Και
ήταν σε όλα όσα γίνονταν πραότατος, ταπεινός και ήμερος, όταν όμως
κινδύνευε η ευσέβεια, τότε φαινόταν φιλόνικος και ισχυρογνώμων ο Άγιος
Θεοδόσιος. Και ήταν, σύμφωνα με τη Γραφή, «πυρ φλέγον» και «μάχαιρα κόπτουσα»,
που αφανίζει τα κακά ζιζάνια. Έτσι φιλονίκησε με τον παράνομο βασιλιά
Αναστάσιο, τον μεγάλο και άσπονδο εχθρό της Δ’ οικουμενικής αγίας
Συνόδου, ο οποίος ακολουθούσε την αίρεση του δυσσεβούς Ευτυχούς και
Διοσκόρου και Σεβήρου, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Χριστός έχει μία φύση,
οι άχρηστοι, ο οποίος βασιλιάς άλλους πατέρες κολάκευε και
συμμορφώνονταν με την αίρεση και άλλους τους τυραννούσε ο άμυαλος.
Κι
έτσι δοκίμασε να παρασύρει και τον σοφό Θεοδόσιο με αργύρια, ο φιλάργυρος.
Του έστειλε λοιπόν δωρεά τριάντα λίτρες χρυσού και για να μην το
καταλάβει ότι το έστειλε με πονηριά και το γυρίσει πίσω, κάλυψε με
πονηριά το δόλωμα και του μήνυσε να το δεχτεί για να το ξοδέψει για τους
αρρώστους και τους φτωχούς. Και ο Άγιος δέχτηκε το χρυσό για να μη δώσει αφορμή για σκάνδαλο, τη μιαρή όμως γνώμη του τη μίσησε και την απέκρουσε,
ανατρέποντάς την με αληθινές αποδείξεις και παραδείγματα, και νικήθηκε ο
βασιλιάς, σαν να πολεμούσε το ελάφι με το λιοντάρι, όπως θα φανεί
παρακάτω.