-Ἐσύ, ποὺ μὲ τὴν ἀνείπωτη καλοσύνη Σου μᾶς δημιούργησες, πές μας, γιατί γέμισες τὴ ζωή μας μὲ θλίψη; Τὸ ἔλεός Σου δὲν σὲ κάνει νὰ λυπᾶσαι γιὰ αὐτὰ ποὺ ὑποφέρουμε; Γιατί μοῦ παραχωρεῖς τὴν ὕπαρξη καὶ ἀργότερα τὴν παίρνεις μὲ ἕναν ὀδυνηρὸ θάνατο;
-Δὲν μὲ εὐχαριστοῦν, λέει ὁ Θεός, οἱ ἀσθένειές σου, ὤ ἄνθρωπε. Ἀλλά, ἀπὸ τοὺς σπόρους τῆς θλίψης καὶ τῆς λύπης σας, θέλω νὰ σᾶς φέρω καρποὺς αἰώνιας καὶ μεγαλοπρεποῦς χαρᾶς.
Ἔγραψα τὸν νόμο τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταστροφῆς ὄχι μόνο στὸ σῶμα σας, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἀντικείμενο αὐτοῦ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου.