Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Ήμουν τότε παιδί όχι πλειότερο από οχτώ χρονών και μαθήτευα στον παπα-Αντριά.
Κοιμόμουν
κι όταν ξύπνησα είχα μέσα μου όλο εκείνο το θλιβερό συναίσθημα, ότι
είχε ξημερώσει η τρομερή Καθαρή Δευτέρα με τη μεγάλη σαρακοστή και με το
σκολειό. Κι έπρεπε να περάσουν πενήντα μέρες ακέριες αυστηρή σαρακοστή
με φασούλια, ρεβύθια, κουκιά, φακή και λαχανικά και να νηστεύουμε και το
λάδι τα τετραδοπαράσκευα!
Αυγά,
γάλα, τυρί, βούτυρο, ψάρι και προπάντων το κρέας δεν έπρεπε ούτε να τ’
αναφέρουμε με το στόμα μας, γιατί αυτό λογίζονταν αμαρτία! Κι όταν ακόμα
το ‘φερνε ο λόγος για να ονοματίσει κανένας το γάλα, το βούτυρο, το
τυρί, το ψάρι, ή-θεός φυλάξοι!- το κρέας, έπρεπε να συνοδεύει την
απαγορευμένη λέξη με την έκφραση «μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς»
π. χ «ζυγιάσαμε το τυρί -μακριά από τη σαρακοστή κι από εμάς-και βγήκε
δέκα οκάδες.