✶✶✶
Ο αββάς Δανιήλ έλεγε: «Μια φορά με κάλεσε ο αββάς Αρσένιος και μου είπε· “Ανάπαυσε τον πατέρα σου ώστε, όταν φύγει προς τον Κύριο, να τον παρακαλέσει για χάρη σου, και να βρεις καλό”».
✶✶✶
Ο αββάς Δανιήλ έλεγε: «Μια φορά με κάλεσε ο αββάς Αρσένιος και μου είπε· “Ανάπαυσε τον πατέρα σου ώστε, όταν φύγει προς τον Κύριο, να τον παρακαλέσει για χάρη σου, και να βρεις καλό”».
Ήρθαν λοιπόν και με πήραν στο χωριό, μου κρέμασαν στον λαιμό καπνισμένες χύτρες και χερούλια από πιθάρια και με γύρισαν διαπομπεύοντάς με σε όλους τους δρόμους του χωριού, χτυπώντας με και φωνάζοντας· “Αυτός ο μοναχός διέφθειρε το κορίτσι μας· αρπάξτε τον, αρπάξτε τον”. Και με χτύπησαν τόσο, που λίγο έλειψε να πεθάνω. Ήρθε μάλιστα κάποιος από τους γέροντες και είπε· “Ως πότε θα χτυπάτε τον ξένο μοναχό;”
Όταν πια μπήκαμε στο μοναστήρι και πήραμε τις ευχές των πατέρων, μας πήγαν στο πηγάδι την ώρα της ακολουθίας, και η καμήλα που ανέβαζε με το μάγγανο το νερό στεκόταν ακίνητη.
✶✶✶
Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη: «Τι να κάνω, αββά, που έπεσα;» «Σήκω πάλι», του απάντησε ο γέροντας. «Σηκώθηκα», είπε ο αδελφός, «και πάλι έπεσα». «Σήκω ξανά και ξανά», του είπε ο γέροντας, και ο αδελφός ρώτησε: «Ως πότε;»
Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Ώσπου να σε βρει ο θάνατος, είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σε όποιο βρεθεί ο άνθρωπος, μ’ εκείνο και φεύγει».
Είπε επίσης: «Η άγνοια των Γραφών είναι μεγάλος γκρεμός και βαθύ βάραθρο».
Είπε και αυτό: «Το να αγνοεί κανείς εντελώς τους θείους νόμους είναι μεγάλη προδοσία της σωτηρίας».
Ο
ίδιος έλεγε: «Τα αμαρτήματα των δικαίων είναι γύρω στα χείλη, ενώ των
ασεβών σε όλο το σώμα. Γι’ αυτό ο Δαβίδ ψάλλει· “Βάλε, Κύριε, φρουρά στο
στόμα μου, και στα χείλη μου θύρα που θα τα φράζει” (Ψαλμ. 140:3), και·
“Είπα· θα προσέξω πώς πορεύομαι, ώστε να μην αμαρτάνω με τη γλώσσα μου”
(Ψαλμ. 38:2)».
Αυτά και τα παρόμοια έλεγε καθημερινά με δάκρυα ο αδελφός, είτε είχε αμαρτήσει είτε όχι. Κάποτε λοιπόν, που είχε πέσει νύχτα στη συνηθισμένη αμαρτία, σηκώθηκε αμέσως και άρχισε τον κανόνα του. Και ο διάβολος, κατάπληκτος για την ελπίδα του, αλλά και για την αδιαντροπιά του απέναντι στον Θεό, παρουσιάστηκε ορατός και του είπε: «Άθλιε, δεν ντρέπεσαι να σταθείς μπροστά στον Θεό ή ακόμη και να προφέρεις το όνομά του, αλλά ξεδιάντροπα τολμάς και να ψάλλεις;»
Έπειτα τον ξεπροβόδισε με πολλή ηρεμία λέγοντας: «Τίποτε δεν φέραμε μαζί μας όταν ήρθαμε στον κόσμο, και είναι φανερό ότι ούτε μπορούμε να πάρουμε κάτι μαζί μας φεύγοντας (Α’ Τιμ. 6:7). Ο Κύριος τα έδωσε· όπως αυτός θέλησε, έτσι και έγινε. Να είναι δοξασμένος ο Κύριος για όλα (Ιώβ 1:21)».
✶✶✶
Ο αββάς Μακάριος, κάποτε που περνούσε από την Αίγυπτο μαζί με αδελφούς, άκουσε ένα παιδί να λέει στη μητέρα του: «Μαμά, ένας πλούσιος με αγαπά και τον μισώ, και ένας φτωχός με μισεί και τον αγαπώ». Μόλις το άκουσε ο αββάς Μακάριος έμεινε έκπληκτος.
Όταν πλησίαζε το τέλος του, επέτρεψε ο Θεός και του παρουσιάστηκε φανερά ο διάβολος και του είπε: «Τι σου έκανα, αββά; Γιατί με χλευάζεις; Μήπως σε ενόχλησα σε τίποτε;» Αυτός τον έφτυσε και άρχισε να του λέει τα συνηθισμένα λόγια: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά· τίποτε δεν μπορείς να κάνεις στους δούλους του Χριστού». «Ναι, ναι», του είπε εκείνος, «έχεις να ζήσεις άλλα σαράντα χρόνια, και σε αυτά δεν θα βρω μία ώρα να σε ρίξω;»
Ο άγιος Επιφάνιος έστειλε κάποτε μήνυμα στον αββά Ιλαρίωνα και τον παρακαλούσε: «Έλα να ιδωθούμε πριν φύγουμε από αυτή τη ζωή». Πράγματι, εκείνος ήρθε, και χάρηκαν που συναντήθηκαν.
Την ώρα που έτρωγαν τους έφεραν πουλερικό, και ο επίσκοπος πήρε και έδωσε στον αββά Ιλαρίωνα. «Συγχώρησέ με», του είπε ο γέροντας, «από τότε που έλαβα το μοναχικό σχήμα δεν έφαγα σφαχτό».
Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων , για να γίνη Μοναχός.
Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που τήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα. Επειδή εκείνος αναπαυόνταν στην Σκήτη, παρακάλασε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένη ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά.
Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία και αμέσως μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πιά στο κρεβάτι και ψυχοραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.
Ένας ερημίτης προσευχόταν πολύ σκληρά και επίμονα, ζητώντας να συναντηθεί με τον Θεό. Επιτέλους κατάφερε να κλείσει ένα ραντεβού μαζί του. «Αύριο, πάνω στο όρος» του είπε ένας άγγελος.
Την επόμενη ημέρα ο ερημίτης σηκώθηκε πολύ πρωί και κοίταξε το όρος, ήταν τελείως καθαρό από σύννεφα.
Ξεκίνησε, λοιπόν, χαρούμενος και με δέος, προς την κορυφή του βουνού. Κάποια στιγμή, εκεί που περπάταγε κατά μήκος του μονοπατιού συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κάτω μέσα στα αγκάθια και του ζήτησε βοήθεια.
«Λυπάμαι, βιάζομαι, έχω «ραντεβού» με τον Θεό» απάντησε ο ερημίτης και συνέχισε τον δρόμο του.