Κυνηγημένος
από μια δεκαμελή ομάδα ενόπλων ανταρτών, Κυριακή πρωί, στις 20
Οκτωβρίου 1945, ο παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης, μόλις χτύπησε την καμπάνα,
αναγκάσθηκε να φύγει από την Εκκλησία για να γλυτώσει. Έπιασε μια
ρεματιά και τους ξέφυγε, μα σε λίγο τον πρόλαβαν πάλι, γιατί ήταν
έφιπποι. Τον πυροβολούσαν, όμως καμιά σφαίρα δεν τον χτυπούσε. Του
έριχναν με τα στεν, φορητά αυτόματα, χωρίς να μπορούν να τον σκοτώσουν.
Οι σφαίρες τρυπούσαν τα ράσα του, τις καταλάβαινε πάνω του, αλλά
κυλούσαν στο χώμα χωρίς να τον πληγώνουν. Τον κύκλωσαν βρίζοντάς τον
χυδαία και φωνάζοντας. Βλέποντας τον θανάσιμο κίνδυνο σήκωσε τα χέρια
του προς τον ουρανό και φώναξε «εκ βαθέων»:
– Μιχαήλ, αρχιστράτηγε των Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω!