Στὸ δρόμο, μᾶς ἀντάμωσε ἄφταστος ἀσκητής,
τῆς Παναγιᾶς παιδὶ ἁγνό, τυφλὸς ἐκ γενετῆς...
Μιὰ ἀγκαλιὰ ἀπὸ ἀρώματα πρόσφερε στὶς ψυχές,
Λείψανα, δάκρυα, νυχτερινὲς ζέουσες προσευχές...
Πῶς τίς κρατοῦσε στοργικὰ σὲ σταυροκεντημένα ὑφάδια...
Ἔβλεπε ὁλοκάθαρα! Mε χάρη τὴ Φιλόθεη λάμψανε τὰ σκοτάδια...
Καὶ ὁ Γέροντάς του, ποὺ ᾿ρχεται κρυφὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ...
Παρηγοράει πάντοτε ὅποιον τὸν χρειαστεῖ...
Νοιώσαμε πὼς τοὺς σκέπαζε ὅλους μὲ τὴν εὐχή του...
Κι ἀσίγητα πὼς ἀκούγεται ἡ σὰν παιδιοῦ φωνή του,
νὰ λέει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἔρχου κι ἐλέησέ με
κι ἡ Φιλοθέου ν᾿ ἀντηχεῖ, κι ὅλοι μας νὰ κλαῖμε,
ποὺ εἶναι μακρόθυμος Αὐτὸς καὶ ἀκόμα ὑπομένει,
ὕβρεις, ἥλους, ραπίσματα καὶ ὅλους μας περιμένει...
....Ὁ Γέροντας Ἰσίδωρος ὁ τυφλός, εἶναι γιὰ τὸ σημερινὸ Ὄρος ἕνα σημεῖο φωτεινῆς ἀναφορᾶς. Ἕνας χαρούμενος, ἀεικίνητος Μοναχὸς ποὺ σὲ δυναμώνει ὅταν ὀλιγόπιστα καὶ μὲ ἀπογοήτευση τὴ ζωή σου παίρνεις λάθος, πολλὲς φορὲς καὶ μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πασίγνωστα σκαμπηλάκια του, ποὺ σὰν χάδι τά ᾿νοιωσαν ὅσοι τὰ δέχτηκαν. Χαίρεται μὲ τὸ καθετί, μὰ κυρίως μὲ τὸ σκοτάδι τῶν ματιῶν του. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν κρατᾷ στερρὸ καὶ ἑδραῖο, στὸν δικό του Γολγοθᾶ ὥσπου τοῦ Παραδείσου τ᾿ ὄνειρο νὰ βγεῖ ἀληθινό... γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἦταν μικρὸ παιδὶ στὴν Πάτρα, καὶ πουλοῦσε λαχεῖα γιὰ νὰ ζήσει, ὅταν μιὰ μέρα ἄρχισε νὰ βλέπει θαμπὰ καὶ νὰ ξεχωρίζει μορφὲς καὶ ἀντικείμενα, παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ μὴν ἐπιτρέψει νὰ βρεῖ τὸ φῶς του, γιατί ἀλλιῶς δὲν θὰ τὰ κατάφερνε νὰ γίνει Μοναχός !