Τή μέρα πού σταυρώσανε τόν Κύριο, ἀνάμεσα στούς στρατιῶτες πού κυκλώνανε τόν σταυρό, ἔτυχε νἄναι κι ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος.
Ὥς τήν ὥρα ἐκείνη, ὁ ἄνθρωπος αὐτός οὔτε εἶχε γνωρίσει, οὔτε εἶχε καταλάβει τόν Κύριο. Ὅμως ξαφνικά ἡ ψυχή του ἐσκίρτησε καί τά μάτια του εἶδαν. Γιατί τόν ἀγαθό καί πρᾶο Διδάσκαλο οἱ κακοί τόν εδικάσανε καί τόν στεφανώσανε μέ ἀγκάθια, καί τόν βάλανε μέ καταφρόνια νά κουβαλήσει τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, καί τοῦ καρφώσανε τίς παλάμες καί τά πόδια μέ σιδερένια καρφιά καί τόνε σήκωσαν ἀνάμεσα στούς κακούργους.