Στὴν πασίγνωστη παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ὁ Χριστὸς δέχεται μιὰ ἐρώτηση ἀπὸ τὸν νομικὸ ποὺ τὸν πείραζε: Ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου ποὺ πρέπει νὰ τὸν ἀγαπῶ ὅπως τὸν ἑαυτό μου; Στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς μὲ τὴ γνωστὴ παραβολὴ ἔδειξε, ὅτι ἡ ἐρώτηση τέθηκε μὲ λάθος τρόπο. Ἔτσι στὸ τέλος ἀντέστρεψε τὸ ἐρώτημα καὶ τὸ ἔθεσε μὲ τὸν ὀρθὸ τρόπο πρὸς τὸν νομικό: Ποιὸς ἔγινε ὁ πλησίον γιὰ αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς ληστές; (Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ).
Τὸ θέμα γιὰ τὸν Χριστὸ δηλαδὴ δὲν εἶναι τὸ αὐτονόητο, τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μας. Αὐτὸ δὲν θέλει ρώτημα. Εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀνάγκη, κοντινὸς ἢ μακρινός, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, γλώσσας, καταγωγῆς. Τὸ θέμα εἶναι ἂν ἔχουμε ἐμεῖς διάθεση νὰ γίνουμε ὁ πλησίον τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ὑποφέρει. Μποροῦμε νὰ εἴμαστε δίπλα στὸν κάθε δοκιμαζόμενο, φτωχό, πεινασμένο, γυμνό, θλιβόμενο, φυλακισμένο; Ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδὰ βροντοφώναξε κάποτε τὸ παράπονό του στὸν Χριστό: «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Μὰ ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα». Ἐμεῖς μποροῦμε ἄραγε νὰ γίνουμε ὁ ἄνθρωπος τοῦ κάθε ἐμπερίστατου καὶ πονεμένου;