Ἡ περίοδος τῆς εἰκονομαχίας (726-842) ὑπῆρξε μιὰ ἀπὸ τίς πλέον δύσκολες ἐποχὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, ὅπου ἀμφισβητήθηκε ἡ παραδεδομένη ὀρθόδοξη πίστη καὶ καταδιώχτηκαν οἱ ὀρθόδοξοι. Μέσα ἀπὸ τὸν ἀγῶνα, γιὰ τὴν προάσπιση τῆς σώζουσας πίστης τῆς Ἐκκλησίας ἀναδείχτηκαν μεγάλες μορφὲς ὁμολογητῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά τους στὴν παντοδύναμη αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία ἐξέφραζε, ὑποστήριζε καὶ ἐπέβαλλε διὰ τῆς βίας, τὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Ἀδιαφορῶντας γιὰ τίς διώξεις, τὰ βασανιστήρια καὶ τὸ θάνατο, προάσπισαν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἔσωσαν τὴν ἀλήθεια. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυπληθεῖς ὁμολογητὲς αὐτῆς τῆς ταραγμένης περιόδου ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Αἰμιλιανὸς Ἐπίσκοπος Κυζίκου τῆς Μ. Ἀσίας.