«Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. Εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον…» (Κατά Ἰωάννην α΄ 10-12)
«Εἶδα μέσα σ’ ἕνα βοῦρκο ἕναν ἄνθρωπο ποὺ πνιγόταν. Βούτηξα καὶ κατόρθωσα νὰ τὸν σύρω ἔξω, σχεδόν μισοπεθαμένο. Σιγά-σιγά συνῆλθε καὶ τότε γύρισε καὶ μὲ ἀγριοκοίταξε. “Γιατί μὲ ἔβγαλες;” ρώτησε. “Ἐγώ ἐκεῖ μέσα ζῶ”…» (Ἀντρέι Ταρκόφσκυ, «Νοσταλγία»)
Πάσχα. Παρὰ τό τρομακτικό ταξίδι τῆς ἀνθρωπότητας στήν καρδιά τοῦ σκότους, πού ὅλο καί βαθαίνει γύρω μας, καί παρά τὰ μαῦρα σύννεφα ποὺ συσσωρεύονται πάνω καί ἀπὸ τὴν καθημαγμένη καί προδομένη πατρίδα, δύσκολο νὰ μιλήσεις σήμερα γιὰ πράγματα χοϊκὰ. Σήμερα ἕνας χαροποιὸς λυγμός, λυτήριος τῆς θλίψης, καταυγάζει τὰ σύμπαντα. Ἐπειδή ἐν τῇ σκοτίᾳ τὸ Φάος ἠγέρθη καὶ ἀρρήτως φαῖνον τὰ πᾶντα καινὰ ἐποίησεν. Ποιὸς νὰ φοβηθεῖ πιὰ τὴ Νύχτα; Τώρα ὁ Ἅδης ἐπικράνθη καὶ ἐνεπαίχθη. Γιατὶ πίστευε πὼς εἶναι κραταιὸς καὶ πανσθενὴς. Μὰ πλέον ἡ ἐξουσία του ἀποδείχτηκε φενάκη.