Ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας σημαντικὴ θέση κατέχουν οἱ μεγάλες ἀσκητικὲς καὶ μοναχικὲς μορφές. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος.
Γεννήθηκε τὸ ἔτος 439 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Σοφία, οἱ ὁποῖοι ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας ἦταν στρατιωτικὸς καὶ κατὰ συνέπεια ἦταν ἀναγκασμένος νὰ μεταναστεύει. Ὅταν ὁ Σάββας ἦταν μικρός, ἀναγκάστηκε νὰ μεταναστεύσει μὲ τὴ σύζυγό του στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀφήνοντας τὸ παιδί του στὴν ἀνατροφὴ σὲ κάποιον συγγενῆ του ὀνόματι Ἐρμία. Ἀλλὰ ἐνωρὶς τὸν ἐγκατέλειψε λόγῳ τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς τῆς συζύγου του πρὸς αὐτόν. Ἀποφάσισε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὰ ἐγκόσμια, καταφεύγοντας στὴ Μονὴ Φλαβιανῶν, ὅπου, παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του ἔδειξε ἀσυνήθιστο ζῆλο γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ξεπέρασε σὲ ἀρετὲς τοὺς μοναχούς. Μάλιστα ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ σημάδια τῆς ἁγιότητάς του. Κάποτε κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μπῆκε μέσα σὲ πυρακτωμένο φοῦρνο, γιὰ νὰ σώσει τὰ ἐνδύματα τῶν μοναχῶν, τὰ ὁποῖα εἶχε λησμονήσει ὁ φούρναρης, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τὴν παραμικρὴ φθορά.