Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Βλαδίμηρος Λόσκυ: Τά αἴτια τῆς πτώσεως τῆς Δύσεως εἶναι κυρίως καί πρωτίστως δογματικά


Ὁ δεύτερος προσδιορισμὸς τοῦ θέματός μας περιορίζει θὰ λέγαμε τὸν χῶρο: ἡ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ ἢ ἀκριβέστερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς θὰ εἶναι τὸ πεδίο τῶν μελετῶν μας περὶ τῆς μυστικῆς θεολογίας. Ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ὁ περιορισμὸς αὐτὸς εἶναι κάτι τεχνητό. 

Πράγματι, τὸ σχίσμα μεταξὺ χριστιανικῆς Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως χρονολογεῖται ἀπὸ τῶν μέσων τοῦ 11ου αἰῶνος. Ὁτιδήποτε προηγεῖται χρονικῶς, ἀποτελεῖ κοινὸ θησαυρὸ ἀδιαίρετο τῶν δύο διαιρεμένων τμημάτων. 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν θὰ ἦταν αὐτὴ ποὺ εἶναι, ἂν δὲν εἶχε τὸν Ἅγιο Κυπριανό, τὸν Ἅγιο Αὐγουστῖνο, τὸν Μέγα Γρηγόριο, ὅπως καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τὸν Ἅγιο Βασίλειο, τὸν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας. 

Ἑπομένως, ὅταν θέλει κάποιος νὰ μιλήσει περὶ τῆς μυστικῆς θεολογίας τῆς Ἀνατολῆς ἢ τῆς Δύσεως, τοποθετεῖται πάνω στὰ ἴχνη της μιᾶς ἐκ τῶν δύο παραδόσεων, οἱ ὁποῖες παραμένουν μέχρις ἑνὸς σημείου δυὸ τοπικὲς παραδόσεις τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ μαρτυροῦν μία καὶ μόνη χριστιανικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ οἱ ὁποῖες στὴ συνέχεια διαιροῦνται καὶ δίνουν τόπο σὲ δυὸ διαφορετικὲς δογματικὲς θέσεις, ἀσυμβίβαστες σὲ πολλὰ σημεῖα. 

Μποροῦμε νὰ ἀποφανθοῦμε περὶ τῶν δύο παραδόσεων, τοποθετoύμενοι ἐπὶ οὐδετέρου ἐδάφους, ἐξ ἴσου ξένου πρὸς τὴν μία ὅσο καὶ πρὸς τὴν ἄλλη; Θὰ ἦταν σὰν νὰ κρίναμε τὸν χριστιανισμὸ ἐξωχριστιανικά, ἀρνούμενοι δηλαδὴ ἐκ τῶν προτέρων νὰ κατανοήσουμε, ὁποιοδήποτε καὶ ἂν ἦταν τὸ ἀντικείμενο, τὸ ὁποῖο ἔχουμε τὴν πρόθεση νὰ μελετήσουμε. 

Ἡ ἀντικειμενικότητα δὲν συνίσταται ἐπ᾿ οὐδενὶ στὴν τοποθέτηση ἐκτὸς τοῦ θέματος, ἀλλὰ ἀντιθέτως, στὴν ἐξέταση τοῦ θέματος καθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου. Ὑπάρχουν περιοχές, ὅπου ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καλεῖται «ἀντικειμενικότητα» εἶναι ἀδιαφορία καὶ στὶς ὁποῖες ἀδιαφορία σημαίνει τὸ ἀκατάληπτο. 

Πρέπει ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ μελετήσουμε τὴν μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπὸ τὴν ὑπάρχουσα κατάσταση τῆς δογματικῆς ἀντιθέσεως μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, νὰ ἐκλέξουμε μεταξὺ τῶν δύο δυνατῶν θέσεων: ἢ νὰ τοποθετηθοῦμε ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ δογματικοῦ ἐδάφους καὶ νὰ ἐξετάσουμε τὴν ἀνατολικὴ παράδοση διὰ μέσου τῆς δυτικῆς, δηλαδὴ νὰ κρίνουμε τὴν ἀνατολική, ἢ καλύτερα, νὰ παρουσιάσουμε τὴν παράδοση αὐτὴ ὑπὸ τὸ δογματικὸ φῶς τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. 
Ἡ τελευταία αὐτὴ θέση εἶναι γιά μᾶς ἡ μόνη δυνατή.

Θὰ μᾶς προβάλουν ἴσως τὴν ἀντίρρηση, ὅτι ἡ δογματικὴ ἔριδα μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως ὑπῆρξε τυχαία, ὅτι δὲν διεδραμάτισε ἀποφασιστικὸ ρόλο, ὅτι ἐπρόκειτο μᾶλλον περὶ δύο διαφορετικῶν ἱστορικῶν κόσμων, τῶν ὁποίων ἦταν πεπρωμένο συντομότερα ἢ ἀργότερα νὰ διαιρεθοῦν, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ὁ καθένας τὸν δικό του δρόμο· ὅτι ἡ δογματικὴ διαμάχη ὑπῆρξε τὸ πρόσχημα, γιὰ νὰ διασπαστεῖ ὁριστικὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα δὲν ὑφίστατο ἤδη πρὸ πολλοῦ. 

Τέτοιες γνῶμες, οἱ ὁποῖες ἀκούγονται πολὺ συχνά, τόσο στὴν Ἀνατολὴ ὅσο καὶ στὴν Δύση, ὀφείλονται σὲ διανόηση καθαρὰ λαϊκή, σὲ μιὰ γενικὴ συνήθεια νὰ ἐξετάζεται ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας κατ᾿ ἐκεῖνες τὶς μεθόδους, οἱ ὁποῖες μειώνουν τὴν θρησκευτική της φύση. Γιὰ τὸν «ἱστορικὸ» τῆς Ἐκκλησίας ὁ θρησκευτικὸς συντελεστὴς ἐξαφανίζεται ἀντικαθιστάμενος ἀπὸ ἄλλους, ὅπως εἶναι ἡ πάλη τῶν πολιτικῶν ἢ κοινωνικῶν συμφερόντων, ὁ ρόλος τῶν ἐθνικῶν ἢ τῶν πολιτιστικῶν συνθηκῶν, θεωρουμένων ὡς ἀποφασιστικῶν δυνάμεων στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. 

Ἕνας τέτοιος θεωρεῖται λίαν κακοήθης, ὅταν ἐπικαλεῖται αὐτοὺς τοὺς συντελεστὲς ὡς ἀληθινὲς αἰτίες, οἱ ὁποῖες κατευθύνουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. 

Ἕνας χριστιανὸς ἱστορικός, ἀναγνωρίζοντας τὴν σπουδαιότητα αὐτῶν τῶν συνθηκῶν, δὲν μπορεῖ ἐπ᾿ οὐδενὶ νὰ τὶς δεχθεῖ, παρὰ μόνο ὡς ἐξωτερικὲς σ᾿ αὐτὸ τὸ «εἶναι» τῆς Ἐκκλησίας· δὲν μπορεῖ νὰ μὴν δεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕνα αὐτόνομο σῶμα, ὑποταγμένο, ὄχι σὲ κάποιον ἄλλον νόμο, ἐκτὸς αὐτοῦ τοῦ προορισμοῦ τοῦ κόσμου. 

Ἄν παρατηρήσουμε μὲ προσοχὴ τὸ δογματικὸ θέμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο διαίρεσε τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἐκλάβουμε ὡς τυχαῖο φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ ἐπόψεως θρησκευτικῆς εἶναι ἡ μόνη ὑπολογίσιμη αἰτία στὴν ἀλληλουχία τῶν γεγονότων, τὰ ὁποῖα κατέληξαν στὴν διαίρεση. Ἄν καὶ ἴσως συνετέλεσαν πολλοὶ παράγοντες, ὁ δογματικὸς αὐτὸς προσδιορισμὸς ὑπῆρξε γιὰ τοὺς μέν, ὅπως καὶ γιὰ τοὺς δέ, πνευματικὸς ἀγῶνας, μιὰ ἐνσυνείδητη λήψη θέσεως στὸν τομέα τῆς πίστεως.

Ἐὰν φθάνει συχνὰ κάποιος στὸ σημεῖο νὰ μειώνει τὴν σπουδαιότητα τοῦ δογματικοῦ γεγονότος, τὸ ὁποῖο διεδραμάτισε ἀποφασιστικὸ ρόλο στὴν μετέπειτα ἐξέλιξη τῶν δύο παραδόσεων, αὐτὸ ὀφείλεται σὲ κάποια ἀδιαφορία ἔναντι τοῦ δόγματος, τὸ ὁποῖο θεωρεῖται ὡς κάποιο εἶδος ἐξωτερικὸ καὶ ἀφηρημένο. Λέγεται, ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὑπολογίζεται εἶναι ἡ πνευματικότητα, ἡ δογματικὴ διαφορὰ δὲν ἀλλάζει τίποτε. 

Ἕν τούτοις, πνευματικότητα καὶ δόγμα, μυστικισμὸς καὶ θεολογία εἶναι ἑνωμένα ἀδιάσπαστα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως ἔχουμε πεῖ, δὲν διακρίνει καθαρὰ μεταξὺ θεολογίας καὶ μυστικισμοῦ, μεταξὺ τοῦ χώρου τῆς κοινῆς πίστεως καὶ αὐτοῦ τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας. Ἑπομένως, ἂν θέλουμε νὰ μιλήσουμε περὶ μυστικῆς θεολογίας τῆς ἀνατολικῆς παραδόσεως, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ χειριστοῦμε τὸ θέμα ἀλλιῶς, παρὰ ἐντὸς τῶν δογματικῶν πλαισίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.


Βλαδίμηρος Λόσκυ: «Ἡ ΜΥΣΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Θεσσαλονίκη, Ἐκκλ. Ἵδρυμα «Εὐαγγ. Μάρκος», Ἔκδοση Δ'. (Σελ. 8-11).

Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική-ἐπιμέλεια:
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 24-1-2020 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου