Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὅτι ἡ γυναῖκα, γιὰ πρώτη φορά στὴν ἱστορία της, βρῆκε καταξίωση ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία μας, ἡ ὁποία ὑπῆρξε τὸ μοναδικὸ σκεῦος τῆς θείας χάριτος, μιὰ πλειάδα ἁγίων γυναικῶν βρισκόταν κοντὰ στὸν Κύριο, καθ᾿ ὅλη τὴν ἐπὶ γῆς παρουσία Του, οἱ ὁποῖες τὸν ὑπηρετοῦσαν καὶ πλαισίωναν στὸ σωτήριο ἔργο του. Μία ἀπὸ αὐτὲς ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ μυροφόρος καὶ ἰσαπόστολος, ἡ πλέον ἀφοσιωμένη μαθήτριά Του.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Μάγδαλα, ἡ ὁποία βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας στὴ δυτικὴ ὄχθη τῆς λίμνης Τιβεριάδας, καὶ γι᾿ αὐτὸ πῆρε τὴν προσωνυμία Μαγδαληνή. Οἱ γονεῖς της ἦταν πλούσιοι, εὐγενεῖς καὶ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι, ὀνομάζονταν Σῦρος καὶ Εὐχαριστία. Μεγάλωσαν τὴ Μαρία μὲ εὐσέβεια καὶ φόβο Θεοῦ. Φρόντισαν δὲ νὰ τῆς δώσουν σοβαρὴ μόρφωση, ὅπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος της Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Μελέτησε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἐντρύφησε στὶς προφητεῖες γιὰ τὸν Μεσσία. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων της ἀρνήθηκε νὰ παντρευτῇ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴ μελέτη τῶν Γραφῶν. Παράλληλα ἀσκοῦσε φιλανθρωπία. Μοίρασε τὴ μεγάλη περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ζοῦσε ἡ ἴδια μὲ νηστεία, παρθενία καὶ ἐγκράτεια.