«Πόσο χαρούμενα σκιρτούσε η καρδιά, όταν, βαδίζοντας στο σκιερό δάσος, αντίκριζες στο τέλος του δρόμου το καμπαναριό της σκήτης και μετά, στη δεξιά πλευρά, το ταπεινό κελί του στάρετς! Πόσοι άνθρωποι έφταναν εκεί κάθε μέρα! Πώς πήγαιναν και πώς έφευγαν! Πήγαιναν θλιμμένοι κι έφευγαν χαρούμενοι. Οι απελπισμένοι είχαν βρει την ελπίδα. Οι άθεοι είχαν βρει την πίστη. Οι ταραγμένοι είχαν βρει την ειρήνη.
» Γιατί; Επειδή εκεί υπήρχε ο στάρετς, η πηγή κάθε παρηγοριάς και κάθε ευλογίας. Δεν τον ένοιαζε ούτε το όνομα του ανθρώπου ούτε η κοινωνική του θέση, παρά μόνο η ψυχή του. Γι’ αυτήν την πολύτιμη ψυχή θυσιαζόταν, για να τη σώσει, για να τη φέρει στον δρόμο του Θεού.