— Δέν μέ ἔκρινε ἄξιο ὁ Κύριος νά μαρτυρήσω γιά τήν πίστη, δίπλα στούς ἀδελφούς μου, σκεπτόταν ὁ Ἀντώνιος. Θά πορευτῶ λοιπόν στή βαθιά ἔρημο γιά νά δώσω τήν τελική μάχη μέ τόν πονηρό μονολόγησε ἀποφασιστικά καί κάτι σάν κρυμμένη ὑπερηφάνεια πῆγε νά σκιάσει τῆς ἀπόφασης τοῦ τούτης τή χάρη. Σάν νά ’νιωσε κείνη τήν ὥρα ὁ ἀσκητής πώς ξεχωρίζει ὁ ἐρημίτης ἀπό τούς πολλούς σάν νά ἦταν ἡ παλαίστρα τῆς ἐρήμου ἀνώτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς.
Τόν πείραξε τοῦτος ὁ λογισμός, σάν ἀγκαθιῶν κάρφωμα βαθύ κι ὅρμησε τούτη ἡ σκέψη νά τοῦ πνίξει ὅλα τά λουλούδια πού ἡ μαρτυρική του προαίρεση εἶχε συλλέξει ὅλα τά χρόνια τοῦ διωγμοῦ. Ἔμπειρος ὅμως πιά ἀγωνιστής γρήγορα κατανόησε πώς εἶχε πάλι νά κάνει μέ παγίδα τοῦ ἀντίδικου. Γι’ αὐτό ἔπεσε σέ βαθιά προσευχή.