ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ[:Ιω.20,19-31]
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
με θέμα:
«ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 7-5-2000]
(Β413)
Οφείλομε χάριτες, αγαπητοί μου, εις τον Απόστολον του Χριστού, Θωμάν, γιατί χάρις σε μια δική του φυσική δυσπιστία, η θεία πρόνοια επεφύλαξε άλλη μια βαρυσήμαντη μαρτυρία για την Ανάστασιν του Χριστού.
Είναι γνωστή η περιπέτεια του Θωμά. Ο Θωμάς απεγοητεύθη μετά την καταδίκη του Διδασκάλου σε θάνατον. Έτσι, απεχωρίσθη από τον όμιλο των συμμαθητών του και απεχώρησε. Ίσως πήγε σπίτι του. Βαρύ πράγμα η απογοήτευσις και η διάψευσις των ελπίδων. Γιατί μετά τον θάνατον του Ιησού, όλα τέλειωσαν, όλα έσβησαν. Γι’ αυτόν, εννοείται. Κάθε άνθρωπος μπορεί να απογοητευθεί, όλοι μας. Δεν υπάρχει άνθρωπος που κάποια στιγμή δεν μπορεί να τον καταλάβει η απογοήτευση. Και όπως λέγεται, ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αλλά η ελπίδα στον Θωμά ήδη είχε και αυτή πεθάνει. Σ΄αυτούς τους τύπους που η ελπίδα πεθαίνει, είναι σαν να έχει πεθάνει και ο Θεός…
Η είδησις όμως ότι ο Ιησούς ανεστήθη, διέτρεξε όλη την χώρα. Αστραπιαία σε όλη τη χώρα. Ο Θωμάς, βέβαια, την άκουσε την είδηση της Αναστάσεως, αλλά δεν την επίστευσε. Ωστόσο έκανε τον κόπο να επιστρέψει εις το υπερώον που ήσαν οι συμμαθηταί του να δει τι κάνουν. Τους βρήκε χαρούμενους, πολύ χαρούμενους. Γιατί ζούσαν σαν πραγματικότητα την είδηση ότι ο Διδάσκαλος ανεστήθη. Εκείνος, όμως, έμενε εις την δυσπιστία του. Του έλεγαν οι άλλοι: «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». «Έχομε δει τον Κύριον». Εκείνος, όμως, αντέτεινε σ’ αυτούς, εκείνο το γνωστόν: «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω».
Αυτές δε οι επαναλήψεις όπως διετυπώθη ο λόγος του Θωμά, εκείνο το «ἴδω», «βάλω τόν δάκτυλόν μου», ξανά, «βάλω το χέρι μου», όλα αυτά δείχνουν μία τρανταχτή απιστία εις την Ανάσταση του Χριστού. Δεν επίστευε ούτε τους συμμαθητάς του. Θα του έλεγαν ψέματα; Δεν τους επίστευε. Το κεφάλι του, το μυαλό του, η διάνοιά του, δεν μπορούσε να χωρέσει το γεγονός ότι ο Κύριος ανεστήθη. Μα δεν θυμήθηκε τόσες φορές που ο Κύριος είπε ότι θα σταυρωθεί και θα αναστηθεί την τρίτη ημέρα;
Αλλά γιατί αυτό μόνον δια τον Θωμά; Μήπως οι άλλοι μαθηταί το θυμήθηκαν αυτό; Ενώ επανειλημμένως ο Κύριος, μια τελευταία φορά που ανέβαιναν προς τα Ιεροσόλυμα, τους πήρε ιδιαιτέρως και τους είπε: «Ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί, θα υψωθεί, -δηλαδή θα σταυρωθεί-» κ.λπ. κ.λπ. Περίεργο, τον λόγον αυτόν τον θυμήθηκαν ποιοι λέτε; Οι αρχιερείς, οι εχθροί του Ιησού. Γιατί; Πήγαν και είπαν στον Πιλάτο: «Εκείνος ο πλάνος είχε πει ότι την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Λοιπόν, επίτρεψε να ασφαλιστεί το μνημείον, να σφραγισθεί, να φυλαχθεί από στρατιώτες» κ.λπ. Αυτοί το θυμήθηκαν. Και μάλιστα έκαναν και σχόλιο επάνω σ’ αυτό. «Για να μη γίνει», λέει, «ἡ ἐσχάτη πλάνη -δηλαδή ότι ανεστήθη- χείρων τῆς πρώτης(:χειρότερη από την πρώτη)». Ποια ήταν η πρώτη πλάνη; Ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Αυτοί όλα τα θυμήθηκαν.
Κάποτε ρώτησαν: «Ποια μάτια είναι εκείνα που βλέπουν καλύτερα; Τα μαύρα; Τα γαλανά μάτια;». Και πήραν την απάντηση: «Τα φθονερά μάτια βλέπουν πάρα πολύ καλά». Εξετάζουν στον εχθρόν, στον φθονούμενον, εξετάζουν κάθε του κίνηση. Εδώ είναι τώρα το σπουδαίο.
Ωστόσο, ο Απόστολος Θωμάς υπέπιπτε σε δύο βασικά λογικά λάθη· τα οποία πρέπει να έχομε υπόψιν μας, γιατί λίγο πολύ όλοι πέφτομε ή πολλοί, εν τοιαύτη περιπτώσει, πέφτουν σ’ αυτά τα δύο λογικά λάθη. Το πρώτο λογικό λάθος είναι ότι ο Θωμάς νόμιζε ότι πραγματικότης είναι παν ό,τι υποπίπτει εις τας αισθήσεις. «Το είδα; Είναι πραγματικό. Το έπιασα; Είναι πραγματικό. Το άκουσα; Είναι πραγματικό». Εδώ συναντάμε τον ορθολογιστικό τύπο ανθρώπου. Ορθολογιστικόν τύπον. Δεν δέχεται ό,τι δεν περνά από τις πέντε αισθήσεις. «Τότε θα δεχθώ κάτι, όταν το πιάσω, το ακούσω κ.τ.λ.» ό,τι σας είπα. Αυτό πώς λέγεται; Αισθησιοκρατία. Είναι πολλοί οι αισθησιοκράται. Ότι «τίποτα δεν υπάρχει», λέει, «εις την διάνοιαν, παρά μόνον ό,τι πέσει, παρά μόνον ό,τι φθάσει διαμέσου των αισθήσεων». Το έχομε μάθει και στο σχολείο μας αυτό. Και όμως, ακόμη και σ’ αυτόν τον κόσμον του επιστητού, αυτός που είναι γύρω μας, υπάρχουν πραγματικότητες που δεν περνούν από τις αισθήσεις, προκειμένου να λάβει γνώση ο νους. Δεν περνούν. Θα πούμε ότι αυτές είναι ανύπαρκτες; Είναι φανταστικές; Λοιπόν, θα σας πω έτσι για ένδειξη κάνα δυο τρία πραγματάκια.
Το άτομον της ύλης, γενικότερα, το ηλεκτρόνιο, αυτά δεν τα έχομε δει. Μη σας κάνει εντύπωση. Το ηλεκτρόνιο δεν το έχομε δει. Μόνο από τη συμπεριφορά του το κρίνομε. Το άτομο δεν το έχομε δει. Το άτομο της ύλης είναι τόσο μικρό. Δεν το έχομε δει. Μόνον από τη συμπεριφορά κρίνομε την ύπαρξη του ατόμου. Και πολύ περισσότερο τα λεγόμενα «υπατομικά στοιχεία». Ακόμη, η ίδια η δομή του ατόμου μας είναι άγνωστη. Απόδειξις; Υπάρχουν διάφορες θεωρίες γύρω από τη δομή του ατόμου. Οι ακτίνες Χ, λέγω αυτές, γιατί, ε, τουλάχιστον μία φορά θα πήγαμε στον γιατρό να μας ακτινογραφήσει. Είδατε πουθενά εσείς αυτές τις ακτίνες Χ; Κι όμως, έχομε κι άλλες αόρατες ακτίνες, οι λεγόμενες «κοσμικές ακτίνες». Αυτές που έρχονται από τον έξω κόσμο. Φερειπείν από τον ήλιον, όταν είναι στην πλευρά εκείνη -κι αυτό συμβαίνει κάθε ένδεκα χρόνια- που έχομε τις λεγόμενες «κηλίδες», που είναι στον ήλιο. Αυτές προξενούν μία κοσμική ακτινοβολία. Και είναι και αρκετά επικίνδυνη αυτή η κοσμική ακτινοβολία. Ωστόσο, δεν την βλέπομε αυτήν την κοσμικήν ακτινοβολία.
Ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα, που φθάνει στο ραδιόφωνό μας, το βλέπομε; Ή στην τηλεόρασή μας. Βλέπομε αυτό το κύμα; Ασφαλώς δεν περνάει από τις αισθήσεις μας. Ούτε από τα μάτια μας, ούτε από τα αυτιά μας, ούτε μετά θορύβου έρχεται κ.τ.λ. Εντούτοις, όμως, είναι πραγματικότης αυτό. Διότι την αποκάλυψη της παρουσίας ενός ηλεκτρομαγνητικού κύματος την έχομε δει από το ραδιόφωνο. Τι κάνει το ραδιόφωνο; Αποκαλύπτει εκείνο που δεν πέφτει στις αισθήσεις μας. Το ίδιο και μια εικόνα της τηλεοράσεως. Εάν, λοιπόν, στοιχεία, έτσι απλώς, από τον γνωστό μας κόσμο σας είπα, ενδεικτικά αυτά τα παραδείγματα, εάν, λοιπόν, στοιχεία του κόσμου του επιστητού, -αυτόν που τον βλέπομε τον κόσμον, τον ζούμε, είμεθα βυθισμένοι μέσα εις αυτόν τον κόσμον- δεν γίνονται αντιληπτά δια των αισθήσεων, πόσο περισσότερο μία μεταφυσική πραγματικότης; Πόσο περισσότερο;
Θυμηθείτε, εδώ και πολλά χρόνια πίσω, ο πρώτος αστροναύτης, ο Γκαγκάριν, επήγε… ε, επήγε στο διάστημα. Όταν γύρισε, ξέρετε τι είπε; «Δεν είδα», λέει, «πουθενά τον Θεό!». Τι θα λέγαμε; Θα λέγαμε … αφέλεια που εγγίζει την μωρίαν. Έμεινε παροιμιώδης η περίπτωση. «Δεν είδα», λέγει, «πουθενά τον Θεό»...
Έχομε όμως και το δεύτερο λογικό λάθος, στο οποίον υπέπεσε ο Απόστολος κι εμείς υποκείμεθα εις αυτήν την πτώσιν. Είναι αυτό που διατύπωσε ο ίδιος ο Θωμάς. «Ἐὰν μὴ ἴδω, οὐ μὴ πιστεύσω». «Εάν δεν δω, δεν θα πιστέψω». Εδώ έχομε, αν το αντιλαμβάνεστε, μια λογική αντίφαση. «Πιστεύω» σημαίνει ότι «δέχομαι κάτι που δεν έχει υποπέσει εις τις αισθήσεις μου».
Αντίθετα, όταν γνωρίσω κάτι, τότε περιττεύει η πίστις, να το πιστέψω. Γιατί απλούστατα η γνώσις καταργεί την πίστιν. Έχω κλειδιά μέσα στην τσέπη μου. Είναι ένα παράδειγμα που το έχω πει πάμπολλες φορές. Δεν πειράζει να το λέω και το ξαναλέω. Σε σας το έχω πει πολλές φορές. Τα βλέπετε; Όχι. Πιστεύετε ότι έχω κλειδιά στην τσέπη μου; Μπορεί να πει άλλος «Ναι», άλλος να πει «Όχι, δεν πιστεύω». Βγάζω τα κλειδιά από την τσέπη μου και σας τα δείχνω. Τώρα, θέλετε δεν θέλετε, όχι το πιστεύετε, αλλά τώρα το γνωρίζετε. Γιατί απλούστατα η γνώσις καταργεί την πίστιν. Παύω πια να πιστεύω ότι έχετε σεις στην τσέπη σας κλειδιά. Τώρα το γνωρίζω κι εγώ. Γιατί τα βλέπω.
Εκείνα που γνωρίζομε, σε σχέση με εκείνα που δεν γνωρίζομε, πρέπει να σας πω, είναι ελάχιστα. Ναι, ναι! Αυτό πρέπει να το πάρομε απόφαση, για να είμεθα πραγματισταί. Είναι πάμπολλα πάμπολλα! Το μεγαλύτερο ποσοστό, το 98, το 99, το 99,1, το 99,9 -ας μην προσδιορίσω- είναι γύρω μας και μέσα μας ένας άγνωστος, άγνωστος κόσμος. Κάτι πάρα πολύ λίγο μπορούμε να γνωρίζομε. Και εφόσον είναι δυνατόν να το γνωρίσομε. Κάτι που ανήκει εις την μεταφυσική, δεν μπορούμε να το γνωρίσομε.
Λέγει ο Απόστολος Παύλος τα εξής. Είναι στο 13ο κεφάλαιο, στην Α΄προς Κορινθίους, εκεί που μιλάει για την αγάπη. Λέει: «Βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον». «Βλέπομε», λέει- προσέξτε εδώ- «ἐν ἐσόπτρῳ». Μέσω ενός καθρέπτου. Δηλαδή να σας πω, να τοποθετηθώ. Έχω μόνον έναν καθρέπτη εδώ και βλέπω τι γίνεται από πίσω μου. Αυτό θα πει «ἐν ἐσόπτρῳ». Και βλέπω αινιγματωδώς. Εάν αυτός ο καθρέπτης είναι κοίλος κ.λπ., θα δω τα αντικείμενα που είναι πίσω μου, όπως είναι πραγματικά; Ή θα τα δω αλλιώτικα, με άλλο σχήμα; «Θα δω», λέει, «τότε, το πρόσωπον, τίνος; Του Χριστού· προσωπικά εγώ, με το δικό μου το πρόσωπο, θα δω Εκείνον». Τώρα; Εν αινίγματι βλέπομε. Εν αινίγματι. Θα έλεγα, με την εικόνα εδώ, αινιγματωδώς βλέπομε τον Χριστό. Και τόσα άλλα πράγματα. Ακόμα, αν θέλετε, και την Θεία Του Πρόνοια. Όσο κι αν είναι φανερή, κι αυτή, κατά κάποιο τρόπο, την βλέπομε αινιγματωδώς.
Για να μη νομισθεί μόνον ότι ήταν κάτι που το είπε ο Απόστολος Παύλος αυτό, το είχε πει και ο Πλάτων! Είναι γνωστό το «σπήλαιον του Πλάτωνος». Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό. Επιτρέψατέ μου κάτι να πω. «Ο άνθρωπος», λέει, «μοιάζει σαν να είναι μέσα σε ένα σπήλαιο. Αδυνατεί να γυρίσει το πρόσωπό του προς το άνοιγμα του σπηλαίου. Πάντα βλέπει στο βάθος του σπηλαίου. Αδύνατον να δει προς το άνοιγμα. Τότε», λέγει, «παρελαύνουν έξω από το στόμιον του σπηλαίου, παρελαύνουν τα αντικείμενα. Υπάρχει», λέγει, «μία φωτιά· η οποία ρίπτει τις ακτίνες της επάνω στ’ αντικείμενα, των οποίων αντικειμένων οι σκιές προβάλλονται εις το βάθος του σπηλαίου. Ο άνθρωπος, που πάντα είναι στραμμένος προς το βάθος του σπηλαίου, τι βλέπει; Βλέπει τα αντικείμενα; Όχι. Τι βλέπει; Βλέπει τις σκιές των αντικειμένων». Είναι πάρα πολύ ωραίο και χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Πλάτωνος.
Στον κόσμον αυτόν, αγαπητοί μου, δεν ξέρομε την φύσιν των όντων. Ό,τι και να πούμε, ό,τι και να κάνομε. Λέμε, φερειπείν, «Αυτό είναι πράσινο». Αν βάλω πράσινα γυαλιά…, βεβαίως το βλέπω πράσινο. Λέμε, «Ένα αντικείμενο είναι κόκκινο». Αν βάλω κόκκινα γυαλιά…- δηλαδή οι αισθήσεις μάς εξαπατούν. Ή, αν θέλετε, δεν επαρκούν, για να μας φανερώσουν όλα τα πράγματα που υπάρχουν.
Αυτά, λοιπόν, που είπε ο Απόστολος Θωμάς, ήταν κι αυτό ένα λάθος, αυτό που κάνομε κι εμείς καθημερινά. Ξέρετε ότι… -με συγχωρείτε, σήμερα λιγάκι τα πράγματα τα πήρα δεν ξέρω πώς- ένα πρόβλημα είναι το γνωσιολογικό εις την επιστήμη; Ένα πρόβλημα πρακτικώς ε, εφικτόν. Απόλυτα; Αδύνατον. Δηλαδή να μπορούμε να γνωρίσομε τα πράγματα, τα αντικείμενα, στη δομή τους, κ.τ.λ. κ.τ.λ. Πώς βλέπομε; Πώς κρίνομε; Λέγεται «γνωσιολογικόν πρόβλημα». Γιατί δεν μπορούμε εύκολα να προσεγγίσομε το θέμα. Έχομε πολλές μετρήσεις, αν το θέλετε, κάποιοι που ασχολούνται, πολλές μετρήσεις, να βγάλομε κάποια συμπεράσματα κ.τ.λ. κ.τ.λ., να βγάλομε ένα διάγραμμα, αλλά πάντοτε θα υπάρχει το πρόβλημα πώς βλέπομε.
Υπάρχει, όμως, και η αναγκαιότητα της πίστεως. Υπάρχει. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτος λόγος: Ο νους είναι πεπερασμένος. Και επί των θεμάτων του επιστητού, της Επιστήμης, αλλά πολύ περισσότερο στα μεταφυσικά προβλήματα, στα μεταφυσικά θέματα. Δεν είναι δυνατόν ο νους μας όλα αυτά να τα χωρέσει. Διδασκόμεθα στο σχολείο, επί παραδείγματι, για πράγματα αισθητά και τα αποδεχόμεθα με την πίστη στον διδάσκοντα. Μας κάνει Γεωγραφία, ένα παράδειγμα από την εποχή εκείνη θυμάμαι, τα σχολικά χρόνια. Και μας λέει ο καθηγητής ότι η πρωτεύουσα της Ιαπωνίας είναι το Τόκιο. «Κύριε καθηγητά, δεν το πιστεύω». Και μου λέει: «Πήγαινε στην Ιαπωνία να εξακριβώσεις ότι η πρωτεύουσα της Ιαπωνίας είναι το Τόκιο». Πέστε μου, πόσες χιλιάδες χρόνια πρέπει να ζει ο κάθε άνθρωπος, πηγαίνοντας να διαπιστώνει ανά πάσα στιγμή εκείνα τα οποία διδάσκεται, για να τα εξακριβώσει, γιατί δεν είναι δυνατόν να τα πιστέψει; Ορίστε...
Όλος ο όγκος της γνώσεως που υπάρχει και που αναφέρεται στην Επιστήμη, στηρίζεται εις την πίστιν. Ναι. Θα με διδάξει ο καθηγητής μου εκείνα τα οποία δεν θα μπορώ να ιδώ. Τα έχουν δει άλλοι, τα έχουν μελετήσει άλλοι, τα έχουν μετρήσει άλλοι. Μόνο ένα μικρό μέρος ανήκει στην πειραματική ή στην εμπειρική μας γνώση. Πολύ μικρό μέρος.
Δεύτερον, γιατί είναι αναγκαία η πίστις. Η γνώσις καταργεί την ελευθερία. Το σκεφθήκατε αυτό ποτέ; Ενώ η πίστις την περισώζει. Τι; Την ελευθερία; Μάλιστα. Λέμε: «Ένα συν ένα, ίσον δύο». Σας παρακαλώ, μπορείτε να το αρνηθείτε αυτό; Ότι ένα και ένα κάνει δύο; Δεν μπορείτε. Γιατί δεν μπορείτε; Γιατί ένα και ένα κάνει δύο! Ο νους μου έτσι με πληροφορεί. Άρα, λοιπόν, η ελευθερία μου καταργήθηκε σ’ αυτήν την γνώσιν 1+1=; Βάζω ένα ερωτηματικό. Ίσον; Αλλά θα το δεχθώ, είτε το θέλω, είτε δεν το θέλω. Ότι 1+1=2.
Γράφει ο Θεόφιλος Αντιοχείας… έχει πολύ ωραία πράγματα ο Θεόφιλος Αντιοχείας. Στην πρώτη του επιστολή προς Αυτόλυκον τα εξής: «Ἀλλὰ ἀπιστεῖς; - Γράφει στον Αυτόλυκον-. Ὅταν ἔσται (:Όταν θα είναι), τότε πιστεύσεις θέλων καί μή θέλων(:όταν θα δεις την πραγματικότητα, τότε θα πιστέψεις, είτε το θέλεις, είτε δεν το θέλεις. -Ακούσατε;). Καὶ ἡ πίστις σου εἰς ἀπιστίαν λογισθήσεται (:και αυτό που πίστεψες μέχρι εκείνη την ώρα, θα λογαριαστεί για σένα ως απιστία) ἐὰν μὴ νῦν πιστεύσης (:εάν τώρα δεν πιστεύσεις)». Φερειπείν, μπορείτε να λέτε ότι πιστεύω, όταν σας έδειξα τα κλειδιά που είχα στην τσέπη μου; Τώρα τα βλέπετε. Πάει η πίστις. Δεν υπάρχει.
Ενώ λέμε: «Ο Θεός είναι Τριαδικός». Τι σημαίνει αυτό; Ένα συν ένα συν ένα, τι; Όχι ίσον τρία. Ίσον ένα. 1+1+1=1. Αυτό τώρα είναι για μια στιγμή ανάποδο στο μυαλό μου. Είναι αντιλογικό. 1+1+1=1; Αυτό είναι ο Άγιος Τριαδικός Θεός, αγαπητοί μου. Ένας είναι ο Θεός. Τρία τα πρόσωπα. Έτσι αυτό ανήκει στον χώρο της… τον μυστικόν χώρον, τον πνευματικό, τον μεταφυσικόν χώρον. Ώστε, λοιπόν, έχω ανάγκη της πίστεως. Και αν το θέλετε, εκείνα τα οποία λέμε «επιστημονική θεωρία» -θεωρία!- δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα επιστημονικό πιστεύω. Για να ‘ρθει μία άλλη θεωρία, πληρεστέρα ίσως και να απορρίψει την πρώτη. Ή αν θέλετε, να έρθει πλήρης η αλήθεια και τότε δεν χρειάζομαι πια θεωρίες· έχω την επιστημονικήν αλήθειαν. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ θεωρίας επιστημονικής και αληθείας επιστημονικής. Εκεί δε, είναι γνωστό, σ’ αυτές τις θεωρίες, ως επί το πλείστον βρίσκεται το οικοδόμημα όλης της Επιστήμης και της γνώσεως. Εξάλλου, εάν η νόησις και η εμπειρία είναι ένας τρόπος υπάρξεως, αλλά και η πίστις ομοίως είναι και αυτή ένας τρόπος υπάρξεως.
Αυτά όλα ειπώθηκαν, αγαπητοί, στην αγάπη σας, με την αφορμή του Θωμά, που ήθελε να πληροφορηθεί την Ανάσταση του Χριστού με την βοήθεια των αισθήσεων. «Εάν δεν βάλω το δάχτυλό μου, δεν πιστεύω». Γι΄ αυτό ο Κύριος απήντησε εις τον Θωμά: « Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Αυτό, ότι «με είδες, γι'αυτό επίστευσες», ξέρετε τι είναι αυτό; Μία απάντησις επίπληξης. «Α, επειδή με είδες, γι'αυτό το πιστεύεις, ε; Και σε διορθώνω: Να γίνεις πιστός. Και να μην είσαι άπιστος. Μη στηρίζεσαι μόνον εις τις αισθήσεις σου».
Αλλά ο Θωμάς ήταν, αγαπητοί μου, καλοπροαίρετος άνθρωπος. Εξεπροσώπει εκείνους που δεν δέχονται εύκολα την πίστιν. Αλλά τίθεται το ερώτημα: Για να γίνει ο Θωμάς μαθητής του Χριστού, δεν χρειάστηκε στο ξεκίνημά του την πίστη; Σίγουρα ναι. Πολλοί, σήμερα, Χριστιανοί μας, δεν δέχονται εύκολα την ανάσταση των νεκρών. Ένα άλλο παράδειγμα αυτό. Παρότι πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού. Αν κάνω εδώ ένα δημοψήφισμα θα δείτε ότι είναι πολλοί, οι οποίοι δυσκολεύονται να πιστέψουν στην ανάσταση των νεκρών. Ενώ πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού. Ο Παύλος, με πολλά επιχειρήματα θα καταγράψει εις τους Κορινθίους, που εδέχοντο μεν την Ανάσταση του Χριστού, δεν εδέχοντο, όμως, την ανάσταση των νεκρών. Και θα τους πει: «Ἀγνωσίαν Θεοῦ τινὲς ἔχουσι». Πού ήταν η αγνωσία; Στην δύναμη του Θεού. «Πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω». «Το λέω για ντροπή σας», λέει ο Παύλος εις τους Κορινθίους.
Και για να ξαναγυρίσομε στο θέμα του Θωμά, ο Θωμάς ηξιώθη να πει τους μεγάλους εκείνους λόγους: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»· που είναι ανώτεροι από την ομολογία του Ναθαναήλ. Οι Πατέρες λέγουν ότι τελικά ο Θωμάς… να σας πω, σε κάποια τροπάρια αναφέρεται έτσι, σε άλλα κάποια τροπάρια… χθεσινά, στον Εσπερινό, αλλιώτικα, ο Θωμάς φαίνεται ότι δεν τόλμησε να βάλει το δάχτυλό του εις τον τύπον των ήλων. Ούτε να ψαύσει, να ακουμπήσει το Σώμα του Χριστού, την πληγή στα πλευρά. Όχι. Τρόμαξε ο Θωμάς. Και είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
Αγαπητοί, «οικονομικά», λένε οι Πατέρες, «έδειξε απιστία ο Θωμάς». Τι θα πει «οικονομικά»; Κατ’ οικονομίαν της Θείας Προνοίας. Ώστε να χαρακτηρίζεται από την Υμνολογία μας «καλή απιστία του Θωμά». Ακούσατε. Υπάρχει κακή και καλή απιστία; Η κακή είναι γνωστή. Αλλά υπάρχει και καλή απιστία; Ναι. Η καλή απιστία του Θωμά. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι του οφείλομε, όπως σας είπα και στην αρχή, ευγνωμοσύνη. Όπως, η απουσία του Θωμά αφήνει σε μας κάποια πρακτικά συμπεράσματα από την συμπεριφορά του. Να τ’ ακούσομε. Να μάθομε. Σε έναν πειρασμό της ζωής να μην ξεκόβομε από τον όμιλο των αδελφών. Όπως το έκανε ο Θωμάς. Και την έπαθε. Να χρησιμοποιούμε την εμπειρία και την πίστη των αδελφών. Σε θέματα, μάλιστα, πνευματικής ζωής. Να μην απομονούμεθα από τους αδελφούς· αδελφούς Χριστιανούς, εννοώ. Γιατί κινδυνεύομε να μας φάει ο λύκος διάβολος. Όπως συνέβη εις τον Ιούδα. Μετενόησε, λέει, μετεμελήθη, αλλά δεν πήγε να ζητήσει συγχώρεση από τον Χριστόν ο Ιούδας. Ή να βρει τους μαθητάς, τους συμμαθητάς του. Δεν πήγε. Και κατέληξε στην αυτοκτονία. Να είμεθα ανακοινωτικοί, όπου και όπως πρέπει. Όλα αυτά μας σώζουν. Και μη λησμονούμε ότι και οι άγιοι με τα λάθη τους μας διδάσκουν. Ευλογητός ο Θεός! Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας:
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_832.mp3