Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ [:Ματθ. 2,1-12] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ» [25-12-2000] (Β΄ ἔκδοσις)

 

Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ [:Ματθ. 2,1-12]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 25-12-2000]

(Β΄ ἔκδοσις)

Ὅταν ὁ Θεὸς Λόγος, ἀγαπητοί μου, ἐδημιούργει τὸ σύμπαν, ὅρισε μιὰ χρονικὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὸ ἐπεσκέπτετο ὁ Ἴδιος ἐμφανῶς. Καὶ αὐτὴ ἡ μεγάλη ἐπίσκεψις εἶναι ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ ἡ παρουσία Του στὴ γῆ τὴν κατέστησε τὴ γῆ μας τὸ κέντρον τοῦ κτιστοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο γεγονὸς στὸν ὁρατὸν καὶ εἰς τὸν ἀόρατον κτιστὸν κόσμον, μπροστὰ στὸν ὁποῖο ἔμεινε ἔκπληκτος καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ ἀγγελικὸς κόσμος. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐκπληκτικὰ ἔγιναν μέσα στὴν ἡσυχία μιᾶς νύκτας. Ἄν ὁ Θεὸς εἶπε στὴν ἔναρξη τῆς Δημιουργίας Του: «Γενηθήτω φῶς» -καὶ «ἐγένετο φῶς»-, ὅμως εἰς τὸ σκότος τῶν βουλῶν Του ὑπῆρχε ἡ μεγάλη πρόθεσις τῆς Ἐνανθρωπήσεως.

Ἡ νύκτα τῶν Χριστουγέννων. Ἡ πιὸ μεγάλη καὶ ἁγία νύκτα ἀπὸ ὅλες τίς νύχτες τῆς Δημιουργίας. Νύκτα ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔκανε τὴν παρουσία Του εἰς τὴν γῆ. Ἀλλὰ γιατί; Διότι αὐτὴ στάθηκε τὸ μεγάλο πλαίσιο καὶ τὸ μεγάλο σκηνικὸ τῶν ἐπιμέρους γεγονότων τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Γιατί σὲ αὐτὴν ἔγινε ὁ τοκετός· ἡ ἀνάκλισις εἰς τὴν φάτνην· ὁ εὐαγγελισμὸς τῶν ποιμένων ἀπὸ τὸν ἄγγελο· ὁ ὕμνος τῶν ἀγγέλων στὸ μεσουράνημα· ἡ ἐπίσκεψις τῶν ποιμένων. Γιατί λοιπὸν νύκτα; Ἄν τὸ φῶς εἶναι γλυκύ, τὸ σκότος εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ μυστήρια. Τὸ φῶς φανερώνει, ἡ νύκτα κρύβει. Δημιουργεῖ κλίμα στὸν ἄνθρωπο. Ἐτυμολογεῖ μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τὴ λέξη νύξ, νύκτα, τὴ λέξη ἡ νύξ - τῆς νυκτὸς καὶ λέγει: «Νὺξ λέγεται ἐπειδὴ νύττει, τρυπάει, νύττει τὸν ἄνθρωπον· ἡ γὰρ νὺξ κατανυγὴ ἐστίν· διότι ἡ νύχτα», λέει, «εἶναι κατανυγή, τρύπημα· τρύπημα τῆς καρδιᾶς...».... Καὶ δὲν γνωρίζω βέβαια ἐὰν αὐτὴ ἡ ἀπόδοση τῆς ἐτυμολογίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἀκριβῆς, δὲν γνωρίζω, ἀλλὰ εἶναι ἀκριβὲς ὅ,τι πράγματι συμβαίνει.

Ὡστόσο, τὴ νύχτα ἔγινε ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πληροφορεῖ ὁ Λουκᾶς καὶ μᾶς λέγει: «Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες  φυλακὰς τῆς νυκτός» -δηλαδὴ σκοπιὲς τῆς νυκτός- «ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν». Δὲν μποροῦσε ἕνας ἄνθρωπος, βέβαια, νὰ ἀγρυπνᾷ ὅλη νύχτα γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ βόσκουν πολλὲς φορὲς τὸ βράδυ τὰ πρόβατα, ἀλλὰ εἴχανε σκοπιές. Τὴ νύχτα λοιπὸν ἐγίνετο αὐτὴ ἡ ὅλη φροντίδα τοῦ ποιμνίου. Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὶς θερμὲς χῶρες τὰ πρόβατα τὴν ἡμέρα δὲν βόσκουν -κάνει ζέστη- καὶ βόσκουν συνήθως τὴ νύχτα. Τὸ ξέρετε αὐτό...

Πρέπει, ὅμως, νὰ ἐρευνήσομε γιατί ἔλαβε χώρα ὁ τοκετὸς ἐν καιρῷ νυκτός. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ὅτι «τρία μυστήρια κραυγῆς ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη». Τρία, λέει, μυστήρια κραυγῆς, δηλαδὴ ἠχηρά, τὰ ὁποῖα ὅμως πραγματοποιήθηκαν μέσα στὴν ἡσυχία καὶ δὴ τῆς νυκτός· ἀλλὰ γενικὰ στὴν ἡσυχία, χωρὶς τὴ δημοσιοποίηση. Τρία πράγματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ποιά εἶναι αὐτά; Λέει: «Ἔλαθεν τὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου»ξέφυγε ἀπὸ τὴ γνώση» - ποιός εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ αἰῶνος τούτου; Εἶναι ὁ διάβολος. «Ξέφυγε», λέγει, «ἀπὸ τὴν παρατήρηση καὶ ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου, τί; Ἡ παρθενία Μαρίας καὶ ὁ τοκετὸς αὐτῆς. Ὁμοίως καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». Αὐτὰ τὰ τρία· τὰ ὁποῖα ἔγιναν, ἦταν κραυγαλέα καὶ ἔγιναν ἐν ἡσυχίᾳ.

Μιὰ μικρὴ ἀνάλυση νὰ σᾶς κάνω. Κάνει ἐντύπωση ὅτι ὅταν ὁ Θεὸς δικάζει τοὺς πρωτοπλάστους, ἀποτείνεται πρὸς τὴν Εὔα καὶ τῆς λέει: «Ἀπὸ τὸ δικό σου σπέρμα θὰ γεννηθεῖ Ἐκεῖνος ποὺ θὰ σὲ σώσει». Κατ᾿ ἀρχάς, Ποιός ὁμιλεῖ; Ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς Λόγος. Ἐκεῖνος ποὺ προσωπικὰ θὰ ἤρχετο νὰ ἐνανθρωπήσει. Τί καταπληκτικὸ πρᾶγμα! Γιατί ἀποτείνεται ὅμως πρὸς τὴν Εὔα; Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποτανθεῖ εἰς τὸν Ἀδάμ. Ἡ γυναῖκα δὲν ἔχει σπέρμα. Καὶ λέει «ἐκ τοῦ σπέρματός σου»· σπέρμα ἔχει ὁ Ἀδάμ. Ἐδῶ ὑπαινίσσεται τὴν ἐκ Παρθένου γέννησιν τοῦ Ἰδίου ποὺ λέγει αὐτά· τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἀπὸ τότε ὁ διάβολος ἔψαχνε τὰς παρθένους νὰ ἀνακαλύψει ποιά θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία θὰ συνέτριβε, θὰ γεννοῦσε Υἱὸν καὶ θὰ συνέτριβε τὸ κεφάλι τοῦ ὄφεως· δηλαδὴ τοῦ διαβόλου. Ὁπότε αὐτὸ ἔγινε μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ Θεοῦ· ὁ διάβολος δὲν τὸ πῆρε εἴδηση.

Ναί. Ἀλλὰ καὶ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐδῶ δὲν εἶναι αὐτὸς καθ᾿ ἑαυτόν, δηλαδὴ ὁ σταυρικὸς θάνατος, ἀλλὰ εἶναι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ· διότι, τί ὥρα ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ; Ποιός τὸ ξέρει; Συμβατικά, ἀγαπητοί μου, ἐπειδὴ ὁ Κύριος εἶπε: «Θὰ ἀναστηθεῖ τὴν τρίτη ἡμέρα» καὶ τὸ μέτρημα τοῦ εἰκοσιτετραώρου ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα, μὲ τὴ δύση τοῦ ἡλίου, αὐτὸ ποὺ λέμε ἑσπερινός, μὲ τὸν ἑσπερινὸ ἀρχίζει ἡ ἄλλη ἡμέρα. Συνεπῶς, Σάββατο ἀπόγευμα ὁ Κύριος εἶναι εἰς τὸν τάφο· ἀλλὰ μετά, ὁ Κύριος ἀνεστήθῃ -τί ὥρα; Βέβαια, περάσαμε πρὸς τὴν Κυριακήν, γιὰ νὰ κλείσουνε οἱ τρεῖς ἡμέρες: Παρασκευή, Σάββατο -ὁλόκληρο- καὶ Κυριακή. Τί ὥρα; Αὐτὸ εἶναι ἄγνωστο. Τί ὥρα, δηλαδή, ὁ Χριστὸς ἀνεστήθῃ- συμβατικά σας εἶπα, λέμε «μετὰ τίς 12» γιὰ νὰ ἔχομε τίς τρεῖς ἡμέρες.

Ἔτσι ἡ νύκτα, γίνεται, ἀγαπητοί, τὸ σύμβολο τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ νύκτα τὸ σύμβολο τῆς σιγῆς τοῦ Θεοῦ· καὶ τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν μυστήριον εἶναι ἡ Ἐνανθρώπησις. Εἶναι τὸ «σεσιγημένον μυστήριον» ποὺ λέγει στὴν Πρὸς Ρωμαίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «σεσιγημένον μυστήριον», δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ δὲν δημοσιεύτηκε, «χρόνοις αἰωνίοις», στὰ πρότερα χρόνια, δὲν δημοσιεύτηκε. Ἐγίνετο ὑπαινιγμός, χωρὶς ὅμως μιὰ γνώση σαφῆ· «φανερωθέντος δὲ νῦν», λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «τώρα δέ, φανερώθηκε». Καὶ ποιό εἶναι τὸ «σεσιγημένον μυστήριον»; Ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, «μυστήριον σεσιγημένον μέν, κραυγαλέον δέ».

Ἕνα ἄλλο μυστήριο ποὺ ἔλαβε χώρα ἐν καιρῷ νυκτὸς εἶναι -ἤδη σᾶς τό ᾿πα- ἡ ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Νύκτα ἀκόμα ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν μήτρα τῆς Παρθένου, νύκτα ἐξῆλθε ἀπὸ τὴν νοητὴν μήτρα τοῦ τάφου, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὸν καινούριο ἄνθρωπο, τὸν ἀθάνατο, τὸν ἀναπλασμένο καὶ αἰώνιο καὶ εὐτυχῆ ἄνθρωπο. Ἡ νύκτα εἶναι λοιπὸν σύμβολο τοῦ παρόντος αἰῶνος, ἀλλὰ καὶ τοῦ παρόντος βίου· ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν μέλλοντα καὶ φωτεινὸν αἰῶνα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ αἰὼν τῆς ἀβεβαιότητος καὶ τῆς ἀμφιβολίας ὁ παρὼν αἰών. Γι᾿ αὐτὸ εἰσάγεται -προκειμένου νὰ φτάσουμε νὰ ξεπεράσουμε ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ γνωρίσουμε- εἰσάγεται ἡ πίστις.

Ἄν ἔπρεπε νὰ μιλήσω γιὰ τὴν πίστη, θὰ ἔπρεπε ὥρα πολλὴ νὰ μιλάω. Μάλιστα ἀρκεῖ νὰ σᾶς πῶ ὅτι ὁ Ἀβραὰμ σώθηκε καὶ θεωρεῖται, ὄχι γιατί εἶναι γενάρχης -γενάρχης εἶναι καὶ ὁ Ἀδάμ- ἀλλά... δυστυχῶς· ὁ Ἀβραὰμ σώθηκε διότι ἐπίστευσε, ὅπως τὸ λέει ἡ Γραφή. Καὶ τὸ χρησιμοποιεῖ αὐτὸ ἀτόφιο τὸ χωρίο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: ὅτι «ἐλογίσθη αὐτῷ ἡ πίστις» -εἰς τὸν Ἀβραάμ- «ἐλογίσθη εἰς δικαιοσύνην». «Λογαριάστηκε ἀρετή, μεγάλο πρᾶγμα»! Διότι ἡ πίστις γεννάει τὴν  ὑπακοὴ καὶ τὴν προσδοκία. Τὸ εἶπε ὁ Θεός. Θὰ γίνει. Ἀφοῦ τὸ εἶπε ὁ Θεός, δὲν ὑπάρχει θέμα. Εἶπε στὸν Ἀβραάμ: «Θὰ ἀφήσεις ἀπόγονο». Ξέρετε πότε τοῦ τὸ εἶπε αὐτό; Ὅταν ὁ Ἀβραὰμ ἦταν 75 χρονῶν· καὶ περίμενε ἄλλα 25 χρόνια. Ποῦ ὁ διάδοχος; Πουθενά! Κι ὅμως- ἦταν δὲ πλούσιος ὁ Ἀβραάμ, εἶχε πολλά... «Κύριε, ποῦ θὰ τὰ ἀφήσω αὐτά;» καὶ τὸ σπουδαιότερον, τοῦ λέγει ὁ Θεός: «Αὐτὴ τὴ γῆ θά σοῦ τὴ δώσω ὅλη-τὴν Παλαιστίνη». «Τί θὰ μοῦ δώσεις, Κύριε; Ἐγὼ εἶμαι γέρος, ἐγὼ πεθαίνω καὶ μοῦ λὲς ὅτι θὰ μοῦ δώσεις αὐτὰ ὅλα; Ἀφοῦ δὲν ἔχω διάδοχο, ποιός θὰ μὲ κληρονομήσει;». Τὸ εἶπε ὁ Θεός; Τελείωσε. Κι ὅταν ὁ Θεὸς δίνει τὸν Ἰσαάκ, τὸν υἱὸ τῆς ἐπαγγελίας -τῆς ὑποσχέσεως- ὁ Ἀβραὰμ ἦταν 100 χρονῶν· καὶ ἡ Σάρα ἦταν 90 χρονῶν! Δὲν παραλείπει ἡ Γραφὴ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι «ἐξέλιπον τὰ γυναικεῖα τῆς Σάρρας» -δηλαδὴ δὲν εἶχε πλέον γονιμότητα. Αὐτὸ θὰ πεῖ πίστις! Ἁπλῶς ἕνα μικρὸ δεῖγμα σᾶς ἔδωσα νὰ καταλάβετε. Μήπως ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι θέμα πίστεως; «Τὸ εἶπε ὁ Χριστός», θὰ λέμε. «Ἀφοῦ τὸ εἶπε ὁ Χριστός, τελείωσε. Τὸ εἶπε ὁ Χριστός».

Πιστεύομε, λοιπόν, αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπομε· γιατί δὲν βλέπομε; Γιατί εἶναι νύκτα· δηλαδὴ νοητὴ νύκτα, ἔχομε ἄγνοια καὶ τὴ νύκτα δὲν γίνεται ὁρατὸ τὸ εἶδος. Τὸ «εἶδος», ἀκοῦστε γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε αὐτό, ἕνα ὡραῖο χωρίο ποὺ ἔχει στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος: «Διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους». Τὸ «εἶδος» στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ θὰ πεῖ: ἡ ὄψις. Θὰ πεῖ ὄψις. Λοιπὸν περπατᾶμε -ζοῦμε- «πολιτευόμεθα διὰ τῆς πίστεως, οὐ διὰ εἴδους»· «δὲν ἔχομε τὰ πράγματα, δὲν ἔχομε τὰ ἀντικείμενα φανερὰ μπροστά μας». Ἀρκεῖ νὰ σᾶς πῶ ὅτι αὐτὸ τὸ ἐκφράζει καὶ ὁ Πλάτων· ὁ παρ᾿ ἡμῖν Πλάτων· ὁ Ἕλληνας Πλάτων, ὁ φιλόσοφος, ὅταν θέλει νὰ δείξει ὅτι ἡ γνῶσις εἶναι αἰνιγματώδης καὶ ἀναφέρεται σὲ ἐκεῖνο τὸ λεγόμενο «σκοτεινὸ σπήλαιον». Ἀξίζει μὲ δύο λόγια νά σᾶς τὸ πῶ. Προσέξτε. Λέει: «Ἄνθρωπος εἶναι στραμμένος πρὸς τὸ βάθος ἑνὸς σπηλαίου. Εἶναι κοντὰ στὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, ἀλλὰ ἐστραμμένος πάντοτε πρὸς τὸ βάθος. Πίσω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει μία φωτιά. Καὶ πρὸ τῆς φωτιᾶς περνοῦν τὰ γεγονότα. Ἀλλά, περνῶντας τὰ γεγονότα, ρίχνουν τὴ σκιά τους στὸ βάθος τοῦ σπηλαίου, χωρὶς ποτὲ ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορέσει νὰ γυρίσει νὰ ἰδεῖ τὰ ἀντικείμενα, τὰ γεγονότα ἀπὸ μόνα τους. Δὲν μπορεῖ νὰ τὰ δεῖ. Κι ἐκεῖνα ποὺ ὑπάρχουν, κι ἐκεῖνα ποὺ θὰ ὑπάρξουν. Τότε, τί βλέπει; Βλέπει ἁπλῶς τὴ σκιὰ τῶν ἀντικειμένων, τὴ σκιὰ τῶν γεγονότων. Ἀσαφῶς...».... Αὐτὸ δείχνει ὅτι εἰς τὸν παρόντα κόσμο δὲν ξέρομε παρὰ μόνο ἐλάχιστα πράγματα· ὅ,τι μᾶς ἀποκαλύψει, ἀγαπητοί μου, ὁ Θεός, ξαναγυρίζοντας εἰς τὸν χῶρον τοῦ Χριστιανισμοῦ, τῆς ἀποκαλύψεως- ἔχομε ἀποκάλυψη.

Ὅλος, λοιπόν, ὁ ἀρχαῖος κόσμος ζοῦσε τὴ νύκτα τῆς ἀγνοίας- τὴ νύκτα τῆς ἀγνοίας τοῦ Θεοῦ. Γράφει -δὲν θὰ ἑρμηνεύσω γιατί πέρασε ἡ ὥρα- γράφει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς: «Ἡλίου μέν, ἡλίου μὴ ὄντος (:δὲν ὑπάρχει ἥλιος) νὺξ ἂν ἦν τὰ πάντα (:ὅλα εἶναι σκοτάδι)· οὕτως ἢ μὴ τὸν λόγον ἔγνωμεν καὶ τούτῳ κατηυγάσθημεν οὐδὲν ἂν τῶν σιτευομένων ὀρνίθων ἐλειπόμεθα». Ἄν ὁ Θεὸς Λόγος δὲν μᾶς ἀπεκάλυπτε, δὲν θὰ ξέραμε τίποτα· ὅσο ξέρουνε οἱ κότες μας στὸ κοτέτσι -σιτευόμενες ὂρνιθες-, ἄλλο τόσο θὰ ξέραμε κι ἐμεῖς. Τί ξέρουν οἱ κότες μας; Τίποτα δὲν ξέρουν οἱ κότες μας! Καὶ συνεχίζει: «ἐν σκότει πηαινόμενοι καὶ θανάτῳ τρεφόμενοι». Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα. Τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε, ἐὰν δὲν μᾶς ἀπεκάλυπτε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Λόγος. Κι ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἦρθε μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ αἰῶνος μας, θέλει νὰ γίνει φῶς στὰ μάτια μας καὶ στὴ ζωή μας νὰ βλέπομε καὶ νὰ καταλαβαίνομε-ἀλλὰ διὰ τῆς πίστεως πάντοτε. Γι᾿ αὐτὸ ἀναφωνεῖ ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς: «Ἀπόλαβε τὸν Χριστόν, ἀπόλαβε τὸ βλέπειν, ἀπόλαβέ σου τὸ φῶς». «Πᾶρε», λέει, «τὸν Χριστόν, πᾶρε τὴ δυνατότητα νὰ βλέπεις, πᾶρε τὸ φῶς».

Καὶ ὁ Ἅδης, ἀγαπητοί μου, εἶναι σκοτεινός. Καὶ ὅπως κατέβηκε νύχτα στὴ γῆ, ἔτσι κατέβηκε καὶ στὸν σκοτεινὸ Ἅδη, γιὰ νὰ τὸν μεταβάλει -στοὺς δικαίους μόνον- σὲ φῶς, σὲ παράδεισον. Καὶ ὅλη ἡ γῆ ἦταν σκοτεινή. Καὶ ἡ εἰδωλολατρία ἔκανε τὴ γῆ σκοτεινή. Δυστυχῶς ἐπανερχόμεθα εἰς τὴν εἰδωλολατρία... Καὶ μάλιστα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ Ἕλληνες, ἐπανερχόμεθα εἰς τὴν εἰδωλολατρία-κάποτε ἂς τὸ καταλάβομε αὐτό· οἱ ὁποῖοι εἰδωλολάτραι, νεοειδωλολάτραι κάνουν καὶ προσηλυτισμό. Δὲν μιλῶ γιὰ τὸν Μασονισμό, ὁ ὁποῖος εἶναι πέρα γιὰ πέρα, ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ εἰδωλολατρία, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς τοῦ Μασονισμοῦ γίνεται ἀπόπειρα νὰ ἀναβιώσει ἡ εἰδωλολατρία. Δηλαδή, τὸ δωδεκάθεο τοῦ Ὀλύμπου. Τὸ καταλάβατε αὐτό;

Ἔτσι ὅλη ἡ γῆ μας ἦταν σκοτεινὴ κάποτε. Ἔγινε χριστιανικὴ καὶ πάλι ξαναγυρίζει στὸ σκοτάδι. Σημειώνει ὁ Ματθαῖος καὶ λέγει: «ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν -σ᾿ αὐτὴ τὴν Γαλιλαία τῶν Ἐθνῶν εἶχαν κατοικήσει κάποιοι ἀπόγονοι τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου· σᾶς τὸ λέω γιὰ τὴν ἱστορία-, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει -ἦταν τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας- εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». Καὶ αὐτὴ ἡ προφητεία ἀναφέρεται εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Σκότος λοιπὸν παντοῦ, νύχτα παντοῦ! Γι᾿ αὐτὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦλθε νύχτα, γιὰ νὰ μᾶς κάνει αἰσθητὸ ὅτι βρισκόμαστε εἰς τὸ σκοτάδι. Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι βαθύτερο: ἤθελε νὰ δείξει ὁ Ἰησοῦς ὅτι εἶναι ὁ Δημιουργὸς ὄχι μόνο τοῦ φωτός, ἀλλὰ καὶ τοῦ σκότους. Μήν σᾶς κάνει ἐντύπωση αὐτό -διότι τί θὰ πεῖ σκότος; Ἀπουσία φωτός! Τὸ λέμε πολὺ ἁπλά· διότι τότε οἱ ἄνθρωποι πίστευαν ὅτι εἶναι δύο ξεχωριστὰ πράγματα τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Καὶ εἶχαν εἰσαγάγει τὴ δυαρχία. Ὁ θεὸς τοῦ φωτός, ὁ Ἀπόλλων, καὶ ὁ θεὸς τοῦ σκότους! Σὲ ὅλες τίς χῶρες τῆς Μεσογείου ἔχομε αὐτὴν τὴν δυαρχίαν -δὲν σᾶς λέγω πιὸ πολλά. Κι ὅμως λέει ὁ Ἠσαΐας: «Ἐγὼ ὁ κατασκευάσας φῶς καὶ ποιήσας σκότος». «Ἐγώ, ὁ Ἕνας Θεός. Ἐγὼ εἶμαι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος ἔκανα τὸ φῶς, ἔκανα καὶ τὸ σκοτάδι». Σήμερα μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε πολὺ ἁπλά, σᾶς εἶπα ἀπουσία φωτὸς εἶναι τὸ σκότος. «Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν πάντα ταῦτα», λέει στὸ 45ο κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐου ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιὰ μᾶς εἶναι πολὺ κατανοητὸ αὐτὴ τὴ στιγμή. Κι ὅμως, δὲν ἤτανε κατανοητὸ στοὺς παλαιούς.

Καὶ ἡ νύκτα τοῦ ἀνήκει τοῦ Θεοῦ, εἶναι δική Του, εἶναι δική Του! Δὲν ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλον θεόν· εἶναι ἡ νύκτα τὸ κάτοπτρον, ὁ καθρέφτης τοῦ ἐνάστρου οὐρανοῦ. Κι αὐτός, τὴ νύκτα τῆς Γεννήσεως, δοξάζει τὸν Δημιουργό του. Τὰ ἀστέρια εἶναι ἔργα τῶν δακτύλων Του. Καὶ βλέπομε ὅλα τὰ θαυμάσια ἐκεῖνα μέσα στὴν νύκτα, ἰδίως τὸν ἔναστρον οὐρανόν. Ἔπρεπε κι αὐτὰ νὰ δώσουν τὴν δοξολογική τους μαρτυρία, καὶ ἰδιαίτερα τὸ μεγάλο ἀστέρι τῆς Γεννήσεως. Γιὰ νὰ πεῖ ὁ Ψαλμωδός: «Σὴ ἐστὶν ἡ ἡμέρα, καὶ σὴ ἐστὶν ἡ νύξ, καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν».

Γιὰ νά σᾶς -δὲν ξέρω ἂν ἔχετε ἀπορία, ἂν ἔχετε διαβάσει- τί ἦταν τὸ ἀστέρι αὐτό; Τὸ ἀστέρι τῆς Γεννήσεως, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἀστέρι, ἀλλὰ δὲν ἦταν φυσικὸ ἀστέρι· διότι ἡ περιγραφὴ ποὺ μᾶς κάνει ὁ Ματθαῖος εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἦταν κάποιο ἀστέρι, ὅπως οἱ ἀστρονόμοι μέχρι σήμερα -μέχρι σήμερα!- ὅτι «ἔχομε σύνοδο ἀστέρων» -ξέρετε τί θὰ πεῖ «σύνοδος ἀστέρων»- καὶ ἐδόθηκε πολλὴ λαμπρότης», τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ἡ περιγραφὴ δείχνει ὅτι δὲν εἶναι τὰ πράγματα ἔτσι. Τί; «Ὅταν», λέγει, ὅτι «τὸ ἀστέρι ἐξαφανίστηκε, ὅταν οἱ μάγοι μπῆκαν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπανεμφανίστηκε ὅταν οἱ μάγοι βγῆκαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἔλεγαν: «Τώρα ποῦ θὰ πᾶμε; Ποῦ θὰ πᾶμε;». Τὸ εἶχαν ὁδηγὸ τὸ ἀστέρι· ἀλλὰ κάποια φορὰ τὸ ξαναεῖδαν τὸ ἀστέρι καὶ μάλιστα», λέγει ἐκεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, «ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα». Πολὺ μεγάλη χαρά! Θὰ πήγαινε ἀλλιώτικα τὸ ταξίδι τους χαράμι! «Ταξιδέψαμε» - ὕστερα ἀπὸ ἕναν χρόνο, ξέρετε, ἦρθαν οἱ μάγοι νὰ προσκυνήσουν τὸν Βασιλέα, βλέποντας τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἀστέρος. Δὲν ἦταν ὅτι ἦταν στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ τὴν ἀνατολή, ὅλα τὰ ἀστέρια, ὅλος ὁ οὐρανός, γιατί γυρίζει ἡ γῆ ἔτσι; Ἔχουμε, ἔχουμε -ἀνατέλλουν καὶ δύουν τὰ ἀστέρια. Γιατί γυρίζει ἡ γῆ, τὸ ξαναλέω ἄλλη μία φορά. «Λοιπόν, ὁπότε, ὅταν ἔφτασαν στὴ Βηθλεέμ, τὸ ἀστέρι», λέει, «στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸ σπίτι» -δὲν ἦταν πιὰ στάβλος, γιατί βρήκανε τόπο νὰ πᾶν νὰ μείνουν μετὰ τὴν ἀπογραφήν. «Τὸ ἀστέρι στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἦτο ὁ Ἰησοῦς, τὸ βρέφος». Ἐρωτῶ: Ποιό ἀστέρι στέκεται πάνω ἀπὸ τὴν ταράτσα ἑνὸς σπιτιοῦ; Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ προσδιορίσεις ὅταν εἶναι πολὺ ψηλά. Τί ἦταν λοιπὸν αὐτὸ τὸ ἀστέρι; Δὲν ἦταν ὅπως σήμερα καὶ μέχρι σήμερα, σᾶς εἶπα, οἱ ἀστρονόμοι προσπαθοῦν νὰ δώσουν μία ἐξήγηση· ἦταν ἄγγελος ὑπὸ μορφὴν ἀστέρος. Ἔτσι μᾶς λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀγαπητοί. Μέσα στὴ νύκτα ἀναζητᾷ ἡ ψυχὴ Ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀγαπήσει. Ὅπως λέει τὸ «Ἆσμα Ἀσμάτων»: «Ἐπὶ κοίτην μου -στὸ κρεβάτι μου- ἐν νυξί -τὴ νύκτα- ἐζήτησα ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου». «Ἐκεῖ ἀναζήτησα Ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε ἡ ψυχή μου». Ἡ νύχτα, τόσο γιὰ τὸν Θεό, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀποτελεῖ ἕνα σπουδαῖο στοιχεῖο. Καὶ ἡ νύκτα τῶν Χριστουγέννων ὁμοίως συνιστᾷ ἕνα οὐσιῶδες στοιχεῖο. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας στὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων διατηρεῖ τὴν νύκτα. Εἴδατε τί ὥρα ἀρχίσαμε; Στὶς 5 τὸ πρωί. Ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἐκκλησίες. Δείχνει ὅτι τὸ σκοτάδι, παρότι πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες, ἀκόμη διατηρεῖται εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς ἀκατηχήτους Χριστιανούς μας. Γι᾿ αὐτό, τὸ σκοτάδι θυμίζει ὅτι πρέπει διαρκῶς νὰ ἀναζητοῦμε τὸν Χριστόν. «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί -λέγει ἕνα τροπάριο τῶν ἡμερῶν-, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός· ἀκολουθήσωμεν λοιπόν, ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ, ποὺ περπατάει τὸ ἀστέρι.

Ὁ Σωτῆρας μας ἐγεννήθῃ, ἀλλὰ γιὰ πάμπολλους Χριστιανούς μας εἶναι σὰν νὰ μὴ γεννήθηκε. Μετέβαλαν τὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως σὲ εὐκαιρία καταναλωτισμοῦ καὶ ἁμαρτωλῶν διασκεδάσεων... Τί κρίμα, ἀλήθεια! Πόση ἀδικία! Ἀδικοῦν τὸν ἑαυτό τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοί...

Ἄς τὸ φωνάξουμε σὲ ὅλους τοὺς τόνους: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε! Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦλθε ἀνάμεσά μας· καὶ ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ἡ ἀγάπη Του Τὸν ἔφερε στὴ γῆ. Καὶ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», θὰ καταγράψει ἀργότερα ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «καὶ ἐσκήνωσεν» -ἔβαλε τὴ σκηνή Του, τὴν κατοικία Του- «ἐν ἡμῖν» - ἀνάμεσά μας. «Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν» -συνεχίζει ὁ Ἰωάννης- «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» - ὅσοι Τὸν πῆραν, διὰ τῆς πίστεως, τοὺς ἀξιώνει ὅτι νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Εὔχομαι σὲ ὅλους σας, ἀγαπητοί μου, ἀληθινὰ Χριστούγεννα.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ἀπομαγνητοφώνηση, ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ὁμιλίας:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΗ:

•  http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/mnhmh_agivn/mnhmh_agivn
_019.mp3

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου