Προερχόμενος
από οικογένεια ευγενών της περιοχής του Τβερ (Ρωσία), ο άγιος Μακάριος
διάβαζε αχόρταγα από παιδί τους Βίους των αγίων και διαποτιζόταν από τη
μεγαλοσύνη των πράξεών τους, θέλοντας να τους μιμηθεί και να κερδίσει
και αυτός την ουράνια πατρίδα. Αργότερα τον απασχολούσαν συχνά τα λόγια
του Κυρίου: «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησον σου τα υπάρχοντα και
δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι»
(Ματθ. 19:21), επιθυμώντας να τα εφαρμόσει στη μοναστική του βιοτή. Οι
γονείς του όμως τον εμπόδιζαν να πραγματοποιήσει το ευσεβές σχέδιό του
και προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν θυμίζοντας του το παράδειγμα πολλών
αγίων που έζησαν έγγαμο βίο.
Ακολούθησε το θέλημά τους και παντρεύτηκε, κάνοντας συμφωνία με τη γυναίκα του ότι εάν ο ένας τους πέθαινε, ο επιζών δεν θα ερχόταν σε δεύτερο γάμο αλλά θα ασπαζόταν τη μοναστική ζωή. Από θεία βουλή οι γονείς του πέθαναν τρία χρόνια μετά τη συμφωνία αυτή και σε λίγο καιρό η σύζυγός του. Ο δούλος του Θεού μοίρασε χωρίς χρονοτριβή τα αγαθά του στους φτωχούς και έγινε μοναχός με το όνομα Μακάριος, στο μοναστήρι του Κλομπούκοβο, κοντά στο Κασσίν.