– Εγώ ξέρεις είμαι Σιναΐτης, γιατί όχι μόνο πήρα το όνομα από τον Σιναίου τον Πορφύριο, αλλά ζούσα και στο Σινά.
– Μα πώς, Γέροντα; αφού δεν έχετε ξαναέρθει.
– Ναι, βρε παιδί μου, δεν είχα έρθει, αλλά εδώ ήμουνα.
Θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην ἡ ἐλευθερία
– Εγώ ξέρεις είμαι Σιναΐτης, γιατί όχι μόνο πήρα το όνομα από τον Σιναίου τον Πορφύριο, αλλά ζούσα και στο Σινά.
– Μα πώς, Γέροντα; αφού δεν έχετε ξαναέρθει.
– Ναι, βρε παιδί μου, δεν είχα έρθει, αλλά εδώ ήμουνα.
– Βρε, παιδί μου, αυτό δεν μπορεί… εγώ το έχω δει ποιος άγγελος είχε πιάσει το χέρι του και έγραφε.
– Τι έγραφε, Γέροντα;
Και προσπαθούσε να βρη ο Γέροντας ένα κομμάτι που τον είχε ιδιαίτερα εντυπωσιάσει, αλλά κάτι εκείνη την στιγμή μας διέκοψε και δυστυχώς δεν το επισημάναμε εκείνο το σημείο και μας διέφυγε εκείνη η λεπτομέρεια. Μετά καταλάβαμε ότι αυτό το σημείο της “Κλίμακος” τον είχε εντυπωσιάσει, διότι είχε δει ότι Άγγελος Κυρίου κατεύθυνε το χέρι του αγίου Ιωάννου.
Ο άγιος Πορφύριος σου έδινε την εντύπωση ότι θα ζήση πολλά χρόνια ακόμα, διότι φύτευε δέντρα, ενδιαφερόταν για τα πάντα. Καθόταν μία μέρα όρθιος στο γιαπί χωρίς το σκουφί, καλοκαίρι, με τον κόκκινο μεγάλο παπαγάλο στα χέρια και τον πρόσεχε σαν να έχη κάποιο μωρό. Στα καταγάλανα μάτια του έβλεπες όλον τον ουρανό κι όλη την θάλασσα μέσα τους, ένα χρώμα σαν ανοιξιάτικο πρωινό· ήταν περίπου 9 η ώρα το πρωί. Έδινε οδηγίες από ψηλά στα παιδιά πού να φυτέψουν τα δέντρα.
Κάποτε πριν τα Χριστούγεννα του 1985, ο π. Φώτιος στα Καλίσσια μου είπε να διανυκτερεύσω στην Μονή Παρακλήτου. Κάνω υπακοή και όλη την νύχτα προσευχόμουνα στον Γέροντα, που θα πήγαινα την επομένη να με βοηθήση. Μετά την ακολουθία και τον καφέ πήγα με τα πόδια. Μόλις μπήκα στο κελλί του σαν να με περίμενε.
» Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα – ήμουν τότε νέος – και είχα πολλούς πονοκεφάλους χωρίς να υπάρχη ιατρικώς παθολογική αιτία. Επειδή μου άρεσε το καλό ντύσιμο και το φρόντιζα ιδιαίτερα στα νειάτα μου, μου είχε κολλήσει μια ιδέα ότι με ματιάζανε οι γυναίκες και γι’ αυτό είχα μονίμως πονοκέφαλο. Όταν λοιπόν πρωτοπήγα στον Άγιο Γέροντα, μου έρριξε μία ιλαρή ματιά με ‘κείνο το γαλάζιο του βλέμμα και υπομειδιώντας, μου είπε: “Εσύ είσαι που από το καλό ντύσιμο σε ματιάζουν οι γυναίκες και έχεις πονοκέφαλο;”. Εγώ τα έχασα προς στιγμήν, αλλά αμέσως ο Γέροντας συνέχισε: “Δεν είναι από αυτό, βγάλτην αυτήν την ιδέα. Να ξέρης ότι ο πονοκέφαλος μπορεί να δημιουργήται από τρεις αιτίες· ή από το πολύ φαγητό, είτε αν το στομάχι είναι πολλές ώρες άδειο, είτε από έντονο στρες”.
Πήγα στο κελλί του Γέροντα Πορφυρίου για πρώτη φορά. Ο Γέροντας ήταν τυφλός και πάρα πολύ άρρωστος. Δεν μπορούσε ούτε να μιλήση. Έπρεπε να μπούμε βιαστικά, να πάρουμε την ευχή του και να φύγουμε. Όταν ήρθε η σειρά μου, μόλις πήρα την ευχή του, γύρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε, αν και τυφλός και μου είπε: «Όταν έχουμε άγχος, τι κάνουμε; Σηκώνουμε τα χέρια μας και ζητάμε βοήθεια από τον Θεό. Το άγχος κάνει πολύ κακό, παθαίνεις καρκίνο, καρδιά…». Με σταύρωσε και έφυγα.
«Ήμασταν παντρεμένοι 4-5 χρόνια, αλλά δεν μπορούσαμε να αποκτήσουμε παιδιά. Η στενοχώρια σιγά-σιγά έφερε γκρίνια και πολλά νεύρα μέσα στο σπίτι μας.
»Αρχίσαμε να πηγαίνουμε σε γιατρούς και να κάνουμε διάφορες εξετάσεις και οι δυό μας, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
»Ο σύζυγός μου ο Χρήστος είναι φορτηγατζής και απουσίαζε όλη μέρα με τα δρομολόγια που κάνει. Η πεθερά μου είναι πολύ κοντά στην Εκκλησία, είναι θρησκευόμενη γυναίκα και γνώριζε τα Μοναστήρια και τους Πνευματικούς.
Έπειτα από αυτήν την κουβέντα, ύστερα από λίγο καιρό ο Γέροντας χάθηκε καμμιά εικοσαριά μέρες. Φοβήθηκα μήπως πήγε στο Άγιον Όρος, ρώτησα, μου είπαν “όχι”. Φοβήθηκα μην φύγη κρυφά και δεν τον δούμε. Έψαξα με τον π. Σάββα, τον συνεφημέριό μου, λαϊκός αυτός τότε. Όταν τον είχα ρωτήσει «πού είσαι Γέροντα;», μου λέει «είμαι από την Κάρυστο μέχρι την Λίμνη». Μου είπε όλη την Βόρεια Εύβοια, οπότε ψάχναμε με τον π. Σάββα, αλλά μου είχε πει και διάφορες ιστορίες και γεγονότα οπότε μου είχε εξάψει την φαντασία και είχα προσδιορίσει ότι θα είναι μία κάθετη από την γραμμή που οδεύει από Νότια Εύβοια έως Βόρεια αλλά προς το Αιγαίο, ότι κάπου θα χάνεται σ’ ένα χωματόδρομο.
Μπορεί όμως η βασκανία να προκαλέσει πονοκέφαλο;
Την απάντηση μάς δίνει ο άγιος Πορφύριος, ο οποίος είναι γνωστός για τις θαυμαστές ιατρικές διαγνώσεις που έκανε σε πάρα πολλούς ανθρώπους, αν και ο ίδιος φυσικά δεν είχε σπουδάσει γιατρός.
Στην αρχή που συνάντησα τον γέροντα Πορφύριο, με ρώτησε: «Τον αγαπάς τον Χριστό;»
Όταν κάποτε τον ρώτησα «τι να κάνω για να σωθώ» μου είπε «ε, διάβασε τους Πατέρες της Εκκλησίας».
Άλλη φορά:
– Τι έφαγες σήμερα;
– Κρέας.
Εἶχα μακριά μαλλιά, εἶχα σκουλαρίκια, εἶχα τυραννήσει πνευματικούς ἀνθρώπους, τους δασκάλους μου…
Μέ ἔστειλαν σ’ ἕνα χριστιανικό οἰκοτροφεῖο και τό ἔκανα ἄνω-κάτω..!!!
Μία μέρα, μέ τήν προτροπή ἑνός θείου μου, ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τόν πατέρα Πορφύριο…
Νόμιζα ὅτι θά συναντοῦσα ἕνα ἀφελές γεροντάκι, ἀλλά γρήγορα διαψεύστηκα…!!! Μόλις μέ εἶδε ὁ Γέροντάς μου εἶπε:
»Τα χρόνια πέρασαν, τέλειωσα το Πανεπιστήμιο, παντρεύτηκα και έχασα τα ίχνη του. Κάποια μέρα γυρίζοντας από την δουλειά μου τον συνάντησα στο λεωφορείο. Χαρήκαμε και οι δύο πολύ. Τον ρώτησα με τι ασχολείται και μου είπε ότι σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, στο 2ο ή 3ο έτος (δεν ενθυμούμαι καλά), και ότι ήταν οπαδός του γκουρού Μαχαράτσι και κάνει αυτοσυγκέντρωση και τα άλλα που κάνουν οπαδοί τέτοιων δοξασιών. Στενοχωρήθηκα πολύ και του πρότεινα να πάμε να συναντήσουμε τον γέροντα Πορφύριο (ήταν δεκαετία του ’80), αφού προηγουμένως του εξήγησα μερικά πράγματα γι’ αυτόν. Συμφώνησε, με τον όρο ότι κάποια στιγμή θα πήγαινα κι εγώ, έστω μια φορά, σε κάποια από τις συναντήσεις που έκαναν οι οπαδοί αυτού του γκουρού, κάπου στον Λυκαβηττό.
Μου έλεγε σχετικά: «Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό ,αλλά να το διορθώνουμε.
Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί με την κατανόηση και τη βοήθεια θα σωθεί. Τον αμαρτωλό πρέπει να τον αντικρίζουμε με αγάπη και σεβασμό στην ελευθερία του.
Όταν ένα οικογενειακό μας πρόσωπο ρίχνει ένα βάζο από το τραπέζι, και το σπάει, συνήθως οργιζόμαστε. Αν εκείνη τη στιγμή, την κρίσιμη, με μια κίνηση ψυχικής ανύψωσής μας, δείξουμε κατανόηση και δικαιολογήσουμε τη ζημία, κερδίσαμε και την ψυχή μας και την ψυχή του αδελφού μας.
Εχρημάτισα ένα διάστημα μαθητής στην Ιερατική Σχολή Λαμίας. Ένας ιερομόναχος (μακαρίτης τώρα), Πορφύριος κι αυτός, είχε στο κομοδίνο του μια φωτογραφία του Αγίου. Μόλις την αντίκρυσα, αισθήματα χαράς και ευφροσύνης με πλημμύρισαν κι ένα πρόβλημα που είχα έφυγε και ρώτησα “ποιος είναι αυτός;”.
Μου είπε ότι αυτός είναι ένας σύγχρονος Άγιος και ότι φτειάχνει Μοναστήρι στον Ωρωπό. Επίσης ότι κάθε μέρα στις 11 το πρωί κάνει μια βόλτα στο δάσος κι ότι εκεί τον φωτογράφησαν. «Εγώ», μου είπε, «όταν πήγα πρώτη φορά ως διάκος, χωρίς να ειδοποιήσω κανέναν ούτε να αναφέρω ποιος είμαι, και ενώ περίμεναν πολλοί, είπε: “πέστε στον διάκο να περάση”».
Από τότε δεν μου έφυγε απ’ το μυαλό. Το ανέφερα στον τότε Πνευματικό μου, μου δόθηκαν οδηγίες και με την πρώτη ευκαιρία 15χρονος πήγα στον Ωρωπό.