Ο
αββάς Κρόνιος, ο μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου, μου διηγήθηκε για τον
Παύλο που επονομάστηκε Απλός εξαιτίας της μεγάλης ακακίας και απλότητας
του χαρακτήρα του. Μου είπε δηλαδή ότι κάποιος που λεγόταν Παύλος,
χωριάτης και γεωργός, παντρεύτηκε μια γυναίκα ωραία αλλά με κακό
χαρακτήρα.
Αυτή τον απατούσε με κάποιον και για πολύν καιρό ο Παύλος δεν το καταλάβαινε, γιατί ήταν απονήρευτος και δεν έβαζε κακό στον νου του. Κάποτε όμως που γύρισε από το χωράφι και μπήκε ξαφνικά στο σπίτι, την έπιασε επ’ αυτοφώρω να διαπράττει μοιχεία.
Με σεμνό χαμόγελο τότε τους είπε: «Καλά, καλά· στ’ αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει. Μα τον Ιησού, εγώ δεν μένω άλλο μαζί της. Κράτα εσύ αυτήν και τα παιδιά της, και εγώ θα πάω να γίνω μοναχός».
Και χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, προσπέρασε τις οκτώ μονές, πήγε στον μακάριο Αντώνιο και χτύπησε την πόρτα.