Μιὰ εὐγενικὴ μορφὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος ἀπόστολος Τιμόθεος, ὁ πιστὸς μαθητής, ἀκόλουθος καὶ πολύτιμος συνεργάτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Τίς περισσότερες πληροφορίες γι᾿ αὐτὸν τίς παίρνουμε ἀπὸ τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Γεννήθηκε στὴν Λύστρα τῆς Λυκαονίας τῆς Μ. Ἀσίας, περὶ τὸ 30 μ. Χ., ἀπὸ πατέρα Ἕλληνα (εἰδωλολάτρη) καὶ Ἰουδαία μητέρα, τὴν θαυμάσια Εὐνίκη, ἡ ὁποία εἶχε μεταστραφεῖ στὸν Χριστιανισμό, ὅπως καὶ ἡ εὐσεβὴς γιαγιὰ του (ἀπὸ τὴ μητέρα του) Λωίδα. Τὰ ὀνόματά τους φανερώνουν πὼς στὰ μέρη ἐκεῖνα εἶχε συντελεστεῖ μιὰ σημαντικὴ ἐπιμειξία Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων. Σὲ αὐτὲς τίς δύο ὑπέροχες γυναῖκες χρωστοῦσε τὴν βαθειὰ πίστη στὸ Θεό, τὴν ἠθική του ἀκεραιότητα καὶ τὸν ἀδαμάντινο χαρακτῆρα του. Ἡ Εὐνίκη, μορφωμένη καὶ εὐγενὴς γυναῖκα, δίδαξε στὸν Τιμόθεο ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τὴν εὐσέβεια, ἀνατρέφοντάς τον θεοπρεπῶς. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρεται, ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία γνώριζε τίς Ἅγιες Γραφές. Ἄλλωστε καὶ τὸ ὄνομά του σημαίνει «αὐτὸς ποὺ τιμᾷ τὸν Θεό». Αὐτὴ ἡ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ τὸν βοήθησε ἀργότερα νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη.