαιμονία ὡς «φυσικὴ» καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπορρίπτουν τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο ὡς σωτῆρα τοῦ κόσμου. Σὲ αὐτὴ τὴ συλλογιστικὴ ἑστιάζεται τὸ διαχρονικὸ δρᾶμα τοῦ πεσόντος στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπου.
Ἡ ἱστορία ὅμως εἶναι ὁ ἀψευδὴς μάρτυρας καὶ ὁ διαπρύσιος κήρυκας τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ κόσμου. Φτάνει νὰ ἔχει κάποιος ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κάθε κοντόφθαλμη συλλογιστική, ἀπὸ κάθε ὑποκειμενικὴ θεώρηση καὶ ἀπὸ τὰ προσωπικά του πάθη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀτενίσῃ τὴ μεγάλη ἀλλαγὴ ποὺ ἔφερε ὁ σαρκωμένος Θεὸς στὸν κόσμο. Νὰ γευθῇ τὸ μέγεθος τῆς Θείας Φιλανθρωπίας.
Ἀνοίγοντας τὰ ἱστορικὰ κείμενα ἀπὸ τὸ ἀπώτερο παρελθὸν ὡς τὰ σήμερα, τὶς κοινωνιολογικὲς μελέτες, τὶς ἀνθρωπολογικὲς συγγραφές, καὶ ὅλα τὰ συναφῆ συγγράμματα, εἶναι εὔκολο νὰ διακρίνῃ κάποιος μιὰ ἱστορικὴ πορεία ἀνάξια γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πρόσωπα. Εἶναι εὔκολο νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία εἶναι ἕνα συνεχὲς ἐκτυλισσόμενο δρᾶμα, μιὰ ἀτελεύτητη τραγωδία. Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ πρωτογόνου ἀνθρώπου, βλέπουμε τὸν καθημερινὸ φρικτό του ἀγῶνα γιὰ ἐπιβίωση μέσα σὲ ἕνα ἄκρως ἀφιλόξενο περιβάλλον.
Ἡ προφητικὴ ρήση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀδὰμ μετὰ τὴν πτώση του: «ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου. Ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. Ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σὲ εἰς τὴν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3,17-19) ἐπαληθεύτηκε ἐπακριβῶς. Μαζὶ μὲ τὴν ἀγωνία τῆς ἐπιβιώσεως ἀναπτύχθηκε στὸν ἄνθρωπο καὶ ὁ ἀνταγωνισμὸς καὶ ἔχθρα γιὰ τὸν συνάνθρωπό του.
Ἐξ᾿ ἀρχῆς ἡ ὑπέροχη γυναῖκα τοῦ Ἀδὰμ ἡ Εὔα μεταβλήθηκε σὲ ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης. Ἀπὸ «σάρκα μία» (Γέν. 2,24) τὰ δύο θεοδημιούργητα ἀνθρώπινα πρόσωπα διασπάστηκαν σὲ δύο ἀντιτιθέμενα ἄτομα. Ὁ Θεὸς ἐπισήμανε στὴν προμήτορα πὼς στὸ ἑξῆς «πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει» (Γέν. 3,16). Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος δὲν λογιζόταν πιὰ ἀδελφός, παρὰ ἀντίζηλος, ὁ ὁποῖος ἀπειλοῦσε τὴν τροφή του, τὴν ἐξουσία του, τὴ γυναῖκα του, τὸν ζωτικό του χῶρο, καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ αὐτὸν ἦταν νὰ τὸν πολεμήσῃ καὶ νὰ τὸν καταστρέψῃ. Ἔτσι γεννήθηκαν οἱ ἔχθρες, οἱ διαμάχες, οἱ πόλεμοι, ὡς ἡ πιὸ μαύρη σελίδα στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Δὲν ἀναφέρεται οὐδεμία περίοδος τῆς ἱστορίας νὰ κυριαρχῇ στὸν κόσμο ἀπόλυτη εἰρήνη. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι βρῆκαν τραγικὸ θάνατο στὰ ἀτέλειωτα πεδία τῶν μαχῶν γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ «ζωτικοῦ του χώρου».
Ἐνωρὶς ὁ ἰσχυρὸς ἄνθρωπος ἔβαλε στὴ δούλεψή του ἀδυνάτους. Πρόκειται γιὰ τὴ δουλεία τῆς προχριστιανικῆς ἀρχαιότητας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ διαχρονικὸ ὄνειδος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Γνωρίζουμε καλὰ τὸ μέγα πλῆθος τῶν δούλων στὸν ἀρχαῖο κόσμο. Στοὺς προγόνους μας ἀντιστοιχοῦσε ἕνας «κύριος» πρὸς δέκα δούλους. Ὑπῆρχαν «κύριοι» ποὺ εἶχαν στὴ δούλεψή τους ἑκατοντάδες ἢ καὶ χιλιάδες δούλους. Οἱ ἄμοιροι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ὄχι μόνο δὲν εἶχαν δικαιώματα, ἀλλὰ θεωροῦνταν χειρότεροι ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ ἐξισώνονταν μὲ τὰ πράγματα. Στοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους ἔφτασαν στὸ σημεῖο οἱ «κύριοι» τῶν δούλων νὰ διασκεδάζουν τὴν ἀνία τους μὲ τὸν πιὸ τραγικὸ θάνατο αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων στὰ ἀμφιθέατρα!
Στὸν πνευματικὸ τομέα ἡ κατάσταση ἦταν τὸ ἴδιο τραγική. Ἡ διαπροσωπικὴ σχέση τῶν πρωτοπλάστων μὲ τὸ Θεὸ χάθηκε διὰ παντός. Τὴ θέση τοῦ ἀληθινοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ πῆραν τὰ ἀνόητα καὶ αἰσχρὰ εἴδωλα. Τὴν ἁγνὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀντικατέστησε ἡ δεισιδαιμονία, οἱ δαιμονολατρία καὶ οἱ φρικτὲς ἀνθρωποθυσίες. Ἡ πίστη στὸ Θεὸ κατάντησε φόβος καὶ τρόμος σὲ δαιμονικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες πῆραν τὴ θέση τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχὴ τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου. Οἱ ἐλάχιστες φωνὲς διαμαρτυρίας στὴν ἀπίστευτη πνευματικὴ καὶ θρησκευτικὴ κατάπτωση πνίγονταν στὸν ὠκεανὸ τοῦ πνευματικοῦ σκοταδιοῦ.
Ἀλλὰ καὶ ὅσες ἰδέες κατόρθωσαν νὰ ἐπιβιώσουν καὶ νὰ παρουσιάζονται ὡς τὰ σήμερα ὡς «φιλοσοφία» δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐπιμιξία ἀλήθειας καὶ ψεύδους καὶ οὐδεμία οὐσιαστικὴ ἀρωγὴ προσέφερε στὸν βαριὰ τραυματισμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προχριστιανικὸ ἄνθρωπο. Οὐδεμία ἀκτῖνα φωτὸς προσέφερε στὴ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὥστε «οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεὸν» (Α' Κορ. 1,21).
Αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν κάποιοι «προχριστιανικὸ πολιτισμικὸ θαῦμα» καὶ ποὺ ἀφήνει «ἔκθαμβους» τοὺς διάφορους «ἀρχαιολάτρες», τοὺς ὁποίους γέννησε ὁ ἄθεος εὐρωπαϊκὸς «διαφωτισμός», εἶναι στὴν οὐσία προϊὸν ἄμετρης ματαιοδοξίας τῶν ἰσχυρῶν τοῦ παρελθόντος, ὁ ὁποῖος δὲν ἔλυσε τὰ μεγάλα προβλήματα τῶν ἀρχαίων καὶ ἐλάχιστα καλυτέρευσε τὴ ζωή τους. Ἔστω γιὰ παράδειγμα οἱ ἀτέλειωτες στρατιὲς τῶν δούλων. Αὐτοὶ οἱ χειρώνακτες ὑπῆρξαν στὴν οὐσία οἱ κτήτορες τῶν λαμπρῶν μνημείων, τὰ ὁποῖα θαυμάζουμε σήμερα, χωρὶς νὰ ἀναλογιζόμαστε τὶς θυσίες, τοὺς κόπους, τοὺς ἐξευτελισμούς, τὰ αἵματα καὶ ἀκόμα τοὺς θανάτους αὐτῶν τῶν ἄμοιρων ὑπάρξεων. Χωρὶς αὐτοὺς θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ ἀνεγερθοῦν. Καὶ ὅμως αὐτοὶ ἀναγκάζονταν νὰ εἶναι ἀμέτοχοι τῆς χρήσης τους!
Ἡ ἠθικὴ τῶν ἀρχαίων ἦταν ἀνύπαρκτη, διότι τὰ ἠθικά τους πρότυπα ἦταν οἱ ἀνήθικοι «θεοί» τους, οἱ ὁποῖοι πιστεύονταν ὅτι διέπρατταν τὰ χειρότερα ἐγκλήματα καὶ τὶς πιὸ ἀνείπωτες καὶ ἀνήκουστες ἀσέλγειες καὶ ἠθικὲς παρεκτροπές. Οἱ ἀρχαῖοι θέλοντας νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀνήθικη ἀσυδοσία τους ἔπλασαν «θεοὺς» τέτοιους ποὺ νὰ ἐπιτρέπουν καὶ νὰ ὑποδεικνύουν τέτοιες πρακτικές. Ἡ κάθε διάπραξη ἐγκλήματος ἢ ἀνηθικότητας λογιζόταν ὡς θρησκευτικὴ λατρεία!
Ὅσοι νομίζουν ὅτι ἡ προχριστιανικὴ περίοδος ἦταν ἰδανική, εἴτε δὲ γνωρίζουν καλὰ τὰ πράγματα, εἴτε ἐθελοτυφλοῦν. Ἰδιαίτερα στὰ χρόνια ποὺ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, παρ᾿ ὅλο ὅτι προηγήθηκε ὁ λεγόμενος ἑλληνικὸς καὶ ρωμαϊκὸς «πολιτισμὸς» τὰ ἤθη εἶχαν ἐξαχρειωθῇ στὸ ἔπακρο. Οἱ πόλεμοι καὶ μάλιστα οἱ ἐμφύλιοι ἦταν μόνιμη κατάσταση. Οἱ δοῦλοι εἶχαν πολλαπλασιαστεῖ καὶ εἶχε ἐπιδεινωθῇ ἡ θέση τους. Οἱ παράλογες θρησκεῖες τῆς ἀνατολῆς ἔφεραν στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο ἀπίστευτη πνευματικὴ καὶ θρησκευτικὴ κατάπτωση, ὥστε τὴ θέση τῆς λατρείας νὰ καταλάβῃ ἡ μαγεία. Ἡ ὅποια πολιτισμικὴ καταβολὴ παραφθάρθηκε σὲ σημεῖο ἐκφυλισμοῦ. Στὸν ἑβραϊκὸ κόσμο τὰ πράγματα ἦταν τὸ ἴδιο ἀποκαρδιωτικά. Εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένος ὁ ἰσχυρισμός τοῦ στοχαστὴ Σατωβριάνδου πὼς «ἂν ὁ Χριστὸς ἐρχόταν λίγα χρόνια ἀργότερα στὸν κόσμο θὰ ἔβρισκε τὸ πτῶμα του»!
Ὅμως ὁ Θεός, τοῦ Ὁποίου παραμένει ἀναλλοίωτη ἡ θέληση, ἀποφάσισε νὰ σώσῃ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Προεῖπε στοὺς πρωτοπλάστους ὅτι σὲ χρόνους μακρινοὺς ὁ Γιὸς τῆς Γυναίκας θὰ συντρίψῃ τὸ κεφάλι τοῦ ὄφεως, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος εὐθύνεται γιὰ τὴν πτώση του (Γέν. 3,17). Ὄντως, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ὑπὸ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολαύομεν» (Γαλ. 4,4-5), ὥστε: «ὥσπερ ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ ἡ χάρις βασιλεύσῃ διὰ δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν» (Ρωμ. 5,21). Δὲν ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἀναδιοργανώσῃ τὴν παρηκμασμένη θρησκευτικὴ κατάσταση τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀλλάξῃ ριζικὰ τὴ συνολικὴ δομὴ τοῦ πτωτικοῦ κόσμου. Νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καὶ νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἀρχικὴ προοπτικὴ τῆς δημιουργίας του.
Ἦρθε νὰ σώσῃ τὸν πεσμένο στὴν ἁμαρτία καὶ παραδομένο στὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶχε χάσῃ κάθε προσανατολισμὸ του πρὸς τὸν οὐρανό. Ἦρθε νὰ κηρύξῃ τὰ καλὰ νέα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸ Θεό, ποὺ εἶχε διαταράξῃ ἡ μοιραία πτώση, ὥστε «τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ (νὰ γίνει) δύναμις Θεοῦ εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι» (Ρωμ. 1,16). Ἦρθε «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. 4,5), τὴν ὁποία μᾶς ὑπεξαίρεσε ὁ διάβολος καὶ μᾶς παρέδωσε στὰ πιὸ φρικτὰ δεσμὰ τῆς δουλείας, «ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ» (Γαλ. 4,7).
Ἦρθε νὰ ἄρῃ τὸν καταναγκασμὸ τοῦ νόμου καὶ νὰ φέρῃ τὴ χάρη, ὡς ὕψιστη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ δικαίωσή μας δὲν εἶναι δική μας κατάκτηση, ἀλλὰ δωρεὰ τοῦ Σαρκωμένου Θεοῦ μας, ὁ Ὁποῖος ντύθηκε τὴ φτωχή μας φύση γιὰ νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν ὑπέρτατο σκοπὸ Του, τὴ σωτηρία μας. Ἔτσι «δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διά την πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων» (Ρωμ. 3,24-25).
Ὁ Ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνο ὁ πιὸ μεγάλος, μὰ καὶ ὁ μοναδικὸς σωτῆρας τοῦ κόσμου, τοῦ Ὁποίου γεύεται ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια «τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας» (Ρωμ. 2,4). Ὅλοι οἱ ἐγκόσμιοι αὐτόκλητοι, ἢ ἑτερόκλητοι «σωτῆρες» τῆς ἀνθρωπότητας ἀποδείχτηκαν ἀνεπαρκεῖς, διότι ἐλάχιστα ὠφέλησαν τὸ ἀνθρώπινο γένος. Συγκρινόμενο τὸ ἔργο τους μὲ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, φαντάζει ἀνύπαρκτο. Μόνο Αὐτός μᾶς δίδαξε ὅτι τὸ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ προσωπικά του στοιχεῖα, τὶς φυσικές του μειονεξίες καὶ τὰ ἐπίκτητα μειονεκτήματά του εἶναι ἀξία καὶ μάλιστα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὁ Χριστὸς σήκωσε τὸ κεφάλι μας ἀπὸ τὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τὸ ἔστρεψε πρὸς τὸν οὐρανό, «ἤγειρε κέρας σωτηρίας ἡμῖν... (ἐποίησε) ἔλεος μετὰ τῶν πατέρων ἡμῶν, μνησθῆναι διαθήκης ἁγίας αὐτοῦ» (Λουκ. 1,69,72).
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου