(Γιατί εὐτυχοῦν ἀσεβεῖς καὶ δυστυχοῦν εὐσεβεῖς;)
Ἕνας ἀπὸ τοὺς συνηθέστερους διαχρονικοὺς σκανδαλισμοὺς τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ σύνηθες ἐπιχείρημα τῶν χριστιανομάχων, εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι πολλοὶ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι εὐτυχοῦν, εὐημεροῦν, σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς δικαίους καὶ εὐσεβεῖς οἱ ὁποῖοι δυστυχοῦν. Μάλιστα ὁ σκανδαλισμὸς αὐτὸς θέτει σὲ δοκιμασία τὴν πίστη πολλῶν, ἂν τελικὰ ὁ Θεὸς εἶναι πράγματι δίκαιος καὶ γιατί ἀνέχεται αὐτὴ τὴν ἀδικία.
Πρόκειται γιὰ ἕνα πανάρχαιο πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἀπασχολεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ἀπώτερο παρελθὸν καὶ ὁρίζεται ὡς «θεοδικία». Εἶναι φιλοσοφικὸς καὶ συγχρόνως θεολογικὸς ὅρος ποὺ χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Γερμανὸ φιλόσοφο Λάϊμπνιτς (Gottfried von Leibniz) (1646-1716), γιὰ νὰ προσδιορίσει τὴ φιλοσοφική - θεολογικὴ συζήτηση περὶ τοῦ πῶς συμβιβάζεται ἡ ὕπαρξη τοῦ κακοῦ στὸ διηνεκὲς στὸν κόσμο μὲ τὴν πανσοφία, παναγαθότητα, παντοδυναμία καὶ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Τίθενται ἀπὸ πολλοὺς τὰ ἐρωτήματα: Γιατί οἱ δίκαιοι δοκιμάζονται καὶ ὑποφέρουν καὶ οἱ ἄδικοι εὐημεροῦν; Γιατί οἱ δίκαιοι νὰ ὑποφέρουν; Πῶς γίνεται, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης νὰ ἐπιτρέπῃ τὶς δοκιμασίες τῶν δικαίων καὶ νὰ ἀνέχεται τὴν εὐτυχία τῶν ἀδίκων καὶ ἀμετανόητων ἁμαρτωλῶν; Ὡς ποὺ φτάνει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση.
Τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας ἀπαντᾶται συχνὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπου οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς, προκειμένου νὰ προβάλλουν τὴν ἀπόλυτη ἀγαθότητα καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, προβληματίζονται γιὰ τήν, συχνὰ «ἀναίτια» δοκιμασία τῶν εὐσεβῶν καὶ γιὰ τὴν εὐημερία τῶν ἀσεβῶν, τῶν ἀπίστων καὶ ἀδίκων. Ὁ Προφήτης Ἰερεμίας ρωτάει μὲ ἀπορία τὸν Θεὸ σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς καλοτυχίας τῶν ἀσεβῶν, ὁμολογῶντας παράλληλα, χωρὶς καμιὰ ἀμφιβολία, τὴν δικαιοσύνη Του: «Δίκαιος εἶ, Κύριε, ὅτι ἀπολογήσομαι πρὸς σέ, πλὴν κρίματα λαλήσω πρὸς σέ·ι τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα; ἐφύτευσας αὐτοὺς καὶ ἐρριζώθησαν· ἐτεκνοποιήσαντο καὶ ἐποίησαν καρπόν· ἐγγὺς εἶ σὺ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ πόρρω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν» (Μετ.: Ἐσὺ εἶσαι δίκαιος, πῶς μπορῶ νὰ διαμαρτυρηθῶ ἐναντίον σου; Γιατί οἱ ἀσεβεῖς στὴ ζωή τους εἶναι ἐπιτυχημένοι; Γιατί εὐτυχοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ παραβαίνουν συνεχῶς τὸν νόμο σου; Τοὺς φύτεψες κι αὐτοὶ ἔριξαν βαθιὲς ρίζες. Γέννησαν παιδιὰ καὶ ἀπέκτησαν ἀπογόνους. Εἶσαι κοντὰ στὸ στόμα τους καὶ ἐκπληρώνεις τὸ αἴτημά τους, εἶσαι ὅμως μακριὰ ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς τους) (Ἰερ.12, 1-2).
Ὁμοίως καὶ ὁ Ψαλμωδὸς διερωτᾶται: «ἐμοῦ δὲ παραμικρὸν ἐσαλεύθησαν οἱ πόδες, παρ᾿ ὀλίγον ἐξεχύθη τὰ διαβήματά μου. ὅτι ἐζήλωσα ἐπὶ τοῖς ἀνόμοις εἰρήνην ἁμαρτωλῶν θεωρῶν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν καὶ στερέωμα ἐν τῇ μάστιγι αὐτῶν· ἐν κόποις ἀνθρώπων οὐκ εἰσὶ καὶ μετὰ ἀνθρώπων οὐ μαστιγωθήσονται. διὰ τοῦτο ἐκράτησεν αὐτοὺς ἡ ὑπερηφανία, περιεβάλοντο ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν ἑαυτῶν. ἐξελεύσεται ὡς ἐκ στέατος ἡ ἀδικία αὐτῶν, διῆλθον εἰς διάθεσιν καρδίας· διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν· ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς», (Μετ.: Σὲ μένα σαλεύτηκαν τὰ πόδια μου, παραλίγο τὰ βήματα τῆς ζωῆς μου νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου. Γιατί καταλήφθηκα ἀπὸ ζήλεια κατὰ τῶν παρανόμων, ἐπειδὴ ἔβλεπα τὴν εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἔβλεπα ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγάλη ἀγωνία καὶ πολλὴ κακοπάθεια κατὰ τὸ θάνατό τους καὶ ὅτι δὲν κρατάει πολὺ ἡ θλίψη ποὺ τυχὸν τοὺς μαστίζει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τους. Αὐτοὶ δὲν κοπιάζουν, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, καὶ δὲν ταλαιπωροῦνται οὔτε ὑποφέρουν ὅπως οἱ ἄλλοι) (Ψαλμ.72, 2-5).
Ἡ περίπτωση τοῦ Δικαίου Ἰὼβ εἶναι ἡ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὴ τῆς θεοδικίας. Ὁ δίκαιος, εὐσεβὴς καὶ ἄμεμπτος αὐτὸς ἄνθρωπος ὑποβλήθηκε σὲ μιὰ φρικτὴ δοκιμασία, ἐπειδὴ τὸ ζήτησε ὁ Σατανᾶς καὶ τὸ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ δοκιμαστῇ ἡ πίστη τοῦ (Ἰώβ. 1,12). Ὀδυρόμενος μέσα στὴν ἀπέραντη θλίψη του καὶ χωρὶς νὰ χάσῃ τὴν πίστη του στὸ Θεό, ἐξέφραζε σὲ Αὐτὸν τὴν δίκαιη καὶ εὔλογη ἀπορία του: «Εἰ ἐγὼ ἥμαρτον, τί δυνήσομαι πρᾶξαι, ὁ ἐπιστάμενος τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων; Διατὶ ἔθου μὲ κατεντευκτήν σου, εἰμὶ δὲ ἐπὶ σοὶ φορτίον; Καὶ διατὶ οὐκ ἐποιήσω τῆς ἀνομίας μου λήθην καὶ καθαρισμὸν τῆς ἁμαρτίας μου; νυνὶ δὲ εἰς γῆν ἀπελεύσομαι, ὀρθρίζων δὲ οὐκέτι εἰμί», (Μετ.: Ἐὰν ἐγὼ Κύριε ἔσφαλα, πές μου τί πρέπει νὰ κάμω, Ἐσὺ ποὺ γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων; Γιατί μὲ τὰ κτυπήματά σου μὲ κάνεις νὰ δυσφορῶ καὶ νὰ παίρνω θέση κατηγόρου ἐναντίον σου, νὰ γίνομαι σὲ Σένα καθημερινὸ φορτίο; Τὴν ἀνομία μου νὰ συγχωρήσῃς δὲν μπορεῖς; Τὴν ἀνομία μου νὰ σβήσῃς; Ἀφοῦ σὲ λίγο θὰ πλαγιάζω μὲς στὸ χῶμα κι ἂν μὲ γυρεύεις, δὲ θὰ ὑπάρχω πιὰ (Ἰώβ. 7,20-21). Παρὰ ταῦτα ὁ ἄμεμπτος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὑπομένει μὲ καρτερία τὴν δοκιμασία του καὶ εὐλογεῖ τὸ Θεό: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον» (1,21). Κι ἀκόμα: «Ἐν τούτοις πᾶσι τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ οὐκ ἔδωκεν ἀφροσύνην τῷ Θεῷ» (1,22), ἔμεινε δίκαιος καὶ ἐπικρίνει τοὺς φίλους του καὶ τὴν σύζυγό του, γιὰ τὴ στάση του ἀπέναντί του, θεωρῶντας τὴν ὑβριστικὴ πρὸς τὸν ἀπόλυτα δίκαιο Θεό.
Ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας δίνει ὁ Προφήτης Ἀββακούμ, μὲ τὴ φράση του «Ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» (Ἀβ. 2,4), δηλαδή, ἀληθινὰ ζωντανός, ἔστω καὶ μέσα στὴ θλίψη, εἶναι ὁ δίκαιος. Αὐτὸς ζεῖ πραγματικὰ καὶ ὄχι ὁ ἀσεβὴς καὶ ὁ ἄδικος, ἔστω καὶ μέσα στὴν πρόσκαιρη εὐημερία του. Διότι, ὅπως εἶχε πεῖ ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Γόρτυνος κυρὸς Ἰερεμίας, «Τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας δημιουργήθηκε μὲ τὴν σύνδεση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ἂν εἶσαι ἐνάρετος θὰ τὰ ἀπολαύσῃς καὶ ἂν εἶσαι ἁμαρτωλὸς θὰ τὰ στερηθῇς. Αὐτὸ ὅμως, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶναι σωστό. Ἀγαπᾶμε τὸν Θεό μας ὄχι γιὰ νὰ καλοπεράσουμε, ἀλλὰ γιατί ἡ ἀγάπη Του μᾶς εὐφραίνει τὴν ψυχὴ καὶ δίνει νόημα στὴν ζωὴ μας ... Ἂς μὴ συνδέουμε, λοιπόν, τὴν εὐσέβεια μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν ἀσέβεια μὲ τὴν δυστυχία, γιατί αὐτὸς ὁ σύνδεσμος δημιουργεῖ τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας ... Ὁ εὐσεβὴς ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι στερεωμένος στὴν πίστη του ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ δὲν πρέπει καθόλου νὰ κλονίζεται σ᾽ αὐτὴ τὴν πίστη. Καὶ θὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ ἔστω καὶ ἂν γίνουμε πάμπτωχοι ἢ ἀκόμα καὶ ἂν μᾶς κλείσουν σ᾽ ἕνα μπουντρούμι».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δίνει ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας μὲ τὴν προσωπική του δοκιμασία ὑγείας. Προφανῶς, κανένας ἄλλος δὲν κοπίασε γιὰ τὸ Χριστὸ ὅπως ἐκεῖνος καὶ γιὰ τοῦτο θὰ ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ τὴν ἐσφαλμένη ἄποψη ὅσων ἀμφισβητοῦν τὴν θεία δικαιοσύνη, νὰ εἶναι προικισμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ ἄνετη ζωή, ψυχοσωματικὴ εὐρωστία, οἰκονομικὴ ἄνεση, δόξα, τιμὲς καὶ ἀναγνώριση τοῦ τιτάνιου ἔργου του. Ὅμως τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶχε ὁ μεγάλος ἀπόστολος. Ἡ ζωή του ἦταν μιὰ διαρκὴς περιπέτεια, γεμάτη διώξεις, κακουχίες, κόπους, στερήσεις. Ἔγραψε στοὺς πιστοὺς τῆς Κορίνθου: «δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροὶ· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσὶ· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν» (Α΄ Κορ. 4,9-13).
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ φράση τοῦ «Ὁ Θεός... ἀπέδειξεν», δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ ἀντιμετωπιστοῦν, ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, ὡς «περικαθάρματα τοῦ κόσμου, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α΄ Κορ. 4,13). Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ὑπέφερε καὶ ἀπὸ ἕνα σοβαρὸ σωματικὸ νόσημα τὸ ὁποῖο τὸν βασάνιζε φρικτὰ καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο παρακάλεσε ἐπανειλημμένα τὸν Κύριο νὰ τὸν θεραπεύσῃ. Ἀναφέρει ὁ ἴδιος: «ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα μὲ κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι» (Β΄ Κορ. 12,7-10).
Ὁ φοβερὸς καὶ ἐπώδυνος «σκόλοψ» του δόθηκε νὰ μὴν πέσῃ στὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας καὶ ἔτσι θὰ ἀποτύγχανε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερο δῶρο ἀπὸ τὸν ὁποιοδήποτε σωματικὸ σκόλοπα. Τελικὰ ὁ μεγάλος ἀπόστολος κατανόησε αὐτὴ τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἦταν γιὰ τὸ συμφέρον του καὶ ὁμολόγησε: «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄ Κορ. 12,9), «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολ. 1,24), «ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. 6,17) καὶ συμβουλεύει: «χαίρετε ἐν Κυρίῳ, πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4), νὰ χαιρόμαστε πάντοτε καὶ νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεό, σὲ ὅποια κατάσταση βρισκόμαστε.
Ὁμοίως καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ πρόβλημα τῆς θεοδικίας, θεωρῶντας τὶς ὅποιες θλίψεις τῆς ζωῆς ὡς παιδαγωγία, ὡς μέρος τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνα. Ὅπως τὸ χρυσάφι, ὅταν ἐξορυχτεῖ εἶναι ἀκάθαρτο, ἀναμειγμένο μὲ βρωμιὲς καὶ ἄλλα εὐτελῆ μέταλλα καὶ γιὰ νὰ λάβῃ τὴν ἀξία του καὶ τὴ λάμψη, χρειάζεται νὰ περάσῃ ἀπὸ σκληρὴ ἐπεξεργασία, ἀπὸ πυράκτωση καὶ λιώσιμο τὴν κάμινο, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴ σαθρότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὰ πάθη του ἀπαιτεῖται ἐπισταμένη καὶ κοπιώδης κάθαρση.
Μέσα ἀπὸ τὶς θλίψεις ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τὴν μικρότητά του, τὴν σχετικότητά του, τὸ πεπερασμένο τῶν δυνατοτήτων του, τὴν φθαρτότητά του καὶ τὸ ἀναπάντεχο καὶ βέβαιο τοῦ θανάτου. Μόνο ὁ θλιμμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀποβάλλῃ τὴν δαιμονικὴ κατάσταση τῆς ὑπερηφάνειας καὶ νὰ συλλογιστῇ τὸν οὐράνιο προορισμό του, τὴν κλήση του ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν κατὰ χάριν θέωσή του. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τὶς δοκιμασίες ὡς «ἔργο τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ», ἔχοντας ὑπόψη του τὸν Ψαλμωδό: «Ἀγαθὸν μοι ὅτι ἐπείρασάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου» (Ψαλμ. 118,7).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς συμβουλεύει: «Δὲν πρέπει οὔτε νὰ ἀπελπιζόμαστε διὰ τὶς συμφορές, οὔτε νὰ ὑπερηφανευόμαστε γιὰ τὴν ἀφθονία. Ὅποιος σκέπτεται πὼς ὁ πειρασμὸς παρουσιάστηκε γιὰ κάτι καλό, γιὰ τὴ διαπαιδαγώγησή του, γιὰ τὴν μετάνοιά του, γιὰ νὰ ἐμποδίσῃ μελλοντικὰ ἁμαρτήματα, δὲν ἀγανακτεῖ, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὸν Θεὸ καὶ τὸν εὐχαριστεῖ γιατί παρεχώρησε τὸν πειρασμό. Δέχεται πρόθυμα τὴν παιδαγωγικὴ τιμωρία». Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἔγραψε: «Ὁ φρόνιμος, ἀναλογιζόμενος τὴν ἰατρεία ποὺ ἐπιφέρουν οἱ ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ, ὑπομένει εὐχαρίστως τὶς συμφορές, ποὺ ἐξ αἰτίας ἐκείνων τοῦ συμβαίνουν, καὶ τίποτε ἄλλο δὲν θεωρεῖ αἴτιο, παρὰ μόνο τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ ἀνόητος ὅμως, ἐπειδὴ ἀδυνατεῖ νὰ καταλάβῃ τὴν σοφότατη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνει καὶ τιμωρεῖται, θεωρεῖ ὑπευθύνους γιὰ τὶς συμφορές του ἢ τὸν Θεὸ ἢ τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ ἀποφύγῃ την μέλλουσα κρίσι αὐτὸς ποὺ ἁμάρτησε, χωρὶς νὰ ὑποβληθῇ ἐδῶ: εἴτε σὲ ἑκούσιους κόπους εἴτε σὲ ἀκούσιες συμφορές». Ἀλλοῦ ὁ ἱερὸς πατὴρ τονίζει: «Ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος δὲν ἀποδέχεται τὰ φάρμακα τοῦ Θεοῦ καὶ ζητάει ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἐπέμβῃ στὴ ζωή του, ὅπως ὁ ἴδιος θέλει καὶ ὄχι ὅπως κρίνει ὁ μεγάλος ἰατρὸς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ὅτι συμφέρει. Γι’ αὐτὸ δείχνει ἀδιαφορία καὶ κυριεύεται ἀπὸ ἀνησυχία καὶ ἄλλοτε πολεμᾶ μὲ πεῖσμα τοὺς ἀνθρώπους, ἄλλοτε δὲ βλασφημεῖ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν τρόπο λοιπὸν αὐτὸ καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη του δείχνει, καὶ παρηγοριὰ δὲν βρίσκει».
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε ποὺ ὀφείλεται ἡ εὐημερία καὶ εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν. Ἀναμφίβολα ὄχι ὡς κάποια ἐπιβράβευση, δίνοντάς τους ὁ Θεὸς πλουσιοπάροχα γήινα ἀγαθά, ἀλλὰ στὸν τρόπο ποὺ οἱ ἴδιοι τὰ ἀποκτοῦν καὶ τὰ σπαταλοῦν, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν ἡδονοθηρία τους καὶ τὴν ματαιοδοξία τους. Ὁ Σατανᾶς, ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν. 16,11), ἔχει δυστυχῶς τὴ δύναμη, ἀντλῶντας την ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐνδοτικότητα, νὰ δωροδοκῇ τὰ θύματά του μὲ κάποια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα εἶναι προϊόντα ἁμαρτίας. Ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ἔχει ἀναστολὲς καὶ ἠθικοὺς φραγμοὺς γιὰ νὰ πράξῃ κάθε ἄνομη πράξη, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸ ἐγώ του, νὰ πλουτίσῃ. Νὰ φέρουμε γιὰ παράδειγμα τὸν κλέφτη ἔμπορο, ὁ ὁποῖος κερδίζει ἀπὸ τὶς κλοπὲς καὶ ἀποκτᾶ τὴν οἰκονομικὴ ἄνεση νὰ ζῇ πολυτελῶς. Τὸν ἅρπαγα, ποὺ δὲν διστάζει νὰ ἁρπάξῃ, χωρὶς τὴν παραμικρὴ αἴσθηση συμπόνιας, τὴν περιουσία κάποιου εὑρισκόμενου σὲ ἀνάγκη. Τὸν ἄμετρα φιλόδοξο, ὁ ὁποῖος πατεῖ ἐπὶ πτωμάτων γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὰ φιλόδοξα σχέδιά του, μὴ ἔχοντας ἀναστολὲς γιὰ τὴν ἄδικη ἀνέλιξη του. Κάπως ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅποια εὐημερία τῶν ἀσεβῶν. Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει: «κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ, τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον» (Ρωμ. 2,5-7).
Εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνουμε μιὰ ἀπαραίτητη διευκρίνιση, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐσφαλμένη ἐξήγηση τῆς θεοδικίας, ἀπὸ πολλοὺς πιστοὺς καὶ μάλιστα θεολόγους. Ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ δυτικὴ (παπικὴ καὶ προτεσταντικὴ) «θεολογία», περὶ τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης», ἀνάγουν σὲ σωτηριολογικὴ ὑπόθεση τὴν εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν καὶ τὴν δυστυχία τῶν εὐσεβῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄκρως βλάσφημη αὐτὴ «θεολογία», ὁ ἄτεγκτος, ἀνελεήμων, σαδιστὴς καὶ αἱμοδιψὴς Θεὸς ζητᾶ τὴν ἱκανοποίηση τῆς προσβεβλημένης δικαιοσύνης του, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τοῦτο, γιὰ νὰ καταλαγιάσῃ ὁ θυμός του, ἀπαιτεῖ τιμωρίες ἐξιλέωσης ἀπὸ αὐτόν, εἴτε ἐν ζωῇ, εἴτε μετὰ θάνατον (στὸ καθαρτήριο). Ὅσο πιὸ τρομερὸ καὶ ἐπώδυνο εἶναι τὸ μαρτύριο τῆς τιμωρίας, τόσο εὐκολότερα «ἱκανοποιεῖται ἡ θεία δικαιοσύνη» καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς λαμβάνει τὴν ἄφεση! Ἔτσι λοιπόν, οἱ θλίψεις ὁρισμένων ἀνθρώπων ἐκλαμβάνονται ὡς «μέσον ἐξιλέωσης τῶν ἁμαρτιῶν τους»! Ἂν «πληρώσουν» σὲ ἐτούτη τὴ ζωὴ τὸ «χρέος» τῶν ἁμαρτιῶν τους, δὲν θὰ τιμωρηθοῦν μετὰ θάνατον! Κάποιοι, μάλιστα, ἐπιδιώκουν νὰ δοκιμαστοῦν ἐν ζωῇ, νὰ μὴν κολαστοῦν στὴν ἄλλη ζωή! Μὲ αὐτὴ τὴ «λογική», κάποιοι ἀμετανόητοι ἀσεβεῖς, χρονίως ταλαιπωρούμενοι ἀπὸ ἐπώδυνες ἀσθένειες, «ἐξιλεώνονται» γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ εἰσέρχονται στὸν παράδεισο! Δὲν πρόκειται βεβαίως γιὰ ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἀλλὰ γιὰ αἱρετικὴ καὶ ἄκρως παραπλανητική, μᾶλλον ὀλέθρια, ἀφοῦ ἐπαναπαύεται ὁ δοκιμαζόμενος στὴν «πληρωμὴ» τῶν ἁμαρτιῶν του, διὰ τῆς δοκιμασίας καὶ ἀμελεῖ γιὰ τὴν μετάνοιά του.
Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ διαδικασία τῆς σωτηρίας δὲν ἔχει τὸ χαρακτῆρα τῆς δοσοληψίας ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι δωρεὰ δική Του. Τὸ «χρέος» τῶν ἁμαρτιῶν μας τὸ ἔσβησε τὸ πανάγιο Αἷμα τοῦ Σωτῆρα μας Χριστοῦ στὸν Γολγοθᾶ, καθότι, «τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1,7). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι σαφής: «ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. Πολλῷ οὗν δκαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ... εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διά τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ» (Ρωμ. 5,8-10). Αὐτὸς «παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. 4,25). Ἡ σωτηρία μας δὲν πρόκειται νὰ προέλθῃ «ἐξ ἔργων των ἐν δικαιοσύνῃ, ἅ ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸ αὐτοῦ ἔλεος ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου», (Τίτ. 3,5). Καὶ κατὰ τὸν ἀπόστολο Πέτρο: Ὁ Χριστὸς «ἅπαξ περὶ ἁμαρτιῶν ἀπέθανεν, δίκαιος ὑπὲρ ἀδίκων, ἵνα ἡμᾶς προσάγη τῷ Θεῷ» (Α΄ Πετρ. 3:18), γενόμενος ὁ ἴδιος «ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» (Α΄ Τιμ. 2,6).
Ὡς ἐκ τούτου κανένα δικό μας «κατόρθωμα» καὶ καμιὰ κακοπάθεια, δὲν μπορεῖ νὰ «πληρώσῃ» τὸ «χρέος» τῶν ἁμαρτιῶν μας, παρὰ μόνο ἡ πίστη μας στὸ Χριστό, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 6,47), μαζὶ μὲ τὴν συγκατάθεσή μας νὰ ἀνήκουμε ὀργανικὰ ἑνωμένοι, διὰ τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, μὲ Αὐτὸν καὶ ὁ συνεχὴς ἀγῶνας μας γιὰ ἀποκοπὴ παθῶν καὶ ἀπόκτηση ἀρετῶν. Ὁ παράδεισος ἢ ἡ κόλαση δὲν εἶναι καταστάσεις ἐπιβράβευσης ἢ τιμωρίας, ἀλλὰ ἐπιλογές. Ὅταν ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅτι «ὁ καρκίνος βάζει πλῆθος ἀνθρώπων στὸν παράδεισο», ἐννοοῦσε ὅτι, ἡ δοκιμασία φέρνει «εἰς ἑαυτὸν» πολλοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια καὶ ὄχι αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ ἡ νόσος.
Ἡ ὅποια «εὐτυχία» ἢ κακοπάθεια εἶναι συμβεβηκότα τῆς γήινης ζωῆς μας, ὄψεις τοῦ προαιώνιου κοινωνικοῦ προβλήματος, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς διαβεβαίωσε πὼς «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ θλῖψιν ἔξετε» (Ἰωάν. 16,33). Πουθενὰ δὲν μᾶς εἶπε ὅτι ἡ γήινη ζωή μας θὰ εἶναι ἄνετη, εὐτυχισμένη, εὐημεροῦσα, γεμάτη ἡδονές, δόξες καὶ τιμές. Ἄλλωστε ἡ ἐπίγεια ζωή μας δὲν εἶναι οὔτε μόνιμη, οὔτε παραδεισένια, ἀλλὰ μιὰ ἐπίπονη πορεία, πρὸς τὴν τελείωση καὶ ὁ δρόμος τραχύς, ἀνηφορικός, κοπιαστικός, γεμᾶτος κινδύνους, παγίδες, θλίψεις, στεναχώριες καὶ προβλήματα. Ὅμως, πρέπει νὰ ἔχουμε θάρρος καὶ πίστη σὲ Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος νίκησε τὸν κόσμο, «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμο» (Ἰωάν. 16,33), δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο. Μᾶς μίλησε γιὰ στενὴ ὁδό, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ γιὰ τὴν φαρδιὰ ὁδό, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια καταδίκη τῆς κολάσεως «Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης. ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοὶ εἰσὶν οἱ εἰσερχόμενοι δι’ αὐτῆς. ὅτι στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτὴν» (Ματθ. 7,13). Ἡ ἀρετὴ ἀπαιτεῖ θυσίες, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀσωτία, ἡ ὁποία δὲν ἀπαιτεῖ καμιὰ θυσία, ἀλλά, ἀντίθετα, ἀπελευθερώνει τὰ ζωώδη ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγῶντας τον σὲ ὀδυνηρὰ ἀποτελέσματα καὶ ἐν τέλει στὴν καταστροφή.
Γιὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ σκανδαλιζόμαστε ἐπειδὴ δὲν κατορθώσαμε νὰ ἀποκτήσουμε πλούτη, εὐδαιμονία, τέλεια ὑγεία καὶ ἄλλα ἀγαθά, ὅπως τὰ ἀποκαλεῖ ὁ κόσμος. Νὰ μᾶς ἀρκῇ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν οὐρανίων καὶ αἰωνίων ἀγαθῶν «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. 2,9). Νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι «οὐδεὶς ἡμῶν ἑαυτῷ ζῆ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει· ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. 14,7-9). Καὶ τέλος νὰ μὴ θεωροῦμε ὡς εὐτυχία τὴν ὅποια πρόσκαιρη εὐημερία τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀμετανόητων ἀνθρώπων, διότι κανεὶς δὲ γνωρίζει τὸ τέλος κανενὸς καὶ τὸ σπουδαιότερο, τὴν ἔκβαση τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς. Νὰ μὴ μᾶς διαφεύγῃ ἡ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν πλούσιο καὶ τὸν φτωχὸ Λάζαρο (Λουκ. 16,19-31). Ὁ μὲν πρῶτος ἀπόλαυσε τοὺς καρποὺς τῆς ἁμαρτίας στὴν πρόσκαιρη γήινη ζωή, ἀμετανόητος, ἀνελέητος καὶ σκληρός, ὁ δὲ δεύτερος, παραμένοντας ταπεινός, διὰ τῶν ἐπίγειων δοκιμασιῶν, ἀπόλαυσε τὰ ἄφθαρτα καὶ αἰώνια ἀγαθὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου