Βλέπει τότε μία μεγάλη θάλασσα, ὅπου κολυμποῦσαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι. Ὅλοι ἔδειχναν πὼς ἀγωνίζονταν νὰ φτάσουν σὲ κάποιαν ἀκτή, ποὺ βρισκόταν ἀπέναντι, ἀρκετὰ μακριά. Μερικοὶ ὅμως, καθὼς κολυμποῦσαν, σήκωναν στοὺς ὤμους τους τεράστια φορτία – πέτρες, λάσπη, ξύλα, στάχτη, μπακίρι, χρυσάφι…, ὅλα τὰ ὑλικὰ τοῦ κόσμου. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς – ἀλίμονο! – πνίγονταν κάτω ἀπ’ τὸ βάρος τοῦ φορτίου τους. Ἄλλοι πάλι σήκωναν μικρὰ φορτία, κολυμπώντας ὅμως μάζευαν κι ἄλλα πράγματα. Κι ἐνῶ οἱ ταλαίπωροι βούλιαζαν, πρόσθεταν συνέχεια βάρος στὸ φορτίο τους, ὥσπου πνίγονταν κι αὐτοί!
Ἡ θάλασσα ἦταν φουρτουνιασμένη. Κι ὁλόγυρά της βασίλευε σκοτάδι πηχτό. Παγωνιὰ καὶ φόβος παντοῦ.
Ἀρκετοὶ κολυμβητὲς δὲν εἶχαν φορτία. Ὁρισμένοι προχωροῦσαν σταθερὰ πρὸς τὴν ἀκτή, περνώντας ἄνετα μέσ’ ἀπὸ τὰ κύματα. Ἄλλοι ὅμως, ἐκεῖ ποὺ κολυμποῦσαν, ἔκαναν ξαφνικὰ ἕνα μακροβούτι, καὶ χάνονταν γιὰ πάντα μέσα στὴν θανάσιμη ἀγκαλιὰ τοῦ βυθοῦ.