Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΕΜΠΤΗ 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου


Λεχὼ ἄμωμον ἀνδρὸς μὴ γνοῦσαν λέχος,
Δώροις ἀμώμοις δεξιοῦμαι τοῖς λόγοις.
Mολπὴν ἁγνοτάτῃ λεχοῖ εἰκάδι ἕκτῃ ἀείδω.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς βρέφος βαστάζουσα, ἐν ταῖς ἀγκάλαις Ἁγνή, τὸν πάντων δεσπόζοντα, σάρκα λαβόντα ἐκ σοῦ, χαρᾶς ὤφθης πρόξενος· ὅθεν πᾶσα ἡ κτίσις, ἀνυμνεῖ χαρμοσύνως, σήμερον Θεοτόκε, τὴν φρικτήν σου λοχείαν· πηγὴν γὰρ ἀθανασίας, κόσμῳ ἐκύησας.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. β’.
Ὁ πρὸ Ἑωσφόρου ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθεῖς, ἐπὶ γῆς ἀπάτωρ ἐσαρκώθη, σήμερον ἐκ σοῦ· ὅθεν ἀστὴρ εὐαγγελίζεται Μάγοις, Ἄγγελοι δὲ μετὰ Ποιμένων ὑμνοῦσι, τὸν ἄσπορον τόκον σου, ὦ Κεχαριτωμένη.

Μεγαλυνάριον.
Θρόνος ἐπηρμένος πέλεις Ἁγνή, φέρουσα ὡς βρέφος, τὸν τὰ πάντα ἐν τῇ δρακί, φέροντα ὡς Κτίστην· ὑμνοῦμέν σου Παρθένε, τὴν ὄντως ὑπὲρ λόγον μεγαλειότητα.

Ὁ Οἶκος
Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα, ἡ μυστικὴ ἄμπελος ὡς ἐπὶ κλάδων, ἀγκάλαις ἐβάσταζε, καὶ ἔλεγε. Σὺ εἶ καρπός μου, σὺ εἶ ἡ ζωή μου. Ἀφ' οὗ ἔγνων, ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός· τὴν γὰρ σφραγῖδα τῆς Παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον, κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον, σάρκα γενόμενον. Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς· Ἁγνὴ γὰρ εἰμι, σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ· ὡς γὰρ εὗρες, ἔλιπες μήτραν ἐμήν. Διὰ τοῦτο συγχορεύει πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.

Ἡ Φυγὴ Στὴν Αἴγυπτο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου


Ἥκοντα πρὸς σέ, τὸν πάλαι πλήξαντά σε,
Αἴγυπτε φρίττε, καὶ Θεὸν τοῦτον φρόνει.

Ὅταν οἱ μάγοι προσκύνησαν τὸν Χριστό, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα τους, χωρὶς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ἡρώδη. Τότε ἄγγελος Κυρίου φάνηκε σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάρει τὸ παιδὶ μὲ τὴν μητέρα του καὶ νὰ φύγει στὴν Αἴγυπτο (Εὐαγγέλιο Ματθαίου, Β’ 13 – 18).

Καὶ ἔμειναν ἐκεῖ, μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης, γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου Ὠσηέ: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Ὠσ. ια’ 1). Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἡρώδης ἔστειλε στρατιῶτες καὶ θανάτωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴν Βηθλεὲμ καὶ τὰ περίχωρά της, ἀπὸ ἡλικίας δύο ἐτῶν καὶ κάτω. Διότι τόσο εἶχε ὑπολογίσει τὴν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, Τὸν ὁποῖο φοβόταν ὅτι θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὴν βασιλεία.
Ἐπίσης, ἡ φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, φράσσει καὶ τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅπως λέει, ἂν δὲν ἔφευγε ὁ Κύριος καὶ φονευόταν ἀπὸ τὸν Ἡρώδη , θὰ εἶχε ἐμποδιστεῖ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἂν πάλι τὸν συνελάμβαναν καὶ δὲν φονευόταν, θὰ ἔλεγαν πολλοὶ ὅτι δὲν φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ μόνο κατὰ φαντασία. Ἔπειτα, ἡ φυγὴ φανερώνει ἄλλη μιὰ φορά, ὅτι τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ματαιώσει τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ὁμολογητής


Χριστῷ παραστάς, Εὐθύμιε τρισμάκαρ,
Πλήρης ἀλήκτου τυγχάνεις εὐθυμίας.

Ο Σ. Εὐστρατιάδης, στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸν τὰ ἑξῆς:

Ἤκμασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780 – 797), γεννηθεῖς ἐν Λυκαονίᾳ καὶ σπουδάσας ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν σπουδῶν αὐτοῦ κατέφυγεν εἰς μονὴν τινά, ἀποκαρεῖς μοναχὸς καὶ διαπρέψας ἐν τῇ μοναχικῇ πολιτείᾳ, διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν παιδείαν αὐτοῦ προεβιβάσθη εἰς τὸν μητροπολιτικὸν θρόνον τῶν Σαρδέων, λαβῶν μέρος ἐν τῇ κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἀθροισθείσῃ ἐν Νίκαιᾳ τὸ δεύτερον Ἑβδόμῃ οἰκουμενικῇ συνόδῳ (787), ἐν ᾗ τὴν ὀρθὴν τῆς ἐκκλησίας δόξαν μετὰ παρρησίας καὶ θάρρους καθωμολόγησε καὶ ὑπέγραψε (ἴδε Mansi, τ. XII, σ. 1087 – 1088).

Τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτοῦ προσόντα ἐκτιμῶντες οἱ βασιλεῖς ἐνεπιστεύθησαν αὐτῷ διαφόρους δημοσίας ἀποστολάς, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς βασιλείας Νικηφόρου Α’ (802 – 811), ἐπὶ καταγγελία γενομένη παρὰ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου ἐν Σάρδεσι ὅτι ἔκειρε μοναχὴν κόρην, ἣν ἐζήτει οὗτος εἰς γάμον, ὁ Εὐθύμιος ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθεῖς. Ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπανῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολη (814), ἀλλὰ καὶ πάλιν μετὰ τὴν ἔκρηξιν τῆς εἰκονομαχίας ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813 – 820), ὁπαδὸς τῆς ἐναντίας ταχθεῖς μερίδος, ἐξωρίσθη εἰς Ἄσσον (παρὰ τὸ Ἀδραμύτιον), ἔνθα παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Λέοντος ἀνακληθεῖς ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820 – 829), ἀλλὰ καὶ τοῦτον καταβροντήσας δι’ ὧν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ εἶπεν, «εἰ τὶς οὖ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰκόνι περιγραπτὸν ἤτω ἀνάθεμα», ἐξώργισε καὶ ἠνάγκασε νὰ ἐξορίσει αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκρίταν, ἔνθα ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς ζοφερωτάτην φυλακὴν ἐκεῖ διὰ βουνεύρων τυπτόμενος καὶ ἐκ τῶν πληγῶν ἐξογκωθεῖς ὡς ἀσκὸς ὀκτὼ ἡμέρας μετὰ τὴν ἄθλησιν, πρὸς Κύριον ἔξεδημησε». Θεῷ παραστάς, Εὐθύμιε, τρισμάκαρ, πλήρης ἄληκτου τυγχάνεις εὐθυμίας.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 11η Ὀκτωβρίου.)

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῶν Σαρδέων πρόεδρος, καὶ Ἐκκλησίας φωστήρ, καὶ στόμα θεόσοφον, ὁμολογίας λαμπρᾶς, ἐδείχθης Εὐθύμιε· ὅθεν τῇ μυριπνόῳ, καὶ ἁγίᾳ σου Κάρᾳ, ταύτην τὴν πόλιν Πάτερ, μυστικῶς ἁγιάζεις· ᾗ δίδου Ἱεράρχα, ἀεὶ τὴν προστασίαν σου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀγωνισάμενος καλῶς Ἱεράρχα, ὑπὲρ τῶν θείων θεοφρόνως Εἰκόνων, ὁμολογίας στέφανον ἀπείληφας· ὅθεν προσκυνοῦντές σου, τὴν σεπτὴν Πάτερ Κάραν, καθαγιαζόμεθα, ἐν τῇ ταύτης προσψαύσει. Ἀλλ’ ἐκδυσώπει ῥύεσθαι ἡμᾶς, πάσης ἀνάγκης, παμμάκαρ Εὐθύμιε.

Μεγαλυνάριον.
Δόξης ἀπολαύων Πάτερ λαμπρᾶς, ὡς Ἱερομάρτυς, ὦ Εὐθύμιε εὐκλεής, ἀεὶ ἀναβλύζεις, ἐκ τῆς σεπτῆς σου Κάρας, τοῖς πίστει προσιοῦσι, χάριν σωτήριον.

Ὁ Ὅσιος Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Ἰουδαίων

Ὡς ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων ῥόδον,
Ὁ θεῖος ἀνθεῖ καὶ θανών, Κωνσταντῖνος.

Ὁ Ὅσιος Κωνσταντῖνος ἦταν ἀπὸ τὰ Σύναδα τῆς Φρυγίας. Σὲ νεαρὴ ἡλικία προσπάθησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν ζωὴ τῶν ἐνάρετων χριστιανῶν. Ὁ νεαρὸς Ἰουδαῖος, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὴν χριστιανικὴ πίστη ἤδη στὴ ψυχή του, ἀποφάσισε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κόσμου, καὶ μετέβη στὸ μοναστήρι Φουβούτιον, τοῦ ὁποίου οἱ μοναχοὶ φημίζονταν γιὰ τὴν θεάρεστη ζωή τους.

Ἀφοῦ δοκιμάσθηκε ἀρκετὰ καὶ πείστηκαν γιὰ τὴν εἰλικρινὴ καὶ φωτεινὴ πίστη του, τοῦ ἔδωσαν τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ τὸν ὀνόμασαν Κωνσταντῖνο. Ἔγινε ἔτσι ἀδελφὸς τῆς Μόνης.

Ἐπιδόθηκε στὴν μελέτη τῶν πνευματικῶν πραγμάτων. Ὅμως αὐτὸ δὲν τοῦ ἦταν ἀρκετό, ἤθελε νὰ διδάξει καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ἄρχισε νὰ μεταβαίνει ἀπὸ τὴν μία πόλη στὴν ἄλλη καὶ νὰ κηρύσσει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ.

Ὁ Ὅσιος Εὐάρεστος

Ἔσπευδεν Εὐάρεστος ἔργῳ καὶ λόγῳ,
Ἕως τελευτῆς εὐαρεστεῖν σοι Λόγε.

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία ἀπὸ γονεῖς ἔνδοξους καὶ ἐπίσημους τῆς χώρας αὐτῆς. Ἀφοῦ καλὰ καὶ ὅσια ἐκπαιδεύτηκε στὴν χώρα του, πῆγε μὲ τὸν πατέρα του στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813 – 820) καὶ τὸν φιλοξενοῦσε ὁ συγγενής του πατρίκιος Βρυέννιος.

Ὅταν αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὴν βασίλισσα Θεοδώρα πρέσβυς στοὺς Βούλγαρους, πῆρε κοντά του καὶ τὸν Εὐάρεστο καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν Σκόπελο, ἐκεῖ ὁ Εὐάρεστος συνάντησε γέροντα ἀσκητή, στὸν ὁποῖο προσκολλήθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.

Ὁ δὲ γέροντας, βλέποντας τὴν ὑψηλὴ πνευματικὴ ἔφεση τοῦ νέου, τὸν ἔστειλε μὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ στὴ Μονὴ Στουδίου, ὅπου ὁ Εὐάρεστος διέπρεπε σὰν αὐστηρὸς ἀσκητής.
Ἐκεῖ λοιπὸν ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 79 χρονῶν. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του, ἐναποτέθηκε στὴ Μονὴ Κοκουρουβίου (ἢ Κοκκοροβίου).

Ὁ Ἅγιος Κωνστάντιος ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας ὁ Ρῶσος


Bάλλεις τον εχθρόν, ος σε βέβληκε πάλαι,
Kωνστάντιε συ και λαμβάνεις βραβείον.

Ὁ Κωνστάντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν ἐφημέριος στὴ Ρωσικὴ Πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὸν Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα στὴ Μεγίστη Λαύρα, ἀπ’ ὅπου ἀναχώρησε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἅγιους Τόπους.

Ἐπανῆλθε στὴν Μεγίστη Λαύρα καὶ περίμενε τὴν εἰρήνη μεταξὺ Ρωσίας καὶ Τουρκίας. Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ἡ εἰρήνη, ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέμεινε σὰν ἐφημέριος στὴν ἴδια πρεσβεία. Ἐκεῖ ὅμως, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους, ἦλθε σὲ προστριβὴ μὲ τὸν Ρῶσο Πρέσβη καὶ εἴτε ἀπὸ φόβο εἴτε ἀπὸ θυμό, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτή, ἔτυχε μεγάλων τιμῶν καὶ περιποιήσεων ἀπὸ τοὺς Τούρκους.

Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του ὀλίσθημα, μετανοημένος ἔκλαψε πικρὰ καὶ πόθησε τὸ μαρτύριο. Ἔτσι πέταξε τὰ τούρκικα ροῦχα, φόρεσε ἕνα φθαρμένο ράσο, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκήρυξε τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ.
Χωρὶς καμιὰ διαδικασία, οἱ Τοῦρκοι πῆραν τὸν μάρτυρα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στ’ ἀνάκτορα τοῦ Σουλτάνου τὸ 1743.

Όσιος Νικόδημος της Τισμάνα


Ο Όσιος Νικόδημος γεννήθηκε στο Πρίλεπ της νότιας Σερβίας το 1320 μ.Χ. από Έλληνα πατέρα και Σερβίδα μητέρα, συγγενή του δεσπότη Λαζάρου.

Νέος ασκήθηκε στο Άγιον Όρος και συνδέθηκε με τον ησυχαστή πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο (βλέπε 11 Οκτωβρίου), τον Γρηγόριο Παλαμά (βλέπε 14 Νοεμβρίου), τον αγιογράφο Πανσέληνο και τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζινό. Έμαθε ζωγραφική και καλλιγραφία. Έζησε στις Μονές Ρωσικού και Χιλανδαρίου, της οποίας έγινε ηγούμενος. Ως ηγούμενος είχε περίπου εκατό μοναχούς, Έλληνες, Σέρβους, Ρουμάνους, Βουλγάρους, των οποίων τις ψυχές έτρεφε με την Αγία Γραφή και τα πατερικά κείμενα. Πολλούς μαθητές είχε σε όλο το Άγιον Όρος, με τους οποίους αργότερα αλληλογραφούσε. Εξελέγη Πρώτος του Αγίου Όρους. Για ένα διάστημα έζησε σε σπήλαιο, κοντά στο Χιλανδάρι. Η υπομονή του στους πειρασμούς, η ιερά ησυχία, η καλλιέργεια της νοεράς προσευχής, η κάθαρση και η απάθεια που απέκτησε τον αξίωσαν του προορατικού και θαυματουργικού χαρίσματος.

Αργότερα ίδρυσε στην Κράινα της Βουλγαρίας δυο μοναστήρια κατά το πρότυπο των αγιορείτικών και βοήθησε έτσι την εξάπλωση του αγιορείτικού ασκητισμού στην Βουλγαρία. Έζησε λίγο καιρό κοντά στον άγιο Βασιλέα των Σέρβων Λάζαρο και από εκεί εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία το 1364 μ.Χ.

Στις παραδουνάβιες χώρες συνέχισε, με τη βοήθεια των ηγεμόνων Βλαΐκου και Ράδου, την ίδρυση των μονών Βοντίτσα (1374 μ.Χ.) και Τισμάνα (1377 μ.Χ.), της οποίας υπήρξε ηγούμενος. Οι μονές λειτουργούσαν με το αγιορείτικό τυπικό του Αγίου Αθανασίου. Κατά παράδοση ίδρυσε και τις μονές Βράτνα και Μοναστηρίτσα στα νότια του Δούναβη, Πρίσλοπ στα βόρεια των Καρπαθίων, Γκούρα, Μοτρούλουϊ και Ίλοβατς. Μαθητές του ίδρυσαν, στα τέλη του 14ου αιώνα μ.Χ., τη μονή Νεάμτς και άλλες.

Έγραψε το 1404/5 μ.Χ. ευαγγελιστάριο στα σλαβωνικά και αλληλογραφούσε επί θεολογικών θεμάτων με τον άγιο Ευθύμιο, πατριάρχη Τυρνόβου (βλέπε 20 Ιανουαρίου).

Στα τελευταία του έτη αποτραβήχτηκε σ' ένα σπήλαιο. Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή του ήταν ακατάπαυστο έργο. Κάθε Κυριακή κατέβαινε στη μονή του να λειτουργήσει, να θεραπεύσει τους ασθενείς, να διδάξει τους μοναχούς και να παρηγορήσει τον λαό. Απ' όλη τη Ρουμανία έρχονταν ασθενείς στον θαυματουργό Άγιο. Μερικοί θεραπεύονταν μόλις έφταναν στην Τισμάνα κι άλλοι αγγίζοντας τα ράσα του ή λαμβάνοντας την ευλογία του. Μεταξύ των ιαθέντων συγκαταλέγεται και η επιληπτική κόρη του ηγεμόνος Σιγισμούνδου.

Ο Όσιος Νικόδημος κοιμήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1406 μ.Χ. και τα λείψανά του τοποθετήθηκαν στην μονή Τισμάνα.

Ο Όσιος Νικόδημος υπήρξε κεντρική μορφή για τη μετάδοση του ησυχασμού στη Ρουμανία και άξιος πνευματικός εργάτης της σωτηρίας όλων των βαλκανικών λαών. Με την παιδεία του έγινε ο άνθρωπος που συνέδεσε τις μονές της Ανατολικής Ευρώπης στα τέλη του Μεσαίωνα.

Ο σλαβικός κόσμος τον επονομάζει Γραικό και ο ρουμανικός λαός τον τιμά ιδιαίτερα ως διδάσκαλό του και τη μνήμη του εορτάζει με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια. Υπήρξε διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, βαθύς θεολόγος και πνευματικός πατήρ πολλών. Το μοναστήρι της Τισμάνα το κατέστησε περίφημο κέντρο καλλιγραφίας, αντιγραφής εκκλησιαστικών βιβλίων και μεταφράσεων, με φωτισμένους μοναχούς, και σύντομα έγινε ξακουστό σε όλα τα Βαλκάνια. Από εκεί ο όσιος διατηρούσε αλληλογραφία με Μονές του Αγίου Όρους, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.

Μέρος των τιμίων και θαυματουργών λειψάνων του σώζεται στη Μονή Τισμάνα.

Ο Όσιος Νικόδημος της Τισμάνα, τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου και στις 13 Ιουλίου.

Σύναξη της Παναγίας της Θεοσκέπαστης στο Ημεροβίγλι Σαντορίνης


Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.

Σύναξη της Παναγίας της Βηθλεεμίτισσας




Εντός της μεγαλοπρεπούς Βασιλικής της του Χριστού Γεννήσεως στη Βηθλεέμ ξεχωρίζει η θαυματουργός εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επονομαζόμενης Βηθλεεμίτισσας. Η ιερή εικόνα της Παναγίας Βηθλεεμίτισσας είναι η εφέστιος εικόνα της Βασιλικής της Γεννήσεως του Χριστού στη Βηθλεέμ και βρίσκεται τοποθετημένη σε περίοπτο προσκυνητάριο, στη δεξιά πλευρά της νοτίου εισόδου του αγίου Σπηλαίου της Γεννήσεως.

Η άπειρη στοργή, που ξεχειλίζει από τα μάτια της εικόνας της Παναγίας, και το γαλήνιο βλέμμα της, γλυκαίνουν και ευφραίνουν τις καρδιές των πιστών. Αντίστοιχα ο ρουχισμός της εικόνας της Θεοτόκου, που είναι καλυμμένος με πολυτελή υφάσματα και πολύτιμα πετράδια, προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση.

Σαφή ιστορικά στοιχεία για την προέλευση της εικόνας δεν υπάρχουν. Εικάζεται ότι αυτή προέρχεται από τη Ρωσία και ειδικότερα η ευσεβής παράδοση τη συνδέει με την Αυτοκράτειρα των Ρώσων Αικατερίνη, η οποία επισκεπτόμενη την Αγία Γη και τη Βηθλεέμ, μετά από θαύμα που της επιτέλεσε η Παναγία, χάρισε τα τσαρικά ενδύματα της για να ντυθεί με αυτά η «Δέσποινα του Κόσμου». Σύμφωνα με την παράδοση επίσης παραχώρησε τα κοσμήματά της για να τοποθετηθούν στην ιερή εικόνα, επιτάσσοντας από τότε οι τσαρίνες να μη φορούν πλέον ρουμπίνια (διαμάντια κατ' άλλους), αλλά αυτό να είναι αποκλειστικό προνόμιο της «Βασίλισσας των αγγέλων».

Αναμφίβολα, η Παναγία Βηθλεεμίτισσα κατέχει ξεχωριστή θέση στις καρδιές όλων των Ορθοδόξων. Η Θεοτόκος, η κυρία των Αγίων Τόπων, είναι η φιλόστοργη μητέρα, η οποία υπάκουσε στην εντολή του Θεού και έφερε στον κόσμο το Σωτήρα και Λυτρωτή Κύριό μας και ταυτόχρονα είναι η μητέρα όλων μας και πρέσβειρα προς τον Υιό της σε κάθε προσφυγή μας. Είναι ο φύλακας άγγελός μας. Στις δύσκολες στιγμές μας, αυθόρμητα, στρεφόμαστε προς το πρόσωπο, την εικόνα και τη Χάρη της, επικαλούμενοι πάντα εκείνη ως «θερμή προστάτη και βοηθό μας».


Ἀπολυτίκιον
Πάντα επευλόγει τους πιστώς σπεύδοντας μορφήν προσκυνήσαι, Μήτερ Θεού, την σεπτήν, πέλουσαν ιάσεων, Βηθλεεμίτισσα, ποταμόν πολυχεύμονα και σκέπε απαύστως τους λαμπρώς δοξάζοντας Υιόν σου πάνσεπτον, τον μη χωρισθέντα πατρώων κόλπων και λαβόντα αφράστως εκ των σων αιμάτων σάρκα βρότειον.

Σύναξη της Παναγίας της Αλεξιώτισσας στην Πάτρα


Ο ιερός ναός της Παναγίας Αλεξιωτίσσης, ιστορείται πριν το 1713 μ.Χ. Ο ενοριακός αυτός ναός λειτουργεί και ως κοιμητηριακός και βρίσκεται στην άνω πόλη της Πάτρας. Η παράδοση τον θέλει ως παλαιό παρεκκλήσιο της Ιεράς Μονής Γηροκομείου.

Το επωνύμιον Αλεξιώτισσα είναι ένα από τα άπειρα ονόματα, που έχουν προσδοθεί στην Μητέρα του Σωτήρος Χριστού και εντάσσεται σε αυτά που σημαίνουν αποτροπή από κάθε κακό. Προέρχεται από το παλαιό ρήμα "αλέξω", το οποίο έχει προέλευση από την ρίζα «άλεξ-» που έχει συνήθως την έννοια της αποσοβήσεως.

Αλεξιώτισσα λοιπόν, σημαίνει Αποδιώκτρια επερχομένων κακών και πιθανώς επικειμένων κινδύνων. Ο λαός της περιοχής επικαλείται την Παναγία για να αποτρέψει ενδεχόμενα κακά και συμφορές. Στον φερώνυμο ναό της «Παναγίας Αλεξιωτίσσης» υπάρχει παλαιά εικόνα, καλλιτεχνικής αξίας με μεταγενέστερη αργυρά επένδυση.

Με απόφαση του πρώην Μητροπολίτου Πατρών μακαριστό Νικόδημο, καθωρίσθη εόρτιος πανήγυρις από του έτους 1994 μ.Χ., την επομένη ημέρα της Μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων, ημέρα της «Συνάξεως» της Υπεραγίας Θεοτόκου. O ως άνω Μητροπολίτης εποίησε Ασματική Ακολουθία, καθώς και Παρακλητικό Κανόνα στην Υπεραγίαν Θεοτόκον την ΑΛΕΞΙΩΤΙΣΣΑΝ.

Εντός του Αγίου βήματος υπάρχει δεύτερη Αγία Τράπεζα επ' ονόματι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, καθώς και ιερά εικόνα, αφιερωθείσα από το σωματείο των κρεοπωλών Πάτρας κατά το έτος 1869 μ.Χ. Ο ιερός ναός πανηγυρίζει την σύναξη των Παμμεγίστων Ταξιαρχών μετά πάσης εκκλησιαστικής λαμπρότητος την 8η Νοεμβρίου εκάστου έτους.

Επίσης στο βόρειο-ανατολικό μέρος του περιβόλου του ιερού ναού βρίσκεται παρεκκλήσιο τιμώμενο επ' ονόματι του Αγίου, Τετραημέρου, Φίλου Του Χριστού Λαζάρου. Ο ναός αυτός εγκαινιάσθηκε από τον πρώην Μητροπολίτη Νικόδημο την 15η Ιουνίου 1991 μ.Χ., και πανηγυρίζει το Σάββατο προ της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα της εγέρσεως του Αγίου Λαζάρου, καθώς και την 17η Οκτωβρίου, ημέρα της ανακομιδής και μεταθέσεως του λειψάνου του, από το κίτιο της Κύπρου στην Κωνσταντινούπολη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο της επανάστασης του 1821 μ.Χ. οι Τούρκοι έκαψαν ζωντανό τον ιερέα της εκκλησίας, Παπα Γιώργη ενώ πήραν μαζί τους και τρία παιδιά του. Η πρεσβυτέρα, η γυναίκα του, ανέλαβε να βρει τα παιδιά της σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατόρθωσε τελικά να βρει τον έναν γιο της, τον Κωνσταντίνο και να τον σώσει. Το 1972 μ.Χ. με δαπάνες της Αχαϊκής εταιρείας Πατρών τοποθετήθηκε μνημείο στην μνήμη του στον περίβολο του ναού.

 Σύναξη της Παναγίας Λατομίτισσας στη Χίο




Ο ενοριακός Ιερός Ναός Παναγίας Κοιμήσεως Οδηγήτριας Λατομιτίσσης Χίου άρχισε να κτίζεται το 1927 μ.Χ. και εγκαινιάσθηκε την 5η Ιουλίου 1936 μ.Χ. από το μητροπολίτη Χίου Ιωακείμ Στρουμπή.

Είναι ένας θαυμάσιος πετρόκτιστος ναός ,που δεσπόζει σε όλη την περιοχή του Λατομίου και με το ιλαρό φως του τη νύκτα συγκινεί κάθε περαστικό.

Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιότερα στο χώρο αυτό υπήρχε η Ιερά Σκήτη Λατομίου. Ο ναός είναι βυζαντινού ρυθμού, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο άμβωνας βρίσκεται πάνω από την Ωραία Πύλη.

Ο πρώτος που βαπτίσθηκε στον ναό είναι ο Αντώνιος Κουκουνάρης, θεολόγος καθηγητής. Ο αδελφός του Γεώργιος Κουκουνάρης, η σύζυγός του Καλλιόπη και τα τέκνα τους αποτελούν Μεγάλους Δωρητές και Ευεργέτες του Ιερού Ναού με την κατασκευή πλείστων έργων και ειδικά την ανέγερση του περικαλλέστατου Κουκουνάρειου Πνευματικού Κέντρου.

Η μεγάλη σε έκταση και πληθυσμό αυτή ενορία της Χίου περιλαμβάνει το παρεκκλήσιο του Αγίου Νεκταρίου καθώς και το ναό του Αγίου Φανουρίου, έχει κοιμητήριο και προσφέρει δωρεάν μαθήματα σε όλους τους μαθητές της Χίου, αλλά και τους μεγαλύτερους μέσω του Κουκουναρείου Πνευματικού Κέντρου της.

Σύμφωνα με μαρτυρία του ιεροψάλτη και πρώην εκκλησιαστικού συμβούλου κ. Στ.Παντελογιάννη, όταν κτιζόταν ο ναός έγινε ένα θαύμα. Ένας κουβάς γεμάτος τσιμέντο έπεσε με ορμή από μια ψηλή σκαλωσιά και σίγουρα θα σκότωνε τους εργάτες που δούλευαν στο δάπεδο του ναού. Αλλά η Παναγιά μας άκουσε την ειλικρινή φωνή ενός των εργατών που την φώναξαν να τους σώσει και ο κουβάς όχι μόνο δεν τους χτύπησε, αλλά και το τσιμέντο που περιείχε δε χύθηκε καθόλου. Έτσι η Μητέρα όλων των ανθρώπων προστάτεψε τα παιδιά της για πολλοστή φορά στην ανθρώπινη ιστορία.

Εορτάζει την 15η Αυγούστου (Κοίμηση της Θεοτόκου) και την 26η Δεκεμβρίου (Σύναξη της Θεοτόκου).

Σύναξη της Παναγίας της Αντιβουνιώτισσας στην Κέρκυρα 
 

Ο ναός, αφιερωμένος στην Υπεραγία Θεοτόκο Κυρά Αντιβουνιώτισσα, αποτελεί ένα από τα παλαιότερα και πλουσιότερα εκκλησιαστικά μνημεία της Κέρκυρας και πιθανότατα κτίστηκε στο τέλος του 15ου αιώνα μ.Χ. Είναι μια μονόχωρη, ξυλόστεγη βασιλική που διασώζει άθικτη την ιδιαιτερότητα του κερκυραϊκού ναού της εποχής, την ύπαρξη δηλαδή του εξωνάρθηκα που περιβάλλει το ναό από τις τρεις πλευρές. Ο ναός εσωτερικά είναι ιδιαίτερα υποβλητικός με ψηλά στασίδια, ζωγραφιστή ταπετσαρία στους τοίχους και ουράνια με επίχρυσα ξυλόγλυπτα θέματα. Το τέμπλο είναι λίθινο όπως λίθινες είναι και οι πλάκες του δαπέδου του κυρίως ναού όπως και των εξωναρθήκων, όπου οι περισσότερες είναι επιτάφιες με εγχάρακτα ή ανάγλυφα ονόματα και οικόσημα ευγενών, μεγάλων πρωτοπαπάδων αλλά και γενικότερα σημαντικών προσώπων της Κέρκυρας.

Ο ναός αποτελεί το τελευταίο δείγμα του παραδοσιακού Κερκυραϊκού ρυθμού (Βασιλική Επτανησιακού Τύπου) με εξωνάρθηκα στη Βόρεια, τη Νότια και Δυτική πλευρά του. Οι τοίχοι του είναι καλυμμένοι με ταπετσαρία ενώ το πάτωμά του αποτελείται από επιτάφιες πλάκες ευγενών και κληρικών. Τα παράθυρά του έχουν ημικυκλικό σχήμα ενώ το εξωτερικό του ναού χαρακτηρίζεται από τη λιτότητά του.

Ο ναός ήταν κτητορικός και ανήκε σε τέσσερις οικογένειες. Οι απόγονοι των ιδρυτών του δώρισαν το 1979 μ.Χ. τον ναό στο ελληνικό δημόσιο με την προϋπόθεση να μετατραπεί σε μουσείο. Έτσι, από το 1984 μ.Χ. και μέχρι σήμερα ο εξωνάρθηκας και το σπίτι στο οποίο διέμενε ο ιερέας λειτουργούν σαν Μουσείο Μεταβυζαντινής Τέχνης. Στο Μουσείο φιλοξενούνται εικόνες σημαντικών αγιογράφων αλλά και ιερά κειμήλια του Χριστιανισμού.

Σύναξη της Παναγίας Νησιώτισσας στην Φολέγανδρο


Το κατάλευκο εκκλησάκι της Παναγιάς της Νησιώτισσας βρίσκεται στα νότια της Άνω Μεριάς στην Φολέγανδρο. Από τον κεντρικό δρόμο που διασχίζει την Άνω Μεριά στρίβουμε αριστερά 300 μέτρα μετά τον Άγιο Ανδρέα, στον στενό τσιμεντόδρομο. Ο δρόμος συνεχίζει για 450 μέτρα και στην συνεχίζει σαν χωματόδρομος για άλλα 450μ. Στα μισά της διαδρομής, νότια στο βάθος, ξεχωρίζει το φανάρι του φάρου της Ασπροπούντας. Ο δρόμος σταματά πριν το εκκλησάκι, που βρίσκεται μέσα σε περιφραγμένο κτήμα, και θα πρέπει να προσέξουμε για να βρούμε την είσοδο για το μονοπατάκι που θα μας οδηγήσει σε αυτό.

Το εκκλησάκι κτίσθηκε με ιδιωτική δωρεά το 1965 μ.Χ. από τον Γεώργιο Σταματίου Μαρινάκη. Αρχικά υπήρχε ένα κατεστραμμένο εκκλησάκι μέσα στο χωράφι το οποίο ανοικοδομήθηκε μετά από ένα όραμα που είχε ο Γεώργιος Μαρινάκης. Συγκεκριμένα, η Παναγία του παρουσιάστηκε στον ύπνο του με μαύρα ρούχα και ταλαιπωρημένη και του ζήτησε να της φτιάξει το σπίτι της. Εκείνος της εξέφρασε την απορία του για το παρουσιαστικό και τα ρούχα της και τότε το δέρμα της έγινε πάλλευκο και τα ρούχα της χρυσά. Κατόπιν επειδή ο ίδιος ήταν εργάτης σε ορυχεία και δεν είχε οικονομική άνεση της είπε πως είναι πολύ δύσκολο να κάνει αυτό το έξοδο κι εκείνη του απάντησε: «Εσύ θα φτιάχνεις κι εγώ θα σε βοηθάω».

Το εκκλησάκι πέραν της εορτής του στις 8 Σεπτεμβρίου, ανοίγει και εορτάζει δύο φορές το χρόνο (δηλαδή γίνονται εσπερινοί) στις 20 Νοεμβρίου και στις 25 Δεκεμβρίου.


Πηγές:http://www.saint.gr/12/26/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/12/d/26/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου