Τή μέρα πού σταυρώσανε τόν Κύριο, ἀνάμεσα στούς στρατιῶτες πού κυκλώνανε τόν σταυρό, ἔτυχε νἄναι κι ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος.
Ὥς τήν ὥρα ἐκείνη, ὁ ἄνθρωπος αὐτός οὔτε εἶχε γνωρίσει, οὔτε εἶχε καταλάβει τόν Κύριο. Ὅμως ξαφνικά ἡ ψυχή του ἐσκίρτησε καί τά μάτια του εἶδαν. Γιατί τόν ἀγαθό καί πρᾶο Διδάσκαλο οἱ κακοί τόν εδικάσανε καί τόν στεφανώσανε μέ ἀγκάθια, καί τόν βάλανε μέ καταφρόνια νά κουβαλήσει τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, καί τοῦ καρφώσανε τίς παλάμες καί τά πόδια μέ σιδερένια καρφιά καί τόνε σήκωσαν ἀνάμεσα στούς κακούργους.
Τήν ὥρα πού ἡ δίψα τόν ἔκαιγε, τοῦ δώσανε ξίδι πικρό, καί ὁ Λογγῖνος ὁ ἴδιος, σύμφωνα μέ τό πρόσταγμα πού εἶχε, τοῦ χτύπησε τό πλευρό μέ τό κοντάρι. Καί σάν ἦρθε ἡ ὥρα, ὁ Κύριος ἔγειρε τό μέτωπο καί ξεψύχησε. Κι ἔγινε στήν ἀρχή σά μιά φοβερή σιωπή στήν πλάση.
Ἔπειτα ξαφνικά τρικύμισε ἡ γῆ κι ὁ ἥλιος σκοτείνιασε, καί μέ τό σεισμό, ραγίσανε οἱ πέτρες καί ἀνοιχτήκανε οἱ τάφοι τῶν πεθαμένων. Κι ἡ ψυχή τῶν πολεμιστῶν ἐτρόμαξε, κι ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος ψιθύρισε μέ φόβο: «Ἀληθινά ὁ γυιός τοῦ Θεοῦ ἦταν αὐτός!». Κι ἀφοῦ θάψανε τό σῶμα τοῦ ζωοδότη Χριστοῦ, ὁ Λογγῖνος ἔλαβε καί πάλι διαταγή ἀπό τόν Πιλάτο, νά φρουρήσει μέ τούς στρατιῶτες του τόν ἐνταφιασμένο.
Κι ὅταν φάνηκε τό φῶς τῆς δόξας καί ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἐσήκωσε τήν πέτρα ἀπό τόν τάφο, οἱ στρατιῶτες τυφλωθήκανε καί πέσανε μέ τό μέτωπο στή γῆ καί, νιώθοντας τήν καρδιά του νά ἀναρριγάει ἀπό νέο σεισμό, ὁ ἑκατόνταρχος πίστεψε στόν Κύριο. Μαζί πιστέψανε καί δύο στρατιῶτες του καί ἀμέσως ὁμολογήσανε τήν ἀλήθεια καί γίνανε κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τό μάθανε οἱ ἀρχιερεῖς, τούς φωνάξανε καί τούς ξετάσανε, κι ὁ Λογγῖνος εἶπε:
− Τά μάτια μου εἴδανε τό θαῦμα καί ἡ ψυχή μου τήν ἀλήθεια...
Ἀφοῦ κάνανε συμβούλιο οἱ ἀρχιερεῖς μέ τούς πρεσβυτέρους, γυρίσανε στόν ἑκατόνταρχο καί τοῦ μίλησαν ἔτσι:
− Αὐτό πού λές, πολεμιστή, ἤτανε τοῦ νοῦ σου παιχνίδι. Οἱ μαθητάδες τοῦ Ναζωραίου ἤρθανε τή νύχτα καί τόν κλέψανε ἀπό τόν τάφο.
− Καί ᾽γώ κι οἱ σύντροφοί μου αὐτοί, ἀποκρίθηκε ὁ Λογγῖνος, δέν εἴμαστε τυφλοί κι οὔτε μᾶς πῆρε ὁ ὕπνος, γιατί οἱ φρουροί τοῦ Καίσαρα δέν κοιμοῦνται ποτέ. Δέν μποροῦμε νά κρύψουμε αὐτό πού εἴδαμε στ᾽̓ ἀλήθεια.
Οἱ ἀρχιερεῖς δοκιμάσανε τότε νά δολώσουνε τούς στρατιῶτες μέ χρήματα.
− Ἡ ἀλήθεια εἶναι πιό δυνατή ἀπό τ̓᾽ ἀσήμι σας, ἀπάντησε ὁ Λογγῖνος. Μάταιο κόπο κάνετε νά σκοτεινιάσετε αὐτό πού λάμπει πιότερο κι ἀπό τόν ἥλιο. Ἐγώ θά ἐξακολουθῶ νά μολογάω τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκούγοντας τά λόγια αὐτά, τό συνέδριο τῶν Φαρισαίων φρύαξε, καί μίσησε τόν Λογγῖνο καί τούς συντρόφους του, κι ὅλη τήν ὀργή πού εἶχαν πρίν καταπάνω στόν Χριστό, οἱ Ἑβραῖοι τή στρέψανε τώρα καταπάνω στόν ἑκατόνταρχο. Σηκωθήκανε, πήγανε στόν Πιλάτο, τόν συκοφαντήσανε μέ λογῆς λογῆς ραδιουργίες καί παραμονεύανε τόν κατάλληλο καιρό νά τόν ἀφανίσουνε.
Ὅμως ὁ Λογγῖνος, ξέροντας πώς εἶναι παλιός καί γνώριμος στρατιώτης τοῦ Καίσαρα, δέν τρόμαζε ἀπό τά λόγια μηδέ ἀπό τίς φοβέρες τους. Μά ἐκήρυχνε, πώς ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί πώς τήν Ἀνάστασή του τή ζωοποιό τήν εἶδε μέ τά μάτια του.
Ὕστερα ἀπό καιρό, νιώθοντας νά πληθαίνει γύρω του τό μῖσος καί τό φαρμάκι, ἀποφάσισε ν᾽̓ ἀφήσει τήν ὑπηρεσία του καί νά φύγει μακριά ἀπό τόν τόπο τῶν ἐχθρῶν του. Παρατώντας τήν αὐτοκρατορική στολή καί τόν ζωστήρα τοῦ στρατιώτη, πῆρε μαζί τούς δυό φίλους του, πού εἴχανε ὅπως κι αὐτός τήν ἴδια ἀφοσίωση στόν Χριστό, καί ξεκόψανε ἀπό τό πλῆθος τῆς πολιτείας.
Ἀρχίζοντας καινούργια ζωή, καταγίνονταν μέ τήν πίστη στόν Χριστό. Γνωρίσανε τούς ἀποστόλους καί πῆραν ἀπ᾽̓ αὐτούς τό βάπτισμα καί ὕστερα ἀπό λίγο καιρό παρατήσανε τά Ἱεροσόλυμα καί τραβήξανε στήν Καππαδοκία. Ἐκεῖ, ὁ ἑκατόνταρχος Λογγῖνος, μέ τή βοήθεια τῶν συντρόφων του, στάθηκε κήρυκας καί ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, καί πολλούς ἔβγαλε ἀπό τή νύχτα τῆς πλάνης καί τούς γύρισε στόν Θεό.
Ἀφήνοντας ἔπειτα καί τήν Καππαδοκία, τράβηξε κατά τή γῆ τῶν γονιῶν του, στό χωριό ὅπου εἶχε γεννηθεῖ. Καί κεῖ ζοῦσε ἥσυχα, μέ νηστεία καί προσευχή, παρηγορώντας ὅσους ὑποφέρανε καί ἔχοντας στήν καρδιά του τόν σταυρό.
Κι ἔγινε μεγάλη ταραχή στό συνέδριο τῶν Φαρισαίων στά Ἱεροσόλυμα, πώς ὁ ἑκατόνταρχος γέμισε ὅλη τήν Καππαδοκία μέ τή διδασκαλία καί τή μαρτυρία του γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γιά τοῦτο, οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ ἀρχιερεῖς, γεμάτοι νέα χολή, πήγανε στόν Πιλάτο μέ δῶρα πολλά καί τόν παρακαλέσανε νά στείλει μήνυμα τοῦ Καίσαρα στή Ρώμη καί νά καταδόσει τόν Λογγῖνο, πώς παράτησε τό στρατιωτικό του ἀξίωμα κι ἔφυγε, καί πώς ξέκοψε ἀπό τή ρωμαϊκή ἐξουσία, καί ταράζει τόν λαό στήν Καππαδοκία, κηρύχνοντας ἄλλο βασιλιά.
Κι ὁ Πιλάτος δέχτηκε τά δῶρα κι ἄκουσε τήν παράκληση. Καί ἔστειλε στόν Καίσαρα Τιβέριο γράμμα γεμάτο συκοφαντία γιά τόν Λογγῖνο. Καί μαζί μέ τό γράμμα τοῦ Πιλάτου, στείλανε οἱ Ἰουδαῖοι πολύ χρυσάφι στόν Καίσαρα, ἐξαγοράζοντας ἔτσι τόν θάνατο τοῦ ἑκατόνταρχου.
Μόλις ὁ Πιλάτος πῆρε ἀπό τόν Καίσαρα γράμμα, πού ὅριζε τήν καταδίκη σέ θάνατο τοῦ Λογγίνου γιά τήν πίστη του στόν Χριστό, ἀμέσως τό δίνει, ὅπως ἦταν στούς Ἰουδαίους, καί στέλνει, γιά τή θανάτωση τοῦ ἁγίου, ἀνθρώπους, πού ἦταν πρόθυμοι (νά κάνουν μιά τέτοια πράξη).
Ἐκεῖνοι λοιπόν, ἀφοῦ ἔφτασαν στήν Καππαδοκία καί ἔμαθαν ὅτι ὁ Λογγῖνος ζεῖ ἀσκητικά σέ κάποιο πατρικό του κτῆμα, πηγαίνουν ἀμέσως ἐκεῖ καί πιάνουν κουβέντα μαζί του, χωρίς νά ξέρουν πώς εἶναι ἐκεῖνος, γιά τόν ὁποῖο σέ τόσους κόπους μπῆκαν καί τόσο δρόμο ἔκαναν. Γι᾽αὐτό ρωτοῦσαν καί τόν ἴδιο, ποιός ἦταν ὁ Λογγῖνος καί ποιός ὁ ἀγρός ὅπου ἔμενε. Ἐπειδή λοιπόν, τήν ὥρα ἐκείνη, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀποκάλυψε τά πάντα στόν Λογγῖνο, (ὁ ἅγιος) στράφηκε ἤρεμα πρός τό μέρος τους, καί τούς λέει μέ φωνή ὅλο πραότητα καί καλωσύνη:
− Ἀκολουθῆστε με, καί θά σᾶς δείξω ἐγώ αὐτόν πού ζητᾶτε. Τότε λοιπόν ὁ μακάριος, νιώθοντας λές εὐφροσύνη καί ἀπολαμβάνοντας ἀπό τώρα τή μελλοντική ἡδονή καί κάνοντας δεκτό μέ χαρά τόν μαρτυρικό θάνατο πρίν ἀκόμα μαρτυρήσει, ἄρχισε νά μονολογεῖ:
− «Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τά ἀγαθά!». Τώρα θά δῶ ἀνοιγμένους τούς οὐρανούς! Τώρα θά γνωρίσω τή δόξα τοῦ Πατρός! Τώρα θ᾽ἀνέβω πανευφρόσυνα, μέ νικητήριες ἐπευφημίες καί ἔνδοξα τρόπαια, στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, τήν πατρίδα τῶν ἀγγέλων καί τή μητρόπολη τῆς χορείας τῶν Ἁγίων Πάντων.
Τώρα βγάζω ἀπό πάνω μου τόν χωμάτινο χιτώνα καί ἀφήνω τά πολυστέναχτα δεσμά τῆς σάρκας. Τώρα ξεντύνομαι τή φθορά καί ντύνομαι μέ χαρά τήν ἀφθαρσία. Φεύγω ἀπό τήν πρόσκαιρη ζωή καί τίς φουρτοῦνες της, μέ τά μεγάλα κύματα καί τά φοβερά ναυάγια, καί φτάνω στό ἀληθινό καί μοναδικό λιμάνι, ὅπου θά βρῶ τήν ἄλυπη καί αἰώνια ζωή.
Νά χαίρεσαι, ψυχή μου, τώρα πού φεύγεις γιά τόν Πλάστη σου! Ἄς λάμψει ἀπό χαρά τό πρόσωπό σου _ αὐτό ζητάει τώρα ἡ περίσταση! Κι ἐκείνους πού θά σοῦ χαρίσουν τόσα ἀγαθά, νά τούς ὑποδεχθεῖς φιλόφρονα, Λογγῖνε! Νά προσφέρεις πλούσιο γεῦμα σ᾽̓ αὐτούς, πού σέ καλοῦν στό Βασιλικό Δεῖπνο!
Μετά ἀπ̓᾽ αὐτόν τόν μονόλογο, ὁ Λογγῖνος ὁδηγεῖ τούς ἐπισκέπτες του στό σπίτι του. Καί ἀφοῦ τούς φιλοξένησε πλουσιοπάροχα, ἀρχίζει μετά τό δεῖπνο νά τούς ρωτάει πάλι γιά ποιό λόγο εἶχαν ἔρθει καί γιατί ἀναζητοῦσαν τόσο ἐπίμονα τόν Λογγῖνο. Κι ἐκεῖνοι, ἀφοῦ πρῶτα τόν ὅρκισαν νά μή φανερώσει σέ κανένα τό μυστικό, τοῦ λένε τί ἔγραψε ὁ Καίσαρας στόν Πιλάτο, καί ὅτι ἦρθαν γιά ν᾽̓ ἀποκεφαλίσουν τόν Λογγῖνο μαζί μέ δύο στρατιῶτες.
Ὅταν ὁ ἅγιος ἔμαθε καί τό ποιοί ἦταν οἱ ἄλλοι δύο πού θά θανατώνονταν μαζί του _ ἐκεῖνοι δηλαδή πού προτίμησαν (ν᾽ἀκολουθήσουν) τόν Χριστό παρά νά γίνουν πληρωμένα ὄργανα τῶν Ἰουδαίων _ καί ἐπειδή πρίν ἀπό λίγο εἶχαν φύγει, εἰδοποίησε νά ἔρθουν πάλι γρήγορα πίσω, γιά ν᾽̓ ἀπολαύσουν μαζί του τά μοναδικά ἀγαθά.
Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ φιλοξένησε τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Πιλάτου μία καί δεύτερη μέρα, τήν τρίτη τούς πῆρε μαζί του σ᾽̓ ἕναν ἀγρό, περιμένοντας ἐκείνους πού κάλεσε. Καί σάν ἔμαθε πώς ἔφταναν, λέει παρευθύς στούς ἀνθρώπους τοῦ Πιλάτου:
− Ἐγώ εἶμαι ὁ Λογγῖνος πού ζητᾶτε!
Στήν ἀρχή δυσπιστοῦσαν. Γιατί πῶς νά πιστέψουν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μελλοθάνατος, ὅταν τόν ἔβλεπαν ν̓᾽ ἀντιμετωπίζει μέ τόση χαρά τόν κίνδυνο;
Μόλις ὅμως βεβαιώθηκαν πιά πώς εἶναι ἐκεῖνος καί δέν τούς ἔμενε καμιά ἀμφιβολία, τό πῆραν βαριά. Τούς ἔπνιξαν οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως.
− Ὦ κακότυχο δεῖπνο! ἔλεγαν. Ὦ πικρή φιλοξενία! Πῶς ἔκανες, φίλε Λογγῖνε, τέτοιο πράγμα; Γιατί τό σπίτι σου δέχθηκε ἐκείνους πού ἦρθαν νά σέ θανατώσουν; Θάνατος σοῦ γίνεται αὐτή ἡ φιλοξενία! Τόν ἑαυτό σου θά προσφέρεις σάν ἐπιδόρπιο στό τραπέζι! Ληστές σοῦ βγῆκαν οἱ φιλοξενούμενοί σου _ τί παράδοξο!
Τί ἄλλο θά μποροῦσες νά κάνεις, γιά νά δώσεις τόση λύπη σ᾽̓ ἐκείνους πού ἦρθαν νά πραγματοποιήσουν τή σφαγή σου; Φύγε λοιπόν, παίρνοντας σάν ἀνταμοιβή τῆς φιλοξενίας σου τή λύτρωση ἀπ᾽̓ τόν θάνατο. Δέν ἀντέχουμε νά βάλουμε πάνω σου τό ξίφος.
Κοκκινίζουμε, (καθώς ἀναλογιζόμαστε) τό πλούσιο τραπέζι (πού μᾶς παρέθεσες). Ντρεπόμαστε αὐτόν πού μέ τόση φροντίδα μᾶς φιλοξένησε. Τό χέρι παραλύει μπροστά στόν φόνο. Ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά σκεφτεῖ τοῦ εὐεργέτη τόν θάνατο. Προτιμότερος εἶναι ὁ κίνδυνος (τῆς τιμωρίας μας) ἀπό τόν Πιλάτο παρά ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως. Εἴμαστε ἕτοιμοι ὅλα νά τά ὑποφέρουμε, παρά νά πληρώσουμε μέ τέτοιο νόμισμα τόν Λογγῖνο.
Αὐτά ἔλεγαν μέ πολλή θλίψη οἱ στρατιῶτες στόν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Δέν μποροῦσαν ὅμως νά πείσουν τόν Λογγῖνο. Ὁ ἀληθινά γενναῖος τούς ἀπάντησε μέ γενναιότητα:
− Γιατί, ἀγαπητοί μου, δείχνετε φθόνο γιά τά μεγάλα ἀγαθά (πού μέ περιμένουν); Γιατί μοιρολογᾶτε μέ τόσο πόνο γιά τόν θάνατό μου; Δέν εἶναι γιά μένα θάνατος αὐτός ἐδῶ, ἀλλά ζωῆς ἀπαρχή. Θάνατος στ᾽̓ ἀλήθεια εἶναι γιά μένα μᾶλλον ἡ παραμονή ἐδῶ στή γῆ, γιατί δέν βρίσκομαι κοντά στόν Κύριό μου καί δέν ἀπολαμβάνω τήν οὐράνια μακαριότητα. Τό τέλος θά μοῦ φέρει τέλος τῶν κακῶν καί ὄχι τέλος τῆς ζωῆς. Ἀπεναντίας, θά μέ μεταφέρει στήν πραγματικά αἰώνια ζωή.
Τήν ὥρα πού μιλοῦσε ὁ Λογγῖνος, λέγοντας αὐτά καί ἄλλα περισσότερα καί προσπαθώντας νά πείσει τούς ἀνθρώπους τοῦ Πιλάτου νά κάνουν ὅ,τι εἶχαν διαταχθεῖ, καταφθάνουν καί οἱ στρατιῶτες, πού εἶχαν καταδικαστεῖ μαζί του σέ θάνατο. Καθώς τούς εἶδε, τό πρόσωπό του φωτίστηκε. Ἁπλώνει τό δεξί του χέρι καί τό τυλίγει γύρω ἀπ᾽τόν τράχηλό τους. Ἔπειτα φιλάει μέ στοργή τά μάτια τους καί τούς λέει:
− Χαίρετε, στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του! Εἶναι κιόλας ἀνοιγμένη γιά μᾶς ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ ἄγγελοι περιμένουν νά παραλάβουν τίς ψυχές μας καί νά τίς ὁδηγήσουν κοντά στόν μονογενῆ Υἱό (τοῦ Θεοῦ). Γι᾽ αὐτό λοιπόν _ στράφηκε τώρα στούς ἀπεσταλμένους _ κάντε αὐτό πού προσταχθήκατε!
Ὕστερα φόρεσε καθαρά ροῦχα, πού τοῦ ἔφεραν ἀπό τό σπίτι _ λές καί τόν εἶχαν καλέσει σέ γάμο, καί βιαζόταν νά πάει! _ , γονάτισε μαζί μέ τούς συντρόφους του καί τελείωσε μ᾽αὐτούς τόν ἀγώνα... Ὤ τί μακάριο τέλος! Ἀποκεφαλίστηκαν καί κατατάχθηκαν στή χορεία τῶν ἁγίων μαρτύρων.
(Ἀπό τά βιβλία α) ΚΙΒΩΤΟΣ, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 1991, σ.106-107 καί β) ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, ἐκδ. Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ἀθήνα 1998, σ. 235-238)
Πηγή: https://filoinikodimou.blogspot.com/
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου