Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Θεόκλητος (κατὰ κόσμον Θεόδωρος Χρόνη Μηνόπουλος) γεννήθηκε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1848 στὴν Τρίπολη ἀπὸ οἰκογένεια ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Σούλι τῆς Ἠπείρου.
Φοίτησε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του διορίστηκε διευθυντὴς τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Τρίπολης. Ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα στὴ Γερμανία γιὰ εὐρύτερες σπουδές.
Στὶς 4 Δεκεμβρίου 1892, ὁ Θεόκλητος ἐξελέγη Μητροπολίτης Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης καὶ ἀνέλαβε τὴ διοίκηση τῆς ἐπαρχίας, ἡ ὁποία βρίσκονταν σὲ ἄθλια πνευματικὴ κατάσταση, λόγῳ τῆς μακρόχρονης χηρείας τῆς θέσεως τοῦ Μητροπολίτη. Στὰ δέκα χρόνια ποὺ ὑπηρέτησε στὴ Μητρόπολη παρουσίασε ἀξιόλογο ἔργο. Ἐγκαινίασε τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὴν 26η Νοεμβρίου 1893, καθὼς καὶ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας.
Ἀναζωπύρωσε τὴ λησμονημένη μνήμη τοῦ πολιούχου τῆς Λακεδαίμονος Ὁσίου Νίκωνος τοῦ «Μετανοεῖτε». Μὲ ἐνέργειές του ἱδρύθηκε προσωρινὸς ναὸς τοῦ Ὁσίου Νίκωνος, ἀνάμεσα στὰ 1897-1901, καὶ ἀπὸ τότε καθιερώθηκε πανηγυρικὸς ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Νίκωνος μὲ λιτανεία τῆς εἰκόνας καὶ μὲ νόμο ἡ ἡμέρα εἶναι ἀργία στὴν πόλη. Ἵδρυσε τὸν Ἱερατικὸ Σύνδεσμο, εἰδικὴ σχολὴ Ἐξομολόγων Ἱερέων, τὴ Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία μὲ τὴν ἐπωνυμία «Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος Δραγάτης» στὸν Ἅγιο Δημήτριο Μυστρᾶ, ἔργο τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο Μυστρᾶ, φιλόπτωχο Ἑταιρεία ὑπὸ τὴν ἐπωνυμία «Ἅγιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε», καθὼς καὶ Ἐπαγγελματικὴ σχολή.
Στὶς 4 Νοεμβρίου 1902, ἔπειτα ἀπὸ τὴν παραίτηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Προκοπίου Β΄ λόγῳ τῶν «Εὐαγγελιακῶν», ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ἀντικατέστησε τὸν Τοποτηρητὴ τοῦ Μητροπολιτικοῦ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, τὸν Μεθόδιο, Πανιερώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Σύρου καὶ Τήνου. Ὁ Θεόκλητος διὰ τοῦ ἀπὸ 14 Ἰουλίου 1903 ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀναγνώρισε τὴν ἀνάγκη τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου καὶ τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ὅμως ἔθεσε ὡς ἀναγκαῖα προϋπόθεση τὴν ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς ἀποφυγή «...τῆς διαταράξεως τῶν θρησκευτικῶν συνειδήσεων τῶν ἁπλουστέρων, τῶν μὴ δυναμένων διακρῖναι τὰ δόγματα καὶ τὰ λειτουργικὰ ζητήματα ἀπὸ τῶν ἀστρονομικῶν ζητημάτων», ἂν καὶ τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο παραβίαζε τὴν κανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ τάξη.
Ὁ Θεόκλητος ὑπῆρξε μέλος τῆς «Ἐθνικῆς Ἑταιρείας» καὶ Πρόεδρος τῆς Ἐπίκουρου Μακεδόνων Ἐπιτροπῆς Ἀθηνῶν.
Στὶς 11 Δεκεμβρίου 1916 ἡ Ἐπιτροπὴ Ἐπιστράτων, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν Πρόεδρο τῶν Προέδρων Συντεχνιῶν Ἰγγλέση, παρουσιάστηκε στὸν Θεόκλητο καὶ τὸν πληροφόρησε ὅτι τὴν ἑπόμενη μέρα θὰ συγκεντρωθεῖ ὁ λαὸς στὸ πεδίο τοῦ Ἄρεως γιὰ νὰ ρίξει λίθο Ἀναθέματος κατὰ τοῦ Βενιζέλου καὶ ἀπαίτησε νὰ παρεβρεθῇ στὴν τελετή. Ὁ Θεόκλητος ἐξήγησε ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπιτρεπόταν προσωπικὸς ἀφορισμὸς ἐναντίον λαϊκῶν, παρὰ μόνο μετὰ ἀπὸ κυβερνητικὴ ἔγκριση. Στὴν ἔκτακτη συνεδρίαση τῆς Συνόδου τέθηκε θέμα ἀναρμοδιότητός της νὰ συμμετάσχῃ, καθὼς τὸ ζήτημα ἀφοροῦσε μόνο στὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν καὶ παράλληλα ἀποφασίστηκε νὰ ἐπιδοκιμαστῇ ἁπλῶς ἡ συμμετοχὴ τοῦ κλήρου στὸ Ἀνάθεμα.
Τὴν ἴδια ἡμέρα ὁ Πρωθυπουργὸς Σπυρίδων Λάμπρος κάλεσε τὸν Θεόκλητο καὶ τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του περὶ ἀποχῆς τοῦ κλήρου ἀπὸ τὸ Ἀνάθεμα, ἐνῷ τὴν ἴδια ἐντολὴ διαβίβασε στὸν Μητροπολίτη Ἀθηνῶν καὶ ὁ τότε Ὑπουργὸς Δικαιοσύνης Μενέλαος Σουλτάνης. Μὲ τὴ σειρά του ὁ Θεόκλητος ἀπέστειλε ἐπιστολὴ στὸν Λάμπρο, ἐνημερώνοντάς τον ὅτι δὲν θὰ μετέβαινε οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε ὁ κλῆρος τῆς Ἀθήνας στὸ Ἀνάθεμα, γιὰ νὰ διευκολύνει τὶς κυβερνητικὲς συνεννοήσεις μὲ τὴν Ἀντάντ. Ζητοῦσε ὅμως μέτρα προστασίας τῆς Μητροπόλεως, τῆς Συνόδου καὶ τῶν ἱερέων καθὼς φοβόταν ὅτι οἱ διαδηλωτὲς ἐνδεχομένως νὰ ἐκλάμβαναν τὴν ἀποχή τους ἀπὸ τὸ Ἀνάθεμα ὡς ἔνδειξη ἀνοχῆς ἀπέναντι στὴν κυβέρνηση τοῦ Βενιζέλου.
Ταυτόχρονα, ὁ Θεόκλητος ἐνημέρωσε τὸν Πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐπιστράτων γιὰ τὶς κυβερνητικὲς ἀποφάσεις καὶ τὴν ἀποχὴ τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Σπυρίδων Λάμπρος, φοβούμενος τὸ πολιτικὸ κόστος τῆς ἀποφάσεως γιὰ τὴν ἀποχὴ τῆς Ἐκκλησίας, διαμήνυσε ὅτι δίνει τὴν συγκατάθεσή του καὶ διάθεσε δυνάμεις γιὰ τὴν φύλαξη τῆς Μητροπόλεως. Στὶς 12 Δεκεμβρίου 1916, τὰ μέλη τῆς Συνόδου καὶ ἀρχιερεῖς ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἀθήνα, κληρικοί, ὑπάλληλοι τῆς Συνόδου καὶ μέλη τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἦταν παρόντες στὴν περιοχή του Πολυγώνου, ἐκεῖ ὅπου κτίσθηκε ἀργότερα ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου Γκύζη, ὅταν ρίχτηκαν συμβολικὰ λίθοι ἀπὸ τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος καὶ ἐκφωνήθηκε τὸ Ἀνάθεμα «Ἐλευθερίω Βενιζέλω ἐπιβουλευθέντι τὴν βασιλείαν καὶ τὴν Πατρίδα καὶ καταδιώξαντι καὶ φυλακίσαντι Ἀρχιερεῖς, ἀνάθεμα ἔστω» κατὰ τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου.
Ὅταν μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἀντὰντ ἐπικράτησε ὁ Βενιζέλος καὶ ἐκθρονίστηκε ὁ βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος, ὁ Θεόκλητος διώχθηκε βιαίως ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν καὶ ἐκτοπίστηκε στὴν Αἴγινα χωρὶς δικαστικὴ ἀπόφαση. Μετὰ τὴ δίκη στὸ Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικὸ Δικαστήριο καὶ τὴν καθαίρεση ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του, κλείστηκε ἀρχικὰ σὲ σκοτεινὸ καὶ ὑγρὸ κελλὶ στὶς φυλακὲς Συγγροῦ καὶ κατόπιν, ἀντὶ νὰ μεταφερθῇ στὴ Μονὴ Κορώνης, ὅπως εἶχε ἀποφασίσει τὸ δικαστήριο, ἐξορίστηκε στὴ Μονὴ «Πρέβελη» τῆς Κρήτης, ὅπου κρατήθηκε αὐθαίρετα καὶ μετὰ τὴ συμπλήρωση τοῦ διετοῦς περιορισμοῦ. Ὕστερα μεταφέρθηκε καὶ τέθηκε ὑπὸ περιορισμὸ στὴ Μονὴ Γοργοεπηκόου τῆς Ἀρκαδίας χωρὶς δικαστικὴ ἀπόφαση. Στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Θεόκλητο διαδέχθηκε ὁ ἐκλεκτός του Βενιζέλου, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης.
Τὸ 1920, μὲ τὴ μεταβολὴ τῆς πολιτικῆς κατάστασης, ἐπανῆλθε στὴ θέση του μὲ ἁπλὸ Β.Δ. τῆς 16ης Νοεμβρίου 1920, χωρὶς νέα δικαστικὴ ἀπόφαση. Τὸ 1922 μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἐπανάστασης Γονατά - Πλαστήρα, ἡ ὁποία ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν θρόνο τὸν Κωνσταντῖνο, ἀπομακρύνθηκε καὶ καθηρέθη καὶ ὁ Θεόκλητος. Στὶς 30 Δεκεμβρίου 1922 συνῆλθε ἡ Μείζων Σύνοδος (ἀπὸ 18 ἀρχιερεῖς) ποὺ ἀναθεώρησε τὶς ἀποφάσεις τοῦ Εἰδικοῦ Ἀνωτάτου Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου καὶ ἀποκατέστησε στὶς ἕδρες του ὅλους τοὺς καταδικασθέντες Μητροπολῖτες. Ὁ Θεόκλητος ἀποκαταστάθηκε στὸ ἀξίωμα ἀλλὰ ὄχι στὴν ἕδρα του.
Ἔκτοτε ὁ Θεόκλητος, ὁ ὁποῖος ἀποδέχθηκε τὴν ἀπόφαση αὐτή, ἀπεσύρθη στὴ Μονὴ Ἀσωμάτων Πετράκη, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατό του, στὶς 19 Δεκεμβρίου 1931.
Φοίτησε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του διορίστηκε διευθυντὴς τῆς Ἱερατικῆς Σχολῆς Τρίπολης. Ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα στὴ Γερμανία γιὰ εὐρύτερες σπουδές.
Στὶς 4 Δεκεμβρίου 1892, ὁ Θεόκλητος ἐξελέγη Μητροπολίτης Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης καὶ ἀνέλαβε τὴ διοίκηση τῆς ἐπαρχίας, ἡ ὁποία βρίσκονταν σὲ ἄθλια πνευματικὴ κατάσταση, λόγῳ τῆς μακρόχρονης χηρείας τῆς θέσεως τοῦ Μητροπολίτη. Στὰ δέκα χρόνια ποὺ ὑπηρέτησε στὴ Μητρόπολη παρουσίασε ἀξιόλογο ἔργο. Ἐγκαινίασε τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὴν 26η Νοεμβρίου 1893, καθὼς καὶ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας.
Ἀναζωπύρωσε τὴ λησμονημένη μνήμη τοῦ πολιούχου τῆς Λακεδαίμονος Ὁσίου Νίκωνος τοῦ «Μετανοεῖτε». Μὲ ἐνέργειές του ἱδρύθηκε προσωρινὸς ναὸς τοῦ Ὁσίου Νίκωνος, ἀνάμεσα στὰ 1897-1901, καὶ ἀπὸ τότε καθιερώθηκε πανηγυρικὸς ἑορτασμὸς τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου Νίκωνος μὲ λιτανεία τῆς εἰκόνας καὶ μὲ νόμο ἡ ἡμέρα εἶναι ἀργία στὴν πόλη. Ἵδρυσε τὸν Ἱερατικὸ Σύνδεσμο, εἰδικὴ σχολὴ Ἐξομολόγων Ἱερέων, τὴ Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία μὲ τὴν ἐπωνυμία «Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος Δραγάτης» στὸν Ἅγιο Δημήτριο Μυστρᾶ, ἔργο τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο Μυστρᾶ, φιλόπτωχο Ἑταιρεία ὑπὸ τὴν ἐπωνυμία «Ἅγιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε», καθὼς καὶ Ἐπαγγελματικὴ σχολή.
Στὶς 4 Νοεμβρίου 1902, ἔπειτα ἀπὸ τὴν παραίτηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Προκοπίου Β΄ λόγῳ τῶν «Εὐαγγελιακῶν», ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ἀντικατέστησε τὸν Τοποτηρητὴ τοῦ Μητροπολιτικοῦ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, τὸν Μεθόδιο, Πανιερώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Σύρου καὶ Τήνου. Ὁ Θεόκλητος διὰ τοῦ ἀπὸ 14 Ἰουλίου 1903 ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἀναγνώρισε τὴν ἀνάγκη τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου καὶ τῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ὅμως ἔθεσε ὡς ἀναγκαῖα προϋπόθεση τὴν ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς ἀποφυγή «...τῆς διαταράξεως τῶν θρησκευτικῶν συνειδήσεων τῶν ἁπλουστέρων, τῶν μὴ δυναμένων διακρῖναι τὰ δόγματα καὶ τὰ λειτουργικὰ ζητήματα ἀπὸ τῶν ἀστρονομικῶν ζητημάτων», ἂν καὶ τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο παραβίαζε τὴν κανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ τάξη.
Ὁ Θεόκλητος ὑπῆρξε μέλος τῆς «Ἐθνικῆς Ἑταιρείας» καὶ Πρόεδρος τῆς Ἐπίκουρου Μακεδόνων Ἐπιτροπῆς Ἀθηνῶν.
Στὶς 11 Δεκεμβρίου 1916 ἡ Ἐπιτροπὴ Ἐπιστράτων, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν Πρόεδρο τῶν Προέδρων Συντεχνιῶν Ἰγγλέση, παρουσιάστηκε στὸν Θεόκλητο καὶ τὸν πληροφόρησε ὅτι τὴν ἑπόμενη μέρα θὰ συγκεντρωθεῖ ὁ λαὸς στὸ πεδίο τοῦ Ἄρεως γιὰ νὰ ρίξει λίθο Ἀναθέματος κατὰ τοῦ Βενιζέλου καὶ ἀπαίτησε νὰ παρεβρεθῇ στὴν τελετή. Ὁ Θεόκλητος ἐξήγησε ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπιτρεπόταν προσωπικὸς ἀφορισμὸς ἐναντίον λαϊκῶν, παρὰ μόνο μετὰ ἀπὸ κυβερνητικὴ ἔγκριση. Στὴν ἔκτακτη συνεδρίαση τῆς Συνόδου τέθηκε θέμα ἀναρμοδιότητός της νὰ συμμετάσχῃ, καθὼς τὸ ζήτημα ἀφοροῦσε μόνο στὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν καὶ παράλληλα ἀποφασίστηκε νὰ ἐπιδοκιμαστῇ ἁπλῶς ἡ συμμετοχὴ τοῦ κλήρου στὸ Ἀνάθεμα.
Τὴν ἴδια ἡμέρα ὁ Πρωθυπουργὸς Σπυρίδων Λάμπρος κάλεσε τὸν Θεόκλητο καὶ τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του περὶ ἀποχῆς τοῦ κλήρου ἀπὸ τὸ Ἀνάθεμα, ἐνῷ τὴν ἴδια ἐντολὴ διαβίβασε στὸν Μητροπολίτη Ἀθηνῶν καὶ ὁ τότε Ὑπουργὸς Δικαιοσύνης Μενέλαος Σουλτάνης. Μὲ τὴ σειρά του ὁ Θεόκλητος ἀπέστειλε ἐπιστολὴ στὸν Λάμπρο, ἐνημερώνοντάς τον ὅτι δὲν θὰ μετέβαινε οὔτε ὁ ἴδιος, οὔτε ὁ κλῆρος τῆς Ἀθήνας στὸ Ἀνάθεμα, γιὰ νὰ διευκολύνει τὶς κυβερνητικὲς συνεννοήσεις μὲ τὴν Ἀντάντ. Ζητοῦσε ὅμως μέτρα προστασίας τῆς Μητροπόλεως, τῆς Συνόδου καὶ τῶν ἱερέων καθὼς φοβόταν ὅτι οἱ διαδηλωτὲς ἐνδεχομένως νὰ ἐκλάμβαναν τὴν ἀποχή τους ἀπὸ τὸ Ἀνάθεμα ὡς ἔνδειξη ἀνοχῆς ἀπέναντι στὴν κυβέρνηση τοῦ Βενιζέλου.
Ταυτόχρονα, ὁ Θεόκλητος ἐνημέρωσε τὸν Πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Ἐπιστράτων γιὰ τὶς κυβερνητικὲς ἀποφάσεις καὶ τὴν ἀποχὴ τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Σπυρίδων Λάμπρος, φοβούμενος τὸ πολιτικὸ κόστος τῆς ἀποφάσεως γιὰ τὴν ἀποχὴ τῆς Ἐκκλησίας, διαμήνυσε ὅτι δίνει τὴν συγκατάθεσή του καὶ διάθεσε δυνάμεις γιὰ τὴν φύλαξη τῆς Μητροπόλεως. Στὶς 12 Δεκεμβρίου 1916, τὰ μέλη τῆς Συνόδου καὶ ἀρχιερεῖς ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἀθήνα, κληρικοί, ὑπάλληλοι τῆς Συνόδου καὶ μέλη τοῦ Γενικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ταμείου ἦταν παρόντες στὴν περιοχή του Πολυγώνου, ἐκεῖ ὅπου κτίσθηκε ἀργότερα ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου Γκύζη, ὅταν ρίχτηκαν συμβολικὰ λίθοι ἀπὸ τὸ συγκεντρωμένο πλῆθος καὶ ἐκφωνήθηκε τὸ Ἀνάθεμα «Ἐλευθερίω Βενιζέλω ἐπιβουλευθέντι τὴν βασιλείαν καὶ τὴν Πατρίδα καὶ καταδιώξαντι καὶ φυλακίσαντι Ἀρχιερεῖς, ἀνάθεμα ἔστω» κατὰ τοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου.
Ὅταν μὲ τὴν βοήθεια τῆς Ἀντὰντ ἐπικράτησε ὁ Βενιζέλος καὶ ἐκθρονίστηκε ὁ βασιλιᾶς Κωνσταντῖνος, ὁ Θεόκλητος διώχθηκε βιαίως ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν καὶ ἐκτοπίστηκε στὴν Αἴγινα χωρὶς δικαστικὴ ἀπόφαση. Μετὰ τὴ δίκη στὸ Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικὸ Δικαστήριο καὶ τὴν καθαίρεση ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του, κλείστηκε ἀρχικὰ σὲ σκοτεινὸ καὶ ὑγρὸ κελλὶ στὶς φυλακὲς Συγγροῦ καὶ κατόπιν, ἀντὶ νὰ μεταφερθῇ στὴ Μονὴ Κορώνης, ὅπως εἶχε ἀποφασίσει τὸ δικαστήριο, ἐξορίστηκε στὴ Μονὴ «Πρέβελη» τῆς Κρήτης, ὅπου κρατήθηκε αὐθαίρετα καὶ μετὰ τὴ συμπλήρωση τοῦ διετοῦς περιορισμοῦ. Ὕστερα μεταφέρθηκε καὶ τέθηκε ὑπὸ περιορισμὸ στὴ Μονὴ Γοργοεπηκόου τῆς Ἀρκαδίας χωρὶς δικαστικὴ ἀπόφαση. Στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Θεόκλητο διαδέχθηκε ὁ ἐκλεκτός του Βενιζέλου, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης.
Τὸ 1920, μὲ τὴ μεταβολὴ τῆς πολιτικῆς κατάστασης, ἐπανῆλθε στὴ θέση του μὲ ἁπλὸ Β.Δ. τῆς 16ης Νοεμβρίου 1920, χωρὶς νέα δικαστικὴ ἀπόφαση. Τὸ 1922 μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἐπανάστασης Γονατά - Πλαστήρα, ἡ ὁποία ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν θρόνο τὸν Κωνσταντῖνο, ἀπομακρύνθηκε καὶ καθηρέθη καὶ ὁ Θεόκλητος. Στὶς 30 Δεκεμβρίου 1922 συνῆλθε ἡ Μείζων Σύνοδος (ἀπὸ 18 ἀρχιερεῖς) ποὺ ἀναθεώρησε τὶς ἀποφάσεις τοῦ Εἰδικοῦ Ἀνωτάτου Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου καὶ ἀποκατέστησε στὶς ἕδρες του ὅλους τοὺς καταδικασθέντες Μητροπολῖτες. Ὁ Θεόκλητος ἀποκαταστάθηκε στὸ ἀξίωμα ἀλλὰ ὄχι στὴν ἕδρα του.
Ἔκτοτε ὁ Θεόκλητος, ὁ ὁποῖος ἀποδέχθηκε τὴν ἀπόφαση αὐτή, ἀπεσύρθη στὴ Μονὴ Ἀσωμάτων Πετράκη, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατό του, στὶς 19 Δεκεμβρίου 1931.
Βιβλιογραφία
- (Β106) Ἀτέση Βασιλείου Γ. Μητροπολίτου πρώην Λήμνου, Ἐπίτομος Ἐπισκοπικὴ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, Τόμος Α΄, Ἐν Ἀθήναις 1948, σελ. 225.
- (Β107) Ἀτέση Βασιλείου Γ. Μητροπολίτου πρώην Λήμνου, Ἐπίτομος Ἐπισκοπικὴ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, Τόμος Β΄, Ἐν Ἀθήναις 1948, σελ. 17, 20.
- (Β011) Κωστόπουλου Ἀριστοτέλη Χρ. καὶ Κωτουλοπούλου – Κωστοπούλου Βασιλικῆς, Ὁ Μακεδονικὸς Ἀγῶνας (Ἱστορικὸ Ἀνθολόγιο), Ἐκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1991.
- (ΗΒ038) Βήττου Χρήστου Δήμ, Ὁ Ἐθνικὸς Διχασμὸς καὶ ἡ Γαλλικὴ Κατοχή, Ἐκδόσεις Ὄλυμπος, Θεσσαλονίκη 2008.
- (ΗΒ061) Τσιρώνη Θεοδοσίου, Ὁ πολιτικὸς λόγος καὶ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1912-1940), Διδακτορικὴ Διατριβή, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμῆμα Ἱστορίας καὶ Ἀρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 49 – 50.
- (Ι257) Ἀρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α'.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου