Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο Α΄: Πατήρ Βασίλειος ὁ θαυματουργός - Μέρος 3ο καί τελευταίο

 

...Ἔ­φε­ραν κάποτε ἀ­πό τήν Και­σά­ρεια ἕ­να δαι­μο­νι­σμέ­νον. Ἐνῶ φαι­νό­ταν ἤ­ρε­μος, ξε­σποῦ­σε σέ κραυ­γές καί ἔ­βγα­ζε ἀ­φρούς ἀ­πό τό στό­μα του. Τόν ἔ­φε­ραν δε­μέ­νο καί ὁ πατήρ τούς εἶ­πε νά τόν φέ­ρουν μέ­σα στό δω­μά­τιό του. Τούς ἔ­βγα­λε ὅ­λους ἔ­ξω, ἔ­κλει­σε τήν πόρ­τα καί ἄρ­χι­σε νά τοῦ δι­α­βά­ζη τούς ἐ­ξορ­κι­σμούς. Ἕνα μι­κρό ἐγ­γο­νά­κι του ὅμως, ἡ­λι­κί­ας τεσ­σά­ρων μέ πέντε ἐ­τῶν, κρύ­φτη­κε μέ­σα στό δω­μά­τιο, πα­ρα­κο­λού­θη­σε καί δι­η­γή­θη­κε ὅ­σα εἶ­δε. Ὁ πα­πᾶς διά­βα­ζε τούς ἐ­ξορ­κι­σμούς ἐ­πι­τι­μώ­ντας τά δαι­μό­νια νά φύ­γουν. Κά­θε φο­ρά πού χτυ­ποῦ­σε τό πό­δι στό πά­τω­μα ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, ἔ­βλε­πε τό παι­δά­κι ἀ­πό τό στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου νά βγαί­νουν τά δαι­μό­νια μέ μορ­φή ποντι­κι­ῶν. Οἱ ἐ­ξορ­κι­σμοί κρά­τη­σαν πολ­λή ὥ­ρα καί τό παι­δά­κι βλέ­ποντας τά ποντί­κια (δαί­μο­νες) νά γε­μί­ζουν τό δω­μά­τιο, φο­βι­σμέ­νο ἄρ­χι­σε νά φω­νά­ζη:

–Παπποῦ, παπ­ποῦ, γέ­μι­σε τό σπί­τι μας ποντί­κια.

–Μή φο­βᾶ­σαι, παι­δί μου, δέν εἶ­ναι ποντί­κια αὐ­τά, θά φύ­γουν.

Ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σαν οἱ ἐ­ξορ­κι­σμοί ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος ἠ­ρέ­μη­σε καί ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε. Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε, τοῦ ἔ­δω­σαν φα­γη­τό καί νε­ρό. Ἀ­να­γνώ­ρι­σε τούς δι­κούς του καί ἤ­ρε­μος πλέ­ον δι­η­γεῖ­το τί ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό τούς δαί­μο­νες εὐ­χα­ρι­στώντας τόν Θε­ό πού τόν ἀ­πάλ­λα­ξε ἀπ᾿ αὐ­τό τό μαρ­τύ­ριο. Εὐ­χα­ρί­στη­σαν τόν πα­πα–Βα­σί­λη, ἀ­σπά­σθη­καν τό χέ­ρι του καί ἔ­φυ­γαν.

Κά­πο­τε ὁ παπα–Βα­σί­λης γύ­ρι­ζε στό χω­ριό νύ­χτα κα­βάλ­λα στό ἄ­λο­γο ἐπι­στρέ­φο­ντας ἀ­πό μία ἐ­πί­σκε­ψη στόν Ἀρ­μέ­νη φί­λο του, τόν Χαμ­πέ­ρα­γα Ἐχ­μά­λο­γλου, πο­λύ κα­λό ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Κε­με­ρέκ. Ἡ ἀ­πό­στα­ση Τασ­λίκ–Κε­με­ρέκ ἦ­ταν τέσ­σε­ρις ὧ­ρες. Φθά­νοντας στήν το­πο­θε­σί­α Ἐ­ϊ­τε­λίκ, πού θά πεῖ κα­λή τρύ­πα, ἔ­πε­σε πά­νω σέ δυ­ό λη­στές, χω­ρίς αὐ­τοί νά τόν γνω­ρί­σουν. Ὁ πατήρ πλη­σι­ά­ζοντας τούς ἀντι­λή­φθη­κε, ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ πρός τό μέ­ρος τους καί οἱ λη­στές ἀ­κι­νη­το­ποι­ή­θη­καν (κοκ­κά­λω­σαν) στήν θέ­ση τους. Πέ­ρα­σε ἀ­νά­με­σά τους καί, ὅ­ταν ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε, τούς λυ­πή­θη­κε καί τούς ἔ­λυ­σε ἀ­πό τό δέ­σι­μο.

Οἱ λη­στές ἄρ­χι­σαν νά δι­ε­ρω­τῶνται τί συ­νέ­βη, καί δι­η­γεῖ­το ὁ κα­θέ­νας τους ὅ­τι, ἐ­νῶ ἤ­θε­λε νά κι­νη­θῆ καί νά συλ­λά­βη τόν κα­βαλ­λά­ρη πού περ­νοῦ­σε, δέν μπο­ροῦ­σε, κά­τι τόν κρα­τοῦ­σε δε­μέ­νο. Τό­τε σκέ­φθη­καν ὅ­τι αὐ­τός πού περ­νοῦ­σε δέν μπο­ρεῖ νά ἦ­ταν ἄλ­λος ἀ­πό τόν πα­πα–Βα­σί­λη ἀ­πό τό Τασ­λίκ. Κα­τά­λα­βαν τότε τήν με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α πού δι­έ­πρα­ξαν καί ἀ­μέ­σως ἔ­τρε­ξαν στό Τασ­λίκ, βρῆ­καν τόν πα­πᾶ καί τοῦ ζή­τη­σαν συγ­χώ­ρη­ση. Τούς συγ­χώ­ρε­σε καί τούς ἔ­βα­λε νά φᾶ­νε. Τούς συμ­βού­λε­ψε ὅμως νά πά­ψουν τίς λη­στεῖ­ες καί νά ζοῦν τί­μια ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σία τους. Οἱ λη­στές τοῦ φί­λη­σαν τό χέ­ρι καί ἔ­φυ­γαν με­τα­νο­η­μέ­νοι.

Τά πολ­λά θαύ­μα­τα πού ἐ­νερ­γοῦ­σε ὁ Θε­ός μέ­σῳ τοῦ παπα–Βα­σί­λη ἔ­γι­ναν γνω­στά σέ ὅ­λη τήν Καπ­πα­δο­κί­α καί ἔ­τρε­χαν πολ­λοί κοντά του νά θε­ρα­πευ­θοῦν. Αὐ­τό ὅ­μως ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νά τόν φθο­νή­σουν με­ρι­κοί, για­τί νό­μι­ζαν ὅ­τι πλού­τη­σε, ἐ­νῶ αὐ­τός δέν ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα. Πῆ­γαν λοι­πόν καί τόν δι­έ­βαλ­αν στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Και­σα­ρεί­ας κα­τη­γο­ρώ­ντας τον ὅ­τι εἶ­ναι με­γά­λος φα­κί­ρης καί κά­νει μά­για στούς ἀρ­ρώ­στους. Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της δέν ἐ­ξέ­τα­σε ἀ­κρι­βῶς ἂν εὐ­στα­θοῦν αὐ­τές οἱ συ­κο­φαντί­ες, τίς πί­στε­ψε καί τι­μώ­ρη­σε μέ ἀρ­γί­α τόν παπα–Βα­σί­λη. Ἔ­παυ­σε πλέ­ον νά λει­τουρ­γῆ καί νά δι­α­βά­ζη εὐ­χές σέ ἀρ­ρώ­στους. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χω­ριοῦ τους, ὁ να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, τίς Κυ­ρια­κές καί ἑ­ορ­τές ἔ­με­νε ἀ­λει­τούρ­γη­τη. Ἡ ἀρ­γί­α κρά­τη­σε τρεῖς μῆ­νες καί λύ­θη­κε ὡς ἑ­ξῆς:

Τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη στό γει­το­νι­κό χω­ριό Ρουμ­κα­βάκ, σέ ἀ­πό­στα­ση 5,5 χι­λι­ο­μέ­τρων ἀ­πό τό Τασ­λίκ, εἶ­χε κτι­στῆ και­νούρ­γιος να­ός καί ἦρ­θε ὁ Δε­σπό­της γι­ά νά κά­νη τά ἐγ­καί­νια. Μέ τήν εὐ­και­ρί­α ἔ­κα­νε καί πε­ρι­ο­δεί­α στά χω­ριά τῆς Ἐ­παρ­χί­ας του. Ἐ­νῶ βρι­σκό­ταν στό Ρουμ­κα­βάκ πῆ­γε ἐ­πι­τρο­πή ἀ­πό τό Τα­σλίκ μέ τόν πρό­ε­δρο Ἀ­βρα­άμ Κια­γιᾶ καί ἄλ­λα μέ­λη, νά πα­ρα­κα­λέ­σουν τόν Δε­σπό­τη νά λύ­ση τήν ἀρ­γί­α τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη. Ὁ Δε­σπό­της δέ­χθη­κε νά ἔρ­θη στό Τασ­λίκ καί νά ἐ­ξε­τά­ση ἐ­πί τό­που τήν ὑ­πό­θε­ση. Ἔ­φθα­σε μέ τόν διᾶ­κο του πά­νω στά ἄ­λο­γα, ὡς συ­νή­θως, καί κατέλυσε στό σπί­τι τοῦ Χατ­ζῆ–Ὀ­νυμ­φί­ου πού ἦ­ταν ὁ πλου­σι­ώ­τε­ρος ἄν­θρω­πος τοῦ χω­ριοῦ καί ἐ­πί­τρο­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τόν Δε­σπό­τη ὑ­πο­δέ­χθη­κε ὅ­λο τό χω­ριό, τοῦ φί­λη­σαν τό χέ­ρι, ἀλ­λά ἔ­δει­χναν τό πα­ρά­πο­νό τους πού τι­μώ­ρη­σε τόν ἱ­ε­ρέ­α τους. Ἀ­πό τήν ὑ­πο­δο­χή ἔ­λει­πε ὁ πα­τήρ ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς τι­μω­ρη­μέ­νος ἀ­πέ­φευ­γε τίς ἐμ­φα­νί­σεις καί πα­ρέ­με­νε στό σπί­τι του.

Ἐ­νῶ γί­νο­νταν οἱ ἀ­να­κρί­σεις, εἰ­δο­ποί­η­σαν τόν Δε­σπό­τη ὅ­τι τό ἄ­λο­γό του εἶ­ναι ξα­πλω­μέ­νο κά­τω, βογ­γά­ει, τρέ­μει ὁ­λό­κλη­ρο καί κιν­δυ­νεύ­ει νά ψο­φή­ση. Προ­σπά­θη­σαν νά τό πε­ρι­ποι­η­θοῦν, τοῦ ἔ­δω­σαν νά φά­η, ἔ­φε­ραν πρα­κτι­κούς για­τρούς ἀλ­λά χει­ρο­τέ­ρευ­ε. Ὁ Δε­σπό­της ἀ­νή­συ­χος στέλ­νει τόν διᾶ­κο νά δι­α­βά­ση εὐ­χή, ἀλ­λά δέν συ­νῆλ­θε τό ἄλο­γο. Κα­τε­βαί­νει καί ὁ ἴ­διος ὁ Δε­σπό­της, δι­α­βά­ζει εὐ­χή ἀλ­λά ἡ κα­τά­στα­ση τοῦ ζώ­ου χει­ρο­τέ­ρευ­ε.

Οἱ κά­τοι­κοι τοῦ Τασ­λίκ ἤ­ξε­ραν ὅ­τι τέ­τοι­ες ἀρ­ρώ­στι­ες θε­ρα­πεύ­ονταν εὔ­κο­λα ἀ­πό τόν παπα–Βα­σί­λη καί πρό­τει­ναν στόν Δε­σπό­τη μέ­σῳ τοῦ Προ­έ­δρου νά τόν κα­λέ­σουν, ἀλ­λά ὁ Δε­σπό­της δέν δέ­χθη­κε. Ὁ Πρό­ε­δρος τοῦ λέ­γει τό­τε: «Ἀ­κοῦ­στε, Δέ­σπο­τα. Ἀ­πό τό­τε πού ἦρ­θε ἐ­δῶ ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός οὔ­τε τά ζῶ­α μας ψό­φη­σαν οὔ­τε ἄν­θρω­ποι πέ­θα­ναν ἀ­πό ἀρ­ρώ­στι­ες. Ἡ εὐ­χή του ὅ­λους τούς κά­νει κα­λά».

Ὁ Δε­σπό­της συγ­κα­τα­τέ­θη­κε νά τόν κα­λέ­σουν, ἀλ­λά ὁ πα­τήρ δέν πῆ­γε λέ­γοντας στόν ἀ­πε­σταλ­μέ­νο: «Μπρο­στά στόν Δε­σπό­τη εὐ­λο­γά­ει ὁ πα­πᾶς;». Στέλ­νουν ἄλ­λον ἄν­θρω­πο ἀλ­λά πά­λι ἀρ­νή­θη­κε. Ὁ Δε­σπό­της τόν πε­ρί­με­νε πλέ­ον μέ ἀ­γω­νί­α, για­τί ἔ­βλε­πε τόν κίν­δυ­νο πού δι­έ­τρε­χε τό ἄ­λο­γό του. Τό­τε πῆ­γε ὁ ἴ­διος ὁ πρό­ε­δρος Ἀ­βρα­άμ Κια­γιᾶ καί τόν πα­ρα­κά­λε­σε νά ἔρ­θη˙ νά δῆ ὁ Δε­σπό­της μέ τά μά­τια του ὅ­τι ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ὑ­πη­ρε­τεῖ τόν Θεό καί ὄ­χι τόν διά­βο­λο, καί νά ἀ­νοί­ξη τήν Ἐκ­κλη­σί­α πού πα­ρα­μέ­νει κλει­στή καί ὁ κό­σμος ἀ­λει­τούρ­γη­τος.

Ὁ πα­τήρ πεί­σθη­κε πλέ­ον, πῆ­ρε τό πε­τρα­χή­λι, τό Εὐ­χο­λό­γιο τοῦ ἐρη­μί­του καί ἀ­κο­λού­θη­σε τόν Πρό­ε­δρο. Πῆ­γαν κα­τευ­θεῖ­αν στόν σταῦ­λο, ἐ­νῶ τό πλῆ­θος τοῦ κό­σμου πε­ρί­με­νε μέ ἀ­γω­νί­α καί, χω­ρίς νά χαι­ρε­τή­ση, φθά­νει στό ἄρ­ρω­στο ἄ­λο­γο. Ἄρ­χι­σε νά δι­α­βά­ζη τήν εὐ­χή. Ὁ Δε­σπό­της πε­ρί­ερ­γος πη­γαί­νει πί­σω ἀ­πό τόν πα­πα–Βα­σί­λη νά δῆ τί εὐ­χή δι­α­βά­ζει. Ὁ πα­πᾶς κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς ἀ­να­γνώ­σε­ως τῆς εὐ­χῆς δι­α­κό­πτει τρεῖς φο­ρές καί σταυ­ρώ­νει τό ἄ­λο­γο ἀ­κουμ­πώντας το ἐ­λα­φρά μέ τό πό­δι του.

Στό τέ­λος τό ἄ­λο­γο τι­νά­χθη­κε ὄρ­θιο καί με­τά ἄρ­χι­σε νά τρώ­η. Ὁ πα­πᾶς εἶ­πε “πε­ρα­στι­κά” καί ἔ­φυ­γε γι­ά τό σπί­τι του. Ὁ Δε­σπό­της ἀ­πό τήν χα­ρά του ξέ­χα­σε νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­ση. Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ἔ­τρε­ξε πί­σω του καί τόν πα­ρα­κά­λε­σε νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση˙ τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τό χέ­ρι καί τόν ὡ­δή­γη­σε στό σπί­τι πού ἐ­φι­λο­ξε­νεῖ­το, ἐ­νῶ ὁ κό­σμος πε­ρί­με­νε ἔ­ξω. Στήν συ­νέ­χεια βγαί­νει στόν ἐ­ξώ­στη μα­ζί μέ τόν πα­πᾶ καί ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στό πλῆ­θος τῶν Χρι­στια­νῶν λέ­γει: «Ἀ­δελ­φοί μου, τήν εὐ­χή πού δι­ά­βα­σε ὁ πα­πα–Βα­σί­λης τήν δι­ά­βα­σα καί ἐ­γώ, τήν δι­ά­βα­σε καί ὁ δι­ά­κο­νος. Ὁ Θε­ός τίς δι­κές μας προ­σευ­χές δέν τίς ἄ­κου­σε. Ἄ­κου­σε ὅ­μως τίς προ­σευ­χές τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη. Κά­τι πρέ­πει νά συμ­βαί­νη καί οἱ προ­σευ­χές του γί­νονται δε­κτές ἀ­πό τόν Θε­ό. Αὐ­τόν λοι­πόν ἐ­γώ θά τόν ἐ­ξο­μο­λο­γή­σω». Βγά­ζει τούς ἄλ­λους ἔ­ξω καί, ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε δι­ά­φο­ρες ἐ­ρω­τή­σεις στόν πα­πα–Βα­σί­λη καί τόν ἐ­ξω­μο­λό­γη­σε, βγαί­νει καί λέ­γει στόν κό­σμο πού πε­ρί­με­νε: «Ἀ­κοῦ­στε, ἀ­γα­πη­τοί μου. Τώ­ρα ὁ πα­πα–Βα­σί­λης δέν θά ζη­τή­σει συγ­χώ­ρε­ση ἀ­πό ἐ­μέ­να. Ἐ­γώ θά ζη­τή­σω συγ­χώ­ρε­ση ἀπ᾿ αὐ­τόν, για­τί πί­στε­ψα στίς συ­κο­φαντί­ες καί τόν τι­μώ­ρη­σα μέ ἀρ­γί­α. Τό χά­ρι­σμα τοῦ ἔ­χει δο­θῆ ἀ­πό τόν Θε­ό καί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά τό πά­ρη πί­σω».

Με­τά τοῦ δι­ά­βα­σε εὐ­χή καί τόν ἔ­λυ­σε ἀ­πό τήν ἀρ­γί­α. Τήν ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα ἄ­νοι­ξαν τήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χω­ριοῦ καί ὅλοι μαζί ἐ­τέ­λε­σαν τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Αὐ­τά εἶ­ναι λί­γα ἀ­πό τά πολ­λά θαύ­μα­τα πού ἔ­κα­νε ὁ παπα–Βα­σί­λης ὁ Καπ­πα­δό­κης σέ Χρι­στια­νούς καί Τούρ­κους.

Κα­τά τούς ὑ­πο­λο­γι­σμούς ἀ­πό τίς μαρ­τυ­ρί­ες τῶν συγγενῶν του[4] καί τῶν συγ­χω­ρια­νῶν του πού ζοῦν σή­με­ρα, ἐ­κοι­μή­θη γύ­ρω στό 1900 καί ἐ­τά­φη ἐ­κεῖ στό χω­ριό πού ἐ­φη­μέ­ρευ­ε, στό Τασ­λίκ τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας.

Αἰ­ω­νί­α του ἡ μνή­μη.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με καί οἱ πρεσβεῖες του νά βο­η­θή­σουν νά λει­τουρ­γη­θῆ καί πά­λι ὁ να­ός τοῦ ἁγίου Γε­ωρ­γί­ου στό Τα­σλίκ, πού τώ­ρα εἶ­ναι τζα­μί. Ἀ­μήν.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Α΄» 

_____________________

Tὰ προηγούμενα μέρη

Μέρος 1ο Μέρος 2ο

____________________

[4]. Οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη πού ἦρ­θαν στήν Ἑλ­λά­δα, ἄλ­λοι φέρ­νουν τό ἐ­πώ­νυ­μο Κον­τζι­κλῆς, πού δη­λώ­νει τήν κα­τα­γω­γή τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη, δη­λα­δή ἀ­πό τό χω­ριό Κον­τζούκ ἢ Γκöλ­τζύκ, καί ἄλ­λοι δί­νον­τας βα­ρύ­τη­τα στήν ἱ­ε­ρα­τι­κή του ἰ­δι­ό­τη­τα ὠ­νο­μά­σθη­καν Κε­ΐ­σο­γλου πού ση­μαί­νει υἱ­ός ἱ­ε­ρέ­ως (κε­ΐς τούρ­κι­κα ση­μαί­νει πα­πᾶς καί ὀ­γλούν υἱ­ός). Ἀρ­γό­τε­ρα τό Κε­ΐ­σο­γλου τό με­τέ­τρε­ψαν σέ Πα­πά­ζο­γλου καί ἐ­πί τό ἑλ­λη­νι­κώ­τε­ρο Πα­πα­δό­που­λος. Αὐ­τό τό ἐ­πώ­νυ­μο φέρ­νουν σή­με­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό τούς ἀ­πο­γό­νους του. Αὐ­τοί καί οἱ συγ­χω­ρια­νοί τους μοι­ρά­σθη­καν καί ζοῦν σή­με­ρα στήν Θη­ρι­ό­πε­τρα Ἀ­ρι­δαί­ας καί στό Καπ­πα­δο­κι­κό χω­ριό ἅ­γιος Κων­σταν­τῖ­νος Φαρ­σά­λων. Φυ­λά­γουν μέ εὐ­λά­βεια τίς δι­η­γή­σεις σχε­τι­κά μέ τόν πα­πα–Βα­σί­λη καί ἔ­χουν ὡς φυ­λα­χτό τόν Σταυ­ρό του καί τό Εὐ­χο­λό­γιο πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ ἅ­γιος ἐ­ρη­μί­της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου