...Ἔφεραν κάποτε ἀπό τήν Καισάρεια ἕνα δαιμονισμένον. Ἐνῶ φαινόταν ἤρεμος, ξεσποῦσε σέ κραυγές καί ἔβγαζε ἀφρούς ἀπό τό στόμα του. Τόν ἔφεραν δεμένο καί ὁ πατήρ τούς εἶπε νά τόν φέρουν μέσα στό δωμάτιό του. Τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔκλεισε τήν πόρτα καί ἄρχισε νά τοῦ διαβάζη τούς ἐξορκισμούς. Ἕνα μικρό ἐγγονάκι του ὅμως, ἡλικίας τεσσάρων μέ πέντε ἐτῶν, κρύφτηκε μέσα στό δωμάτιο, παρακολούθησε καί διηγήθηκε ὅσα εἶδε. Ὁ παπᾶς διάβαζε τούς ἐξορκισμούς ἐπιτιμώντας τά δαιμόνια νά φύγουν. Κάθε φορά πού χτυποῦσε τό πόδι στό πάτωμα ὁ ἱερέας, ἔβλεπε τό παιδάκι ἀπό τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου νά βγαίνουν τά δαιμόνια μέ μορφή ποντικιῶν. Οἱ ἐξορκισμοί κράτησαν πολλή ὥρα καί τό παιδάκι βλέποντας τά ποντίκια (δαίμονες) νά γεμίζουν τό δωμάτιο, φοβισμένο ἄρχισε νά φωνάζη:
–Παπποῦ, παπποῦ, γέμισε τό σπίτι μας ποντίκια.
–Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, δέν εἶναι ποντίκια αὐτά, θά φύγουν.
Ἀφοῦ τελείωσαν οἱ ἐξορκισμοί ὁ δαιμονισμένος ἠρέμησε καί ἀποκοιμήθηκε. Ὅταν ξύπνησε, τοῦ ἔδωσαν φαγητό καί νερό. Ἀναγνώρισε τούς δικούς του καί ἤρεμος πλέον διηγεῖτο τί ὑπέφερε ἀπό τούς δαίμονες εὐχαριστώντας τόν Θεό πού τόν ἀπάλλαξε ἀπ᾿ αὐτό τό μαρτύριο. Εὐχαρίστησαν τόν παπα–Βασίλη, ἀσπάσθηκαν τό χέρι του καί ἔφυγαν.
Κάποτε ὁ παπα–Βασίλης γύριζε στό χωριό νύχτα καβάλλα στό ἄλογο ἐπιστρέφοντας ἀπό μία ἐπίσκεψη στόν Ἀρμένη φίλο του, τόν Χαμπέραγα Ἐχμάλογλου, πολύ καλό ἄνθρωπο ἀπό τό Κεμερέκ. Ἡ ἀπόσταση Τασλίκ–Κεμερέκ ἦταν τέσσερις ὧρες. Φθάνοντας στήν τοποθεσία Ἐϊτελίκ, πού θά πεῖ καλή τρύπα, ἔπεσε πάνω σέ δυό ληστές, χωρίς αὐτοί νά τόν γνωρίσουν. Ὁ πατήρ πλησιάζοντας τούς ἀντιλήφθηκε, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πρός τό μέρος τους καί οἱ ληστές ἀκινητοποιήθηκαν (κοκκάλωσαν) στήν θέση τους. Πέρασε ἀνάμεσά τους καί, ὅταν ἀπομακρύνθηκε, τούς λυπήθηκε καί τούς ἔλυσε ἀπό τό δέσιμο.
Οἱ ληστές ἄρχισαν νά διερωτῶνται τί συνέβη, καί διηγεῖτο ὁ καθένας τους ὅτι, ἐνῶ ἤθελε νά κινηθῆ καί νά συλλάβη τόν καβαλλάρη πού περνοῦσε, δέν μποροῦσε, κάτι τόν κρατοῦσε δεμένο. Τότε σκέφθηκαν ὅτι αὐτός πού περνοῦσε δέν μπορεῖ νά ἦταν ἄλλος ἀπό τόν παπα–Βασίλη ἀπό τό Τασλίκ. Κατάλαβαν τότε τήν μεγάλη ἁμαρτία πού διέπραξαν καί ἀμέσως ἔτρεξαν στό Τασλίκ, βρῆκαν τόν παπᾶ καί τοῦ ζήτησαν συγχώρηση. Τούς συγχώρεσε καί τούς ἔβαλε νά φᾶνε. Τούς συμβούλεψε ὅμως νά πάψουν τίς ληστεῖες καί νά ζοῦν τίμια ἀπό τήν ἐργασία τους. Οἱ ληστές τοῦ φίλησαν τό χέρι καί ἔφυγαν μετανοημένοι.
Τά πολλά θαύματα πού ἐνεργοῦσε ὁ Θεός μέσῳ τοῦ παπα–Βασίλη ἔγιναν γνωστά σέ ὅλη τήν Καππαδοκία καί ἔτρεχαν πολλοί κοντά του νά θεραπευθοῦν. Αὐτό ὅμως ἔγινε αἰτία νά τόν φθονήσουν μερικοί, γιατί νόμιζαν ὅτι πλούτησε, ἐνῶ αὐτός δέν ἔπαιρνε χρήματα. Πῆγαν λοιπόν καί τόν διέβαλαν στόν Μητροπολίτη Καισαρείας κατηγορώντας τον ὅτι εἶναι μεγάλος φακίρης καί κάνει μάγια στούς ἀρρώστους. Ὁ Μητροπολίτης δέν ἐξέτασε ἀκριβῶς ἂν εὐσταθοῦν αὐτές οἱ συκοφαντίες, τίς πίστεψε καί τιμώρησε μέ ἀργία τόν παπα–Βασίλη. Ἔπαυσε πλέον νά λειτουργῆ καί νά διαβάζη εὐχές σέ ἀρρώστους. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ τους, ὁ ναός τοῦ ἁγίου Γεωργίου, τίς Κυριακές καί ἑορτές ἔμενε ἀλειτούργητη. Ἡ ἀργία κράτησε τρεῖς μῆνες καί λύθηκε ὡς ἑξῆς:
Τήν ἐποχή ἐκείνη στό γειτονικό χωριό Ρουμκαβάκ, σέ ἀπόσταση 5,5 χιλιομέτρων ἀπό τό Τασλίκ, εἶχε κτιστῆ καινούργιος ναός καί ἦρθε ὁ Δεσπότης γιά νά κάνη τά ἐγκαίνια. Μέ τήν εὐκαιρία ἔκανε καί περιοδεία στά χωριά τῆς Ἐπαρχίας του. Ἐνῶ βρισκόταν στό Ρουμκαβάκ πῆγε ἐπιτροπή ἀπό τό Τασλίκ μέ τόν πρόεδρο Ἀβραάμ Κιαγιᾶ καί ἄλλα μέλη, νά παρακαλέσουν τόν Δεσπότη νά λύση τήν ἀργία τοῦ παπα–Βασίλη. Ὁ Δεσπότης δέχθηκε νά ἔρθη στό Τασλίκ καί νά ἐξετάση ἐπί τόπου τήν ὑπόθεση. Ἔφθασε μέ τόν διᾶκο του πάνω στά ἄλογα, ὡς συνήθως, καί κατέλυσε στό σπίτι τοῦ Χατζῆ–Ὀνυμφίου πού ἦταν ὁ πλουσιώτερος ἄνθρωπος τοῦ χωριοῦ καί ἐπίτροπος τῆς Ἐκκλησίας. Τόν Δεσπότη ὑποδέχθηκε ὅλο τό χωριό, τοῦ φίλησαν τό χέρι, ἀλλά ἔδειχναν τό παράπονό τους πού τιμώρησε τόν ἱερέα τους. Ἀπό τήν ὑποδοχή ἔλειπε ὁ πατήρ ὁ ὁποῖος ὡς τιμωρημένος ἀπέφευγε τίς ἐμφανίσεις καί παρέμενε στό σπίτι του.
Ἐνῶ γίνονταν οἱ ἀνακρίσεις, εἰδοποίησαν τόν Δεσπότη ὅτι τό ἄλογό του εἶναι ξαπλωμένο κάτω, βογγάει, τρέμει ὁλόκληρο καί κινδυνεύει νά ψοφήση. Προσπάθησαν νά τό περιποιηθοῦν, τοῦ ἔδωσαν νά φάη, ἔφεραν πρακτικούς γιατρούς ἀλλά χειροτέρευε. Ὁ Δεσπότης ἀνήσυχος στέλνει τόν διᾶκο νά διαβάση εὐχή, ἀλλά δέν συνῆλθε τό ἄλογο. Κατεβαίνει καί ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης, διαβάζει εὐχή ἀλλά ἡ κατάσταση τοῦ ζώου χειροτέρευε.
Οἱ κάτοικοι τοῦ Τασλίκ ἤξεραν ὅτι τέτοιες ἀρρώστιες θεραπεύονταν εὔκολα ἀπό τόν παπα–Βασίλη καί πρότειναν στόν Δεσπότη μέσῳ τοῦ Προέδρου νά τόν καλέσουν, ἀλλά ὁ Δεσπότης δέν δέχθηκε. Ὁ Πρόεδρος τοῦ λέγει τότε: «Ἀκοῦστε, Δέσποτα. Ἀπό τότε πού ἦρθε ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος αὐτός οὔτε τά ζῶα μας ψόφησαν οὔτε ἄνθρωποι πέθαναν ἀπό ἀρρώστιες. Ἡ εὐχή του ὅλους τούς κάνει καλά».
Ὁ Δεσπότης συγκατατέθηκε νά τόν καλέσουν, ἀλλά ὁ πατήρ δέν πῆγε λέγοντας στόν ἀπεσταλμένο: «Μπροστά στόν Δεσπότη εὐλογάει ὁ παπᾶς;». Στέλνουν ἄλλον ἄνθρωπο ἀλλά πάλι ἀρνήθηκε. Ὁ Δεσπότης τόν περίμενε πλέον μέ ἀγωνία, γιατί ἔβλεπε τόν κίνδυνο πού διέτρεχε τό ἄλογό του. Τότε πῆγε ὁ ἴδιος ὁ πρόεδρος Ἀβραάμ Κιαγιᾶ καί τόν παρακάλεσε νά ἔρθη˙ νά δῆ ὁ Δεσπότης μέ τά μάτια του ὅτι ὁ παπα–Βασίλης ὑπηρετεῖ τόν Θεό καί ὄχι τόν διάβολο, καί νά ἀνοίξη τήν Ἐκκλησία πού παραμένει κλειστή καί ὁ κόσμος ἀλειτούργητος.
Ὁ πατήρ πείσθηκε πλέον, πῆρε τό πετραχήλι, τό Εὐχολόγιο τοῦ ἐρημίτου καί ἀκολούθησε τόν Πρόεδρο. Πῆγαν κατευθεῖαν στόν σταῦλο, ἐνῶ τό πλῆθος τοῦ κόσμου περίμενε μέ ἀγωνία καί, χωρίς νά χαιρετήση, φθάνει στό ἄρρωστο ἄλογο. Ἄρχισε νά διαβάζη τήν εὐχή. Ὁ Δεσπότης περίεργος πηγαίνει πίσω ἀπό τόν παπα–Βασίλη νά δῆ τί εὐχή διαβάζει. Ὁ παπᾶς κατά τήν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τῆς εὐχῆς διακόπτει τρεῖς φορές καί σταυρώνει τό ἄλογο ἀκουμπώντας το ἐλαφρά μέ τό πόδι του.
Στό τέλος τό ἄλογο τινάχθηκε ὄρθιο καί μετά ἄρχισε νά τρώη. Ὁ παπᾶς εἶπε “περαστικά” καί ἔφυγε γιά τό σπίτι του. Ὁ Δεσπότης ἀπό τήν χαρά του ξέχασε νά τόν εὐχαριστήση. Ὅταν συνῆλθε ἔτρεξε πίσω του καί τόν παρακάλεσε νά τόν ἀκολουθήση˙ τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί τόν ὡδήγησε στό σπίτι πού ἐφιλοξενεῖτο, ἐνῶ ὁ κόσμος περίμενε ἔξω. Στήν συνέχεια βγαίνει στόν ἐξώστη μαζί μέ τόν παπᾶ καί ἀπευθυνόμενος στό πλῆθος τῶν Χριστιανῶν λέγει: «Ἀδελφοί μου, τήν εὐχή πού διάβασε ὁ παπα–Βασίλης τήν διάβασα καί ἐγώ, τήν διάβασε καί ὁ διάκονος. Ὁ Θεός τίς δικές μας προσευχές δέν τίς ἄκουσε. Ἄκουσε ὅμως τίς προσευχές τοῦ παπα–Βασίλη. Κάτι πρέπει νά συμβαίνη καί οἱ προσευχές του γίνονται δεκτές ἀπό τόν Θεό. Αὐτόν λοιπόν ἐγώ θά τόν ἐξομολογήσω». Βγάζει τούς ἄλλους ἔξω καί, ἀφοῦ ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις στόν παπα–Βασίλη καί τόν ἐξωμολόγησε, βγαίνει καί λέγει στόν κόσμο πού περίμενε: «Ἀκοῦστε, ἀγαπητοί μου. Τώρα ὁ παπα–Βασίλης δέν θά ζητήσει συγχώρεση ἀπό ἐμένα. Ἐγώ θά ζητήσω συγχώρεση ἀπ᾿ αὐτόν, γιατί πίστεψα στίς συκοφαντίες καί τόν τιμώρησα μέ ἀργία. Τό χάρισμα τοῦ ἔχει δοθῆ ἀπό τόν Θεό καί κανείς δέν μπορεῖ νά τό πάρη πίσω».
Μετά τοῦ διάβασε εὐχή καί τόν ἔλυσε ἀπό τήν ἀργία. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἄνοιξαν τήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί ὅλοι μαζί ἐτέλεσαν τήν θεία Λειτουργία.
Αὐτά εἶναι λίγα ἀπό τά πολλά θαύματα πού ἔκανε ὁ παπα–Βασίλης ὁ Καππαδόκης σέ Χριστιανούς καί Τούρκους.
Κατά τούς ὑπολογισμούς ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν συγγενῶν του[4] καί τῶν συγχωριανῶν του πού ζοῦν σήμερα, ἐκοιμήθη γύρω στό 1900 καί ἐτάφη ἐκεῖ στό χωριό πού ἐφημέρευε, στό Τασλίκ τῆς Καππαδοκίας.
Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε καί οἱ πρεσβεῖες του νά βοηθήσουν νά λειτουργηθῆ καί πάλι ὁ ναός τοῦ ἁγίου Γεωργίου στό Τασλίκ, πού τώρα εἶναι τζαμί. Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Α΄»
_____________________
Tὰ προηγούμενα μέρη
____________________
[4]. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ παπα–Βασίλη πού ἦρθαν στήν Ἑλλάδα, ἄλλοι φέρνουν τό ἐπώνυμο Κοντζικλῆς, πού δηλώνει τήν καταγωγή τοῦ παπα–Βασίλη, δηλαδή ἀπό τό χωριό Κοντζούκ ἢ Γκöλτζύκ, καί ἄλλοι δίνοντας βαρύτητα στήν ἱερατική του ἰδιότητα ὠνομάσθηκαν Κεΐσογλου πού σημαίνει υἱός ἱερέως (κεΐς τούρκικα σημαίνει παπᾶς καί ὀγλούν υἱός). Ἀργότερα τό Κεΐσογλου τό μετέτρεψαν σέ Παπάζογλου καί ἐπί τό ἑλληνικώτερο Παπαδόπουλος. Αὐτό τό ἐπώνυμο φέρνουν σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀπογόνους του. Αὐτοί καί οἱ συγχωριανοί τους μοιράσθηκαν καί ζοῦν σήμερα στήν Θηριόπετρα Ἀριδαίας καί στό Καππαδοκικό χωριό ἅγιος Κωνσταντῖνος Φαρσάλων. Φυλάγουν μέ εὐλάβεια τίς διηγήσεις σχετικά μέ τόν παπα–Βασίλη καί ἔχουν ὡς φυλαχτό τόν Σταυρό του καί τό Εὐχολόγιο πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἅγιος ἐρημίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου