Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

π. Δημήτριος Μπόκος: Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

 
π. Δημήτριος Μπόκος
 

Ὁ Χριστὸς εἶπε κάποτε στοὺς Ἰουδαίους: «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰω. 8, 56). Ποιὰ εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ ποὺ γεμάτος χαρούμενη ἐλπίδα ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ ὁ Ἀβραάμ; Εἶναι ἡ μέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἐνανθρώπησε. Ἡ μέρα ποὺ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος στὴ γῆ. Δὲν τὴν εἶδε βέβαια ἐνόσῳ ζοῦσε ὁ Ἀβραάμ, ἀλλὰ τὴν εἶδε καὶ ἀγαλλίασε ἀπὸ τὸν τόπο τῆς μακαριότητας, ὅπου ζεῖ αἰώνια κοντὰ στὸν Θεό. 

Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μαρτυροῦν ὅτι ἡ ἔλευσή του στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία μας δὲν ἔγινε ξαφνικὰ καὶ ἀπρόσμενα. Ἦταν κάτι ποὺ ὁ Θεὸς τὸ προετοίμαζε σιγὰ-σιγὰ διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Καὶ φανέρωνε σταδιακὰ τὴν ἐξαρχῆς πρόθεσή του αὐτή, «τὴν ἀρχαίαν βουλήν», ἄλλοτε συγκεκαλυμμένα καὶ ἄλλοτε πιὸ φανερά, στοὺς ἐκλεκτούς του σὲ κάθε γενεά. Ὁ Ἀβραὰμ ἦταν ἰδιαιτέρως ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ. Τόσο, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐναβρύνεται νὰ ὀνομάζεται Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀποκαλύψει εἰδικὰ στὸν Ἀβραὰμ τὸ σχέδιό του ὁ Θεός. 

Πότε καὶ πῶς ἔγινε ἡ ἀποκάλυψη αὐτή; Ὅταν ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἀβραάμ: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου» καὶ πήγαινε στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Καὶ θὰ σὲ κάνω μεγάλο ἔθνος καὶ θὰ σὲ εὐλογήσω… «Καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς». Καὶ παρακάτω: «Καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. 12, 1-3. 22, 18). Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία (ὑπόσχεση) τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀβραὰμ θὰ γινόταν μέσῳ τοῦ σπέρματός του, κάποιου σπουδαίου δηλαδὴ ἀπογόνου του, πατέρας ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ποιὸς ἦταν ὁ ἀπόγονος αὐτός; 

Τὸν κατονομάζει ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος. «Στὸν Ἀβραὰμ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ οἱ ὑποσχέσεις καὶ στὸ σπέρμα του. Δὲν λέγει ὁ Θεὸς “καὶ τοῖς σπέρμασιν”, ὅπως θὰ ἔλεγε ἂν ἐπρόκειτο γιὰ πολλοὺς ἀπογόνους, ἀλλὰ λέγει “καὶ τῷ σπέρματί σου”, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν ἀπόγονο, “ὅς ἐστι Χριστός”» (Γαλ. 3, 16). 

Κατανοώντας ἀλάνθαστα στὴν πληρότητά της τὴν ἐπαγγελία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, «ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην» (Ρωμ. 4, 3). Ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ εὐλογημένου ἀπογόνου του, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ λάμβαναν ὅλα τὰ ἔθνη τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴ σωτηρία τους, πολὺ πρὶν ὁ Θεὸς παραδώσει τὸν νόμο του. Ἡ παράδοση τοῦ νόμου ἔγινε πολὺ ἀργότερα, «μετὰ ἔτη τετρακόσια καὶ τριάκοντα», στὸ ὄρος Σινᾶ μὲ τὸν Μωυσῆ. 

Ἡ πρώτη αὐτὴ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ εὐλογημένου ἀπογόνου του ἦταν «διαθήκη προκεκυρωμένη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς Χριστόν». Διαθήκη ποὺ ἀναφερόταν στὸν Χριστό, ἐπικυρωμένη μὲ ὅρκο τοῦ Θεοῦ. Ὁ νόμος ἀργότερα δὲν δόθηκε μὲ σκοπὸ νὰ ἀκυρώσει τὴν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραάμ. Ἂν μποροῦσε νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν τήρηση τοῦ νόμου (πρᾶγμα ποὺ ἀποδείχθηκε ἀδύνατο) ἡ σωτηρία, δὲν θὰ διδόταν ἀπὸ πρὶν ὡς ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἦταν ἁπλῶς ἀνταμοιβὴ γιὰ τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Ἀλλὰ στὸν Ἀβραὰμ «δι’ ἐπαγγελίας κεχάρισται ὁ Θεός». Τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ χάρισε τὴ σωτηρία μὲ τὴν ὑπόσχεσή του. 

Γιατί τότε δόθηκε ὁ νόμος; «Τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ τὸ σπέρμα ᾧ ἐπήγγελται». Ὁ νόμος δόθηκε, ὥστε μὲ τὶς ἀναπόφευκτες συνεχεῖς παραβάσεις του νὰ ὁδηγοῦνται οἱ ἄνθρωποι σὲ ὅλο καὶ βαθύτερη συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ἀδυναμίας τους, ἕως ὅτου ἔλθει ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, χάριν τοῦ ὁποίου δόθηκε ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Χριστὸς (Γαλ. 3, 17-19. Πρβλ. και Β΄ Τιμ. 1, 9-10). 

Μέχρι νὰ ἔρθει ὁ καιρὸς αὐτός, τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, προσφέρονταν στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου (καὶ μετέπειτα στὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος) δῶρα καὶ θυσίες ἀτελεῖς, ποὺ ἁπλῶς συμβόλιζαν ὅσα θὰ γίνονταν στὸν καιρὸ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ δώσουν στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὶς πρόσφεραν πνευματικὴ τελειότητα καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Ὅλα ὅσα προσφέρονταν τότε, θυσίες, διακρίσεις φαγητῶν καὶ ποτῶν, πλύσεις καὶ ἄλλες διατάξεις, ἦταν μόνο γιὰ νὰ καθαρίζουν τὸ σῶμα, «μέχρι καιροῦ διορθώσεως ἐπικείμενα». Προσωρινὰ μέτρα μέχρι νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς ποὺ θὰ διόρθωνε καὶ θὰ ἀποκαθιστοῦσε τὰ πάντα (Ἑβρ. 9, 9-10). 

Καὶ ὅσο ὁ Χριστὸς δὲν ἐρχόταν ἀκόμη, ἡ προσδοκία τῆς ἐλεύσεώς του γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ, παρέμενε καὶ δυνάμωνε στοὺς ἀνθρώπους συνεχῶς. Μὰ ὁ Θεός, πιστὸς στὶς ἐπαγγελίες του, εὐδόκησε νὰ πράξει ὅ,τι ὑποσχέθηκε στὸν Ἀβραάμ. Ἔστειλε στὴ γῆ τὸν Υἱό του γιὰ νὰ γεννηθεῖ καὶ νὰ φέρει εἰς πέρας, διὰ τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεώς του, τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ εὐλογηθοῦν πράγματι στὸ πρόσωπό του «πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς». 

 
Ὅσοι λοιπὸν διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἀντὶ νὰ θαρροῦμε στὰ καλά μας ἔργα, ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη τοῦ Ἀβραάμ, γινόμαστε κι ἐμεῖς διὰ τοῦ εὐλογημένου ἀπογόνου του, τοῦ Χριστοῦ, σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ «καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι». Κληρονομοῦμε τὴν ἴδια εὐλογία καὶ σωτηρία ποὺ ὑποσχέθηκε στὸν πατέρα μας Ἀβραὰμ ὁ Θεὸς (Γαλ. 3, 29).
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου