Θα σας πω κάτι που μου συνέβη τότε στην πείνα, στην Κατοχή. Είχα ένα χρέος, που έπρεπε να το δώσω. Είχα εντολή να το εξοφλήσω μέχρι το Πάσχα. Και έκανα μεγάλη οικονομία, για να κλείσω το χρέος.
Έτρωγα όλη την Μεγάλη Εβδομάδα λίγο ψωμάκι, πενήντα δράμια ψωμί, που κι αυτό ακόμη δεν μπορούσα να το αγοράσω· έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο. Θέλω να σας πω τι κάνει ο Θεός στη στέρηση, στην ανέχεια τη μεγάλη και πώς βοηθάει. Όχι ότι είχα αξία, αλλά με γλύκανε, για να μου δείξει πόσο Δυνατός είναι και πόσο πρέπει να Τον λατρεύουμε.«
»Ήλθε
το Μέγα Σάββατο και πήγα στις οκτώ το βράδυ στην εκκλησία, γιατί ο
πνευματικός μας διάβαζε από νωρίς τις “Πράξεις των Αποστόλων”. Όπως
γίνεται και στο Άγιον Όρος. Και κάθισα σε μια γωνιά και τραβούσα
κομποσχοινάκι. Όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτε, ούτε ένα
κεράκι, τίποτε! Τώρα πώς να πήγαινα στο “Δεύτε λάβετε φως”, αφού δεν
είχα κερί.