Συνήθιζε ὁ τρελο-Γιάννης νά μήν ἀποκαλύπτει τίς πράξεις του. Σέ ἐσένα, κυρα-Χρυσούλα μου, ἔφερνε φαγητό, σέ ἐμένα ὅμως ἔφερε τόν ἴδιο τόν Θεό (πρώην τραβεστί.
Τοῦ Διονύση Μακρῆ
Θεολόγου-Δημοσιογράφου
Ο Κωνσταντῖνος, πού συνήθιζε νά κάθεται στίς τελευταῖες πάντα θέσεις τοῦ Ναοῦ, μέ ἐμφανῆ ἀρχικά δισταγμό σηκώθηκε καί πῆγε κοντά στόν κυρ-Ἀναστάση. Καθώς διάβαινε πρός τόν ἄμβωνα παρατήρησε τό πόσο περίεργα τόν κοιτοῦσαν ὅλοι. Εἶδε στά μάτια τῶν παρευρισκομένων νά καθρεφτίζεται μία ἀόριστη ἀπορία. Καί ἐκεῖνος ἀποροῦσε γιατί ὁ κυρ-Ἀναστάσης κάλεσε μόνο αὐτόν νά παρευρεθεῖ δίπλα του τήν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης τῆς ἐπιστολῆς.