Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΙΡΜΟΥΣ ΤΩΝ ΩΔΩΝ ΤΟΥ ΠΕΖΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ


Ειρμός ωδής α΄: «Χριστς γεννται, δοξσατε· Χριστς ξ ορανν, παντσατε· Χριστς π γς, ψθητε· σατε τ Κυρίῳ πσα γ κα ν εφροσν νυμνσατε, λαο, τι δεδξασται».   

    Από ποιον άλλο πρέπει να ζητούν άρτους όσοι τους χρειάζονται, παρά από τον αρτοπωλητή; Ή από ποιον πρέπει να λαμβάνουν οίνο όσοι τον στερούνται, παρά από τον οινοπώλη; Αλλά και όσοι έχουν ανάγκη από χρυσό νόμισμα και ασημένιο, από ποιον άλλο πρέπει να το ζητούν, παρά μόνο από τον αργυραμοιβό; Έτσι παρόμοια και όσοι θέλουν να πανηγυρίζουν και να εγκωμιάζουν τις εορτές του Χριστού, από ποιον άλλον πρέπει να ζητούν λόγους πανηγυρικούς και εγκώμια, παρά από τον πανηγυριστή τους και εγκωμιαστή τους, τον μέγα, λέω, στην θεολογία, Γρηγόριο;

     Διότι αυτός ο κατεξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, όχι μόνο στόλισε τις δεσποτικές εορτές με τους δικούς του λόγους και τα εγκώμια, αλλά επέτρεψε και στους μεταγενέστερους να κλέβουν τα δικά του λόγια και ποιήματα με μία κλοπή επαινετή και ακατηγόρητη, την οποία, όποιος εργάζεται, όχι μόνο δεν ντρέπεται, όπως οι κλέπτες των άλλων πραγμάτων, αλλά αντιθέτως με την κλοπή αυτή στολίζεται. Τι λέω; Ο  Γρηγόριος αυτός νους της Θεολογίας δεν επέτρεψε μόνο στους μεταγενεστέρους να κλέβουν τους δικούς του λόγους, αλλά και ακόμη τους προσκαλεί με φιλαδελφία ανεκδιήγητη να φάγουν ακόρεστα τον νοητό άρτο της σοφία του, ο οποίος στηρίζει την ψυχή και να πιουν τον γνωστικό του οίνο, ο οποίος ευφραίνει την καρδιά, φωνάζοντας με δυνατή φωνή άλλοτε εκείνα τα λόγια της Σοφίας: «λθετε φγετε τν μν ρτων κα πετε ονον, ν κρασα μν(: Ελάτε να φάτε από τους άρτους μου και να πιείτε από τον οίνο μου το οποίο εγώ σας έχω κεράσει)»[Παρ.9,5]· άλλοτε πάλι εκείνα τα της ασματίζουσας νύφης: «Φγετε, πλησοι, κα πετε κα μεθσθητε, δελφο(: Φάτε, φίλοι μου, και πιείτε και ευφρανθείτε, αδελφοί μου, όσο θέλετε και όσο μπορείτε)»[Ασμ.5,1] και άλλοτε εκείνα του Ησαΐου: «Ο διψντες, πορεεσθε φ᾿ δωρ, κα σοι μ χετε ργριον, βαδσαντες γορσατε, κα φγετε κα πεσθε νευ ργυρου κα τιμς ονον κα σταρ(:Εσείς των οποίων η ψυχή διψά, πηγαίνετε στο πνευματικό ύδωρ που τρέχει στην νέα Ιερουσαλήμ· και όσοι δεν έχετε χρήματα να αγοράσετε, βαδίστε με θάρρος προς αυτήν και προμηθευτείτε χωρίς χρήματα, χωρίς να καταβάλλετε κάποιο αντίτιμο, οίνο και βούτυρο)»[Ησ. 55,1].

     Γι'αυτό και ο θεσπέσιος Κοσμάς[ο Μελωδός], ο των ιερών εορτών ασματογράφος και μουσηγέτης, προκειμένου να πανηγυρίσει τα σωτήρια Γενέθλια του Κυρίου αυτολεξεί δανείσθηκε όλον τον παρόντα Ειρμό από τον αναφερθέντα μέγα πανηγυριστή και εγκωμιαστή των εορτών Θεολόγο. Διότι εκείνος ως εξής αρχίζει το εγκώμιό του στην του Χριστού Γέννηση: «Χριστς γεννται, δοξσατε· Χριστς ξ ορανν, παντσατε· Χριστς π γς, ψθητε· σατε τ Κυρίῳ πσα γ». Πρέπει όμως να γνωρίζουμε, σύμφωνα με τον Δαμασκηνό Ιωάννη και τον Νικήτα τον σχολιαστή του Θεολόγου και τον Πτωχό Πρόδρομο, τον εξηγητή των Κανόνων, το όνομα Χριστός δηλώνει κυρίως το συναμφότερο· δηλαδή τον Θεό μαζί και άνθρωπο[Γι'αυτό είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Χριστός για την Θεότητα ονομάστηκε δηλαδή· διότι αυτή είναι χρίσις της ανθρωπότητας, όχι ενέργεια που αγιάζει, σύμφωνα με τους άλλους χριστούς, και με την παρουσία όλου του Χρίοντος· έργο αυτής είναι «ἄνθρωπον ἀκοῦσαι τό χρῖον καί Θεοῦ τό χριόμενον»-Λόγος β΄περί Υιού]· καταχρηστικά όμως άλλοτε μεν αυτό δηλώνει την Θεότητα μόνο του Χριστού, άλλοτε πάλι την ανθρωπότητά Του· διότι εξαιτίας της απόλυτης και καθ’ υπόστασιν ενώσεως των δύο φύσεων, με ένα και το αυτό όνομα, δηλαδή το Χριστός και οι δύο ονομάζονται φύσεις.

      Όταν λοιπόν ο Θεολόγος και ο Ιερός Κοσμάς λένε εδώ ««Χριστς γεννται» και «Χριστς π γς», τότε το Χριστός δηλώνει το Θεάνθρωπος· επειδή Θεός και άνθρωπος γεννήθηκε από την Παρθένο και Θεός και άνθρωπος φάνηκε επάνω στη γη[Γι'αυτό δεν κάνουν σωστά εκείνοι που κατηγορούν το Θεοτοκίο εκείνο, που λέει: «Ἴθυνε πρός ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεός καί ἄνθρωπος», διότι τάχα δεν είναι σωστό· διότι το «σαρκωθείς» που λέχθηκε δηλώνει χρόνο περασμένο, δηλαδή ότι αυτός που γεννήθηκε από εσένα ήταν Θεός μαζί και άνθρωπος, και όχι Θεός γυμνός, όπως ισχυρίζονταν όσοι έλεγαν ότι κατά φαντασίαν ο Χριστός επεδήμησε· δηλαδή οι Μανιχαίοι· ούτε ήταν άνθρωπος ψιλός, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Έτσι και ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είπε: «Δεν γέννησε Θεό ασώματο, ούτε πάλι άνθρωπο ψιλό προήγαγε(δηλαδή γέννησε) η αγνή Κόρη και σεμνή, αλλά άνθρωπο τέλειο και αψευδή, τέλειο Θεό». Επεξηγηματικό πάλι του «σαρκωθείς» είναι το Θεός και άνθρωπος, δηλαδή προς την σύνταξη, διότι η μετοχή εύσαντα δεν έπρεπε να συνταχθεί με την αιτιατική τον Αδάμ, επειδή βρίσκεται πολύ μακριά, αλλά με την δοτική «τῇ Εὔᾳ», επειδή είναι πλησιέστερη κα να πει «ῥευσάσῃ ζωῆς»· αλλ’ ίσως είπε «ρεύσαντα» εξαιτίας του μέλους] · όταν όμως λένε «Χριστς ξ ορανν», τότε ο Χριστός, δηλώνει μόνον τον Θεό, όχι όμως και τον άνθρωπο· διότι ο Κύριος δεν κατέβηκε από τους ουρανούς φορώντας την ανθρώπινη φύση, όπως φλυαρούν οι φρενοβλαβείς Απολιναριστές, εναντίον των οποίων είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Εάν κανείς ισχυρίζεται ότι η σάρκα κατέβηκε από τον ουρανό και ότι δεν προήλθε και από εμάς, ας είναι ανάθεμα»(Επιστολή α΄προς Κληδόνιον)· αλλά κατέβηκε με γυμνή την Θεότητα και έτσι από τα καθαρά αίματα της Αειπαρθένου Μαρίας την ανθρώπινη φύση προσέλαβε, και την ένωσε με την δική Του υπόσταση, γενόμενος τέλειος άνθρωπος.

    «Χριστς γεννται, δοξσατε· Χριστς ξ ορανν, παντσατε»: «Ο Χριστός λοιπόν», λέει, «γεννάται σήμερον· οπότε εσείς οι Άγγελοι-διότι προς αυτούς στρέφει τον λόγο- οι οποίοι για την Γέννηση του Κυρίου αινείτε τον Θεό και λέτε: ‘’Δξα ν ψστοις Θε κα π γς ερνη’’[Λουκ.2,14], ‘’δοξάσατε’’· δηλαδή δοξολογήστε και τώρα τον Θεό. Λέει δε το «δοξάσατε» και προς όσους χρησιμοποιούν αγγελική ζωή σε ανθρώπινο και υλικό σώμα, παρακινώντας να δοξολογήσουν και αυτοί τον γεννηθέντα Δεσπότη. «Ο Χριστός, δηλαδή ο Θεός, ήλθε ή κατέβηκε από τους ουρανούς. Λοιπόν εσείς οι δίκαιοι»- διότι προς αυτούς επιστρέφει τον λόγο- «προϋπαντήστε Τον, μιμούμενοι τον δίκαιο Συμεών, ο οποίος συνάντησε τον Κύριο, όταν προσφερόταν στον ναό»· διότι γνώρισμα αχαρίστων δούλων είναι το να μη βγαίνουν σε προϋπάντηση του δικού τους Κυρίου, όταν Αυτός έρχεται  προς αυτούς, για να τους προϋπαντήσει. Δανείστηκε λοιπόν αυτό ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον αποστολικό εκείνο λόγο ο οποίος λέγει: «Τότε και μες ρπαγησμεθα ν νεφλαις ες πντησιν το Κυρου ες ἀέρα(:Έπειτα εμείς που θα είμαστε τότε ακόμη στη ζωή, συγχρόνως και μαζί με αυτούς, θα αρπαχτούμε με σύννεφα για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο μετέωροι στον αέρα, μεταξύ ουρανού και  γης. Κι έτσι, αφού ανεβούμε μαζί Του στον ουρανό, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο)»[Α΄Θεσ.4,17].

      «Χριστς π γς, ψθητε»: Στη συνέχεια λέει ότι «ο Χριστός», δηλαδή ο Θεάνθρωπος, «φάνηκε επάνω στη γη. Λοιπόν εσείς οι άνθρωποι που είστε επάνω στη γη, ανυψωθείτε από τα γήινα, φρονώντας τα υψηλά και μετεωριζόμενοι με τα πτερά της Πράξεως και της Θεωρίας»· διότι γι΄αυτό κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να ανέβουν στους Ουρανούς όσοι βρίσκονται στη γη. Επειδή με άλλον τρόπο δεν μπορούσε να γίνει ένωση Θεού και ανθρώπων, αν δεν κατέβαινε ο Θεός λίγο από το δικό Του ύψος και δεν ανέβαινε ο άνθρωπος επάνω από τη δική του ταπεινότητα. Γι'αυτό είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Έπρεπε αφενός μεν να κατέβει ο Θεός προς εμάς, αφετέρου δε να ανέβουμε εμείς, και έτσι να γίνει κοινωνία του Θεού με τους ανθρώπους, αφού θα ενωθεί η αξία τους. Όσο όμως το καθένα παραμένει στη θέση του, το μεν ένα εξαιτίας της υπεροχής, το δε άλλο εξαιτίας της ταπεινώσεως, άμικτη είναι η αγαθότητα και το φιλάνθρωπο ακοινώνητο»(Λόγος εις την Πεντηκοστήν).

     Είπε σύμφωνος με αυτά και ο θεοφόρος Μάξιμος[ο Ομολογητής]: «Ποτέ δεν μπορεί η ψυχή να εκταθεί προς την γνώση του Θεού, εάν ο ίδιος ο Θεός από συγκατάβαση δεν την πλησιάσει και δεν την οδηγήσει προς τον εαυτό Του· διότι δεν μπορούσε ανθρώπινος νους να αναδράμει τόσο πολύ, ώστε να αντιληφθεί την θεία έλλαμψη, εάν Αυτός ο Θεός δεν τον ανέσυρε προς τον εαυτό Του, όσο μπορεί να ανασύρει τον άνθρωπο προς τον εαυτό Του και να τον καταφωτίσει με τις θεϊκές αυγές»(Κεφ. λα΄της α΄εκατοντ. των Θεολογικών). Αλλ’ όμως και ο άνθρωπος πρέπει να βιάζει τον εαυτό του, για να ανεβαίνει προς τον Θεό. Γι'αυτό ο ίδιος ο θεσπέσιος  Μάξιμος λέει: «Λένε ότι ο Θεός και ο άνθρωπος είναι παραδείγματα ο ένας του άλλου και σε τόσο βαθμό ο Θεός από φιλανθρωπία γίνεται άνθρωπος, όσο μπόρεσε ο άνθρωπος από αγάπη να θεοποιήσει τον εαυτό του, και τόσο ο άνθρωπος αρπάζεται κατά τον νου από τον Θεό, για να γνωριστεί από Αυτόν, όσο ο άνθρωπος φανέρωσε τον αόρατο από την φύση Θεό με τις αρετές του»(Κεφ.οδ΄της ζ’ εκατοντ. των Θεολογικών). Επίσης, σε άλλο κεφάλαιο λέει: «Αυτός που έγινε άνθρωπος χωρίς την αμαρτία, είναι φανερό ότι θα θεοποιήσει την φύση χωρίς τη μεταβολή σε Θεότητα, και τόσο θα την ανυψώσει για τον εαυτό του, όσο Αυτός για τον άνθρωπο κατέβασε τον εαυτό Του»(Κεφ.ξβ΄της γ΄εκατοντ. των Θεολογικών).

     Το δε «σατε τ Κυρίῳ πσα γ» το δανείστηκε ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον 95ο Ψαλμό του Δαβίδ, στίχος 1, διότι εκεί αναφέρεται αυτό κατά λέξησατε τ Κυρίῳ σμα καινν, σατε τ Κυρίῳ πσα γ(: Ψάλατε προς δόξαν του Κυρίου άσμα νέο, δια του οποίου να ανυμνούνται οι νέες προς ευεργεσίες του. Ψάλατε προς ύμνο του Κυρίου ολόκληρη η χώρα της Παλαιστίνης)» [Ψαλμ.95,1]. Προσαρμόζεται όμως το ρητό αυτό και στον παρόντα Ειρμό, για να φανερωθεί, ότι αυτός είναι της πρώτης Ωδής, της οποίας η αρχή είναι «σωμεν τ Κυρί, νδόξως γάρ δεδόξασται». Γι΄αυτό σύμφωνα με την Ωδή αυτή, λέει και ο Μελωδός: «Άσατε στον γεννηθέντα Χριστό όλη η γη· δηλαδή όλοι οι άνθρωποι, που κατοικείτε στη γη. Αλλά και εσείς οι διάφοροι λαοί των εθνικών υμνήστε Τον, όχι με οκνηρία και λύπη ψυχής, αλλά με προθυμία και ευφροσύνη καρδιάς· διότι Αυτός είναι δοξασμένος».

     Γιατί όμως είπε ότι ο Χριστός «γεννται» γεννάται και όχι «γεννήθη»; Διότι δεν γεννιέται κάθε χρόνο, αλλά μία φορά γεννήθηκε. Και απαντούμε με τον Πτωχό Πρόδρομο ότι οι ρήτορες συνηθίζουν να προφέρουν τα περασμένα πράγματα σε χρόνο ενεστώτα, για να δείξουν ως παρόντα στους οφθαλμούς των ακροατών, και στη συνέχεια να τους κάνουν περισσότερο θεατές παρά ακροατές. Ή, σύμφωνα με τον Νικήτα, είπε ότι γεννάται ο Χριστός τη σημερινή ημέρα, επειδή την ίδια εκείνη ημέρα, κατά την οποία γεννήθηκε ο Χριστός, την επαναφέρει ο ήλιος κάθε έτος με την κυκλοφορία του.

     Αλλά και εσύ, αδελφέ, μην πάψεις να δοξολογείς τον γεννηθέντα Χριστό, όχι μόνο με λόγια, αλλά πολύ περισσότερο με έργα. Πρόλαβε ακόμη και να Τον συναντήσεις, όταν κατεβαίνει από τον Ουρανό με την Θεωρία προς Αυτόν· υψώσου από την γη και τα γήινα για την αγάπη Εκείνου που για χάρη σου κατέβηκε στη γη, ψάλλε σε Αυτόν άσμα καινό, όπως σε παρακινεί ο Δαβίδ· ψάλλε όμως πολλά και ακόρεστα άσματα και μη χόρταινε ψάλλοντας. Εάν έτσι ψάλλεις, θα σε θυμηθεί ο Κύριος, προς τον Οποίο ψάλλεις και θα σε ελεήσει, όπως σε διαβεβαιώνει ο Ησαΐας: «Πολλ σον, να σου μνεα γνηται»[Ησ. 23,16].

Ειρμός ωδής γ΄: «Τ πρ τν αἰώνων κ Πατρς γεννηθντι ἀῥῥεστως Υἱῷ κα π' σχτων κ Παρθνου σαρκωθντι σπρως Χριστ τ Θε βοσωμεν· νυψσας τ κρας μν γιος ε, Κριε».

    Από την προφήτιδα Άννα, την μητέρα Σαμουήλ του προφήτη και ποιήτρια της τρίτης Ωδής, δανείστηκε ο Μελωδός τον παρόντα Ειρμό· διότι εκείνη είπε τα λόγια αυτά προς τον Θεό ευχαριστώντας, διότι ενώ προηγουμένως ήταν στείρα, γέννησε ύστερα· δηλαδή το «ψθη κρας μου ν Θε μου»[Α΄Βασ.2,1: «στερεώθη καρδα μου ν Κυρίῳ, ψθη κρας μου ν Θε μου· πλατνθη π᾿ χθρος μου τ στμα μου, εφρνθην ν σωτηρίᾳ σου(:Η πληγωμένη και ταραγμένη καρδιά μου πήρε δύναμη από τον Κύριο και στερεώθηκε. Με την βοήθεια του Θεού μου εξυψώθηκε η δύναμη και η δόξα μου. Άνοιξε το στόμα μου και μπορώ πλέον να ομιλώ ελεύθερα προς τους εχθρούς μου, που με περιφρονούσαν για την ατεκνία μου. Γέμισα από χαρά για την λύτρωση που μου χάρισες, Κύριε)»] και το «οκ στιν γιος πλήν σου»[Α΄Βασ.2,2: «τι οκ στιν γιος ς Κύριος, κα οκ στι δίκαιος ς Θες μν· οκ στιν γιος πλήν σου(:διότι κανένας άλλος δεν είναι τόσο άγιος, όπως ο Κύριος, και κανείς δεν είναι τόσο δίκαιος, όπως ο Θεός μας. Δεν υπάρχει κανείς άγιος εκτός από Σένα, Κύριε)»].

    Οπότε τα λόγια αυτά παίρνοντας από αυτήν ο ιεράρχης Κοσμάς τα επιστρέφει στον λαό των Χριστιανών και με προτρεπτικό σχήμα λέει προς αυτόν: «Ω λαέ των Χριστιανών, ελάτε να φωνάξουμε προς τον Χριστό τον Θεό μας, ο Οποίος γεννήθηκε μεν αρρεύστως και απαθώς από τον αγέννητο Πατέρα προ πάντων των αιώνων[Οι αἰῶνες, σύμφωνα με τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, είναι νοητά κτίσματα[Κεφάλαιο ξη΄των θεολογικών], γι'αυτό είπε και ο Παύλος: «δι' οὗ-του Υιού δηλαδή- καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν- ο Πατήρ δηλαδή. Περιλαμβάνει ο αιώνας τα αΐδια και αθάνατα· δηλαδή τους νοερούς Αγγέλους, όπως και ο χρόνος περιλαμβάνει τα θνητά κτίσματα. Γι'αυτό είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Ό,τι είναι για μας ο χρόνος, ο οποίος μετριέται με την φορά του Ηλίου, αυτό στα αΐδια είναι ο αἰώνας»(Λόγος στην Χριστού Γέννηση). Ο Θεός όμως είναι προ των αιώνων και υπέρ τους αιώνας· γι'αυτό στη συνέχεια λέγεται προαιώνιος και υπεραιώνιος)», χωρίς κανένα αίτιο τελικό προς τα έξω κτίσματα, όπως είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος]· «Τό μέν ν -ο Υιός- καί εί νκ το εί ντος -δηλαδή του Πατρός- πέρ ατίαν καί λόγον· οδέ γάρ ν το Λόγου λόγος νώτερος»[Λόγος στην Χριστού Γέννηση]· σαρκώθηκε όμως ο Ίδιος από την Παρθένο χωρίς σπορά ανδρός, για την δική μας σωτηρία. Και τι να φωνάξουμε προς τον Χριστό; Εκείνα τα ευχαριστήρια λόγια, που πριν από εμάς είπε δυνατά η στείρα και Προφήτιδα Άννα: Δηλαδή «Εσύ, Κύριε, είσαι άγιος, ο Οποίος ύψωσες και δόξασες το κέρας ημών των ανθρώπων, δηλαδή τη δική μας δόξα και δύναμη, με την δική Σου ενανθρώπηση».

 

Ειρμός ωδής δ΄: «Ρβδος κ τς ῥίζης εσσα κα νθος ξ ατς, Χριστ, κ τς Παρθνου νεβλστησας· ξ ρους ανετς κατασκου δασος λθες σαρκωθες ξ πειρνδρου ϋλος κα Θες· δξα τ δυνμει σου, Κριε».

      Ο Προφήτης Ησαΐας προφητεύοντας για τον Χριστό είπε σε χρόνο μέλλοντα: «ξελεύσεται άβδος κ τς ίζης εσσαί, κα νθος κ τς ίζης ναβήσεται (:Από τη γενεαλογική ρίζα του Ιεσσαί θα φυτρώσει κλωνάρι και άνθος από τη ρίζα αυτήν θα αναβλαστήσει)»[Ησ. 11,1], ο δε ιερός Κοσμάς βλέποντας να εκπληρώνεται με τα γεγονότα η προφητεία αυτή, δεν την αναφέρει με ρήματα μέλλοντος χρόνου, αλλά περασμένου· διότι δεν λέει: «ξελεύσεται  άβδος», ή «ναβήσεται νθος», αλλά λέει ότι από μεν την ρίζα του Ιεσσαί ράβδος εξήλθε·(διότι αυτό ρήμα λείπει και εννοείται έξωθεν) «άβδος» δε, δηλαδή «κλάδος», είναι η αειπάρθενος Θεοτόκος, η οποία εξήλθε από τη ρίζα, δηλαδή από την φυλή του Ιούδα, από την οποία εξήλθε και ο Ιεσσαί, ο πατήρ του Βασιλέως Δαβίδ. Οπότε η Θεοτόκος και από την βασιλική φυλή του Ιούδα καταγόταν και από το βασιλικό γένος του Δαβίδ, από εκείνην μεν νωρίτερα και μακρύτερα, ενώ από αυτό προσεχέστερα και κοντύτερα. «Από την ράβδο πάλι και από τον κλάδο αυτόν, δηλαδή από την Παρθένο, Εσύ, Χριστέ, αναβλάστησες ως ένα άνθος ευωδέστατο, αειθαλές και αμάραντο».

     Διότι όπως από τη ρίζα του δένδρου βλαστάνει ο κορμός και από τον κορμό βλαστάνει ο κλάδος και από τον κλάδο βλαστάνει το άνθος και από το άνθος γίνεται ο καρπός, έτσι και από την ρίζα της φυλής του Ιούδα βλάστησε ο κορμός, δηλαδή το γένος του Δαβίδ· από δε το γένος του Δαβίδ βλάστησε η Θεοτόκος ως ράβδος και κλάδος, και από την Θεοτόκο βλάστησε ο Χριστός ως άνθος, από δε τον Χριστό βλάστησε ο γλυκύτατος και χαριέστατος καρπός· δηλαδή η σωτηρία του κόσμου. Μερικοί είπαν ότι το «ξ ατς» εννοείται και για την ρίζα, δηλαδή από αυτή την ρίζα του Ιεσσαί βλάστησε άνθος ο Χριστός, ακολουθώντας το παραπάνω χωρίο του Ησαΐα που λέει: «κα νθος κ τς ίζης ναβήσεται (:και άνθος από τη ρίζα αυτήν θα αναβλαστήσει)»». Ώστε ο Δεσπότης Χριστός προσεχώς βλάστησε από την Παρθένο, από μακριά όμως βλάστησε από την φυλή του Ιούδα, σύμφωνα με την προφητεία, που είπε γι’ αυτήν ο Πατριάρχης Ιακώβ: «Οκ κλείψει ρχων ξ ούδα κα γούμενος κ τν μηρν ατο, ως ἐὰν λθ τ ποκείμενα ατ, κα ατς προσδοκία θνν(:Δεν θα εκλείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα και αρχηγός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του Οποίου απόκεινται οι εξουσίες· και Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)»[Γέν.49,10].

     Αναφέρει στη συνέχεια ο θεσπέσιος Μελωδός και το ρητό του Προφήτη Αββακούμ, το οποίο λέει: « Θες π Θαιμν ξει, κα γιος ξ ρους κατασκίου δασέος(:Ο Παντοκράτωρ Θεός θα έλθει με δόξα και μεγαλοπρέπεια από την Θαιμάν, «από τα νότια»· ο Άγιος θα έλθει από πυκνό και βαθύσκιο όρος)» [Αββακούμ 3,3] και αυτό πολύ σωστά το προσαρμόζει στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως, και σε αυτήν την τέταρτη Ωδή, της οποία ποιητής είναι ο Αββακούμ. Λέει λοιπόν: «Εσύ, Χριστέ, ο άυλος ν Θεός και από όλους ανυμνούμενος, ήλθες και σαρκώθηκες από εκείνην που δεν έχει πείρα ανδρός, την Θεοτόκο-διότι αυτό δηλώνει το πείρανδρος-, σαν από βουνό δασύ και κατάσκιο». Βουνό δασύ και κατάσκιο είναι η Θεοτόκος· βουνό λέγεται διότι, όπως το όρος και το βουνό ούτε οργώνεται, ούτε γεωργείται, ούτε σπέρνεται από ανθρώπους, αλλά αυτοφυώς και αγεώργητα βλαστάνει τα υψηλά δένδρα και τα χαμόκλαδα και το χορτάρι, έτσι και η Θεοτόκος ασπόρως και αγεωργήτως βλάστησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ως δέντρο υψηλό, για το ύψος της Θεότητος, ως χαμόκλαδο όμως, για την ταπεινότητα της ανθρωπίνης φύσεως, και ως χόρτο, διότι τρέφει όσους πιστεύουν σε Αυτόν. Δασύ δε βουνό λέγεται η Θεοτόκος, διότι σύμφωνα με τον Ιερό Θεοφύλακτο Βουλγαρίας στην ερμηνεία του Αββακούμ, σίδερος(:λογισμός πονηρός) δεν ανέβηκε σε αυτήν, ο οποίος να γεννά σκουριά(:μολυσμό και φθορά πάθους σαρκικού), ούτε χέρι ανθρώπινο, για να κόψει την παρθενία της, όπως στο δασύ βουνό δεν μπαίνει τσεκούρι, ούτε χέρι ανθρώπου κόβει τα ξύλα του λόγω της μεγάλης πυκνότητας.

    Σχεδόν τα ίδια λέει και ο Ζωναράς στην ερμηνεία του Γ΄ήχου της Οκτωήχου. Γι'αυτό και ο Δανιήλ σωστά είπε για το όρος αυτό της Παρθένου: «θεώρουν ως ο τμήθη λίθος ξ ρους νευ χειρν(:Έβλεπα και το παρατηρούσα εκστατικός μέχρις ότου λίθος αποκόπηκε από το όρος χωρίς την επέμβαση ανθρωπίνου χεριού)»[Δαν.2,34] Διότι τόσο η Θεοτόκος ήταν καταπυκνωμένη κυκλικά ως προς την ψυχή και το σώμα από τις αρετές και τις θείες και υπερφυσικές χάριτες, ώστε δεν βρήκε ούτε την παραμικρή είσοδο ο διάβολος, για να βάλει στον πανάγιό της νου κάποια προσβολή πονηρού λογισμού. Κατάσκιο πάλι βουνό είναι η Θεοτόκος, διότι επισκίασε σε αυτήν του Υψίστου η δύναμη, ο Υιός του Θεού. Διότι λέει: «Πνεμα γιον πελεύσεται π σ κα δύναμις ψίστου πισκιάσει σοι(:Θα έλθει σε σένα το Πνεύμα το Άγιο. Αυτό θα σε καθαρίσει από το προπατορικό αμάρτημα και θα σε εξαγιάσει. Και η δύναμη του Υψίστου θα ρίξει τη δημιουργική και προστατευτική σκέπη της πάνω σου)»[Λουκά 1,35]· όπως και Ανδρέας ο Κρήτης λέει στον Ευαγγελισμό. Προσθέτει δε τελευταίο ο Μελωδός το «Δξα τ δυνμει σου, Κριε» ως χαρακτηριστικό της τετάρτης Ωδής.

 

Ειρμός ωδής ε΄: « Θες ν ερνης, Πατρ οκτιρμν, τς μεγλης Βουλς σου τν γγελον ερνην παρεχμενον πστειλας μν· θεν θεογνωσας πρς φς δηγηθντες, κ νυκτς ρθρζοντες δοξολογομν σε, Φιλνθρωπε».

    Από πολλά ρητά των Γραφών συγκροτεί τον παρόντα ειρμό ο ιεράρχης Κοσμάς· διότι το μεν «Θες ερνης» δανείστηκε από την προς Φιλιππησίους επιστολή, η οποία λέει: «Κα Θες τς ερήνης σται μεθ᾿ μν(:Και ο Θεός, που είναι ο χορηγός της ειρήνης, θα είναι μαζί σας)»[Φιλιπ.4,9]· όμοια και από το 16ο κεφάλαιο στίχ.20 της προς Ρωμαίους [:« δ Θες τς ερήνης συντρίψει τν σατανν π τος πόδας μν ν τάχει(:Κι ο Θεός που δίνει την ειρήνη θα συντρίψει γρήγορα κάτω από τα πόδια σας τον σατανά, που είναι ο αίτιος των διαιρέσεων και των σκανδάλων)»]  και από το 13ο κεφάλαιο, στίχοι 20-21 της προς Εβραίους[: « δ Θες τς ερήνης, ναγαγν κ νεκρν τν ποιμένα τν προβάτων τν μέγαν ν αματι διαθήκης αωνίου, τν Κύριον μν ησον καταρτίσαι μς ν παντ ργ γαθ ες τ ποισαι τ θέλημα ατο, ποιν ν μν τ εάρεστον νώπιον ατο δι ησο Χριστο, δόξα ες τος αἰῶνας τν αώνων (:Και ο Θεός, που είναι ο χορηγός και νομοθέτης της ειρήνης, ο οποίος ανέστησε εκ νεκρών τον μεγάλο ποιμένα των πνευματικών προβάτων προκειμένου να εισέλθει στον ουρανό και να προσφέρει εκεί ως εξιλαστήριο θυσία το αίμα Του, με το οποίο επικυρώθηκε διαθήκη αιώνια, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό δηλαδή, εύχομαι να σας τελειοποιήσει σε κάθε αγαθό έργο, ώστε να κάνετε το θέλημά Του. Αυτός να ενεργήσει στο εσωτερικό σας εκείνο που είναι αρεστό ενώπιόν Του διαμέσου της μεσιτείας του Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν)»].

    Το δε «πατήρ τν οκτιρμν» δανείστηκε από την Β΄ προς Κορινθίους, κεφ.1, στίχος 3[:«Ελογητς Θες κα πατρ το Κυρίου μν ησο Χριστο, πατρ τν οκτιρμν κα Θες πάσης παρακλήσεως(:Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο  Θεός, ο οποίος είναι Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ως προς τη θεία του φύση, αλλά και Θεός του ως προς την ανθρώπινη φύση του. Ας είναι δοξασμένος, διότι αυτός είναι Πατέρας και πηγή ελέους και ευσπλαχνίας, και Θεός που χορηγεί κάθε παρηγοριά)»]· το δε «τς μεγάλης βουλς σου τόν γγελον» δανείστηκε από τον Ησαΐα, ο οποίος λέει για τον Χριστό: «Καί καλεται τό νομα ατο, μεγάλης βουλς γγελος(:θα καλείται το όνομα Αυτού αγγελιαφόρος της μεγάλης βουλής του Θεού)» [Ησ.9,6].

    Την φράση «ερήνην παρεχόμενον» δανείστηκε από τον Ιωάννη, ο οποίος λέει «Ερήνην φίημι μν, ερήνην τήν μήν δίδωμι μν(:Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου αληθινή και βαθιά ειρήνη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συνταράζεται από την αμαρτία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρήνη υποκριτική, απατηλή και ασταθή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας από εσωτερικούς φόβους κι ας μη δειλιάζει από εξωτερικά φόβητρα και απειλές)» [Ιω.14,27] και από τον Παύλο, ο οποίος είπε «Χριστός στίν ερήνη μν, ποιήσας μφότερα ν, καί τό μεσότοιχον το φραγμο λύσας(:Πλησιάσατε και τον Θεό και τις διαθήκες του με το αίμα του Χριστού, διότι Αυτός είναι η ειρήνη μας. Αυτός έκανε και τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους, τον Ιουδαϊσμό και τον Εθνισμό, ένα. Αυτός γκρέμισε και κατέλυσε τον τοίχο που δημιουργούσε ο φραγμός του νόμου που ορθωνόταν ανάμεσα στους δύο λαούς και τους χώριζε)» [Εφ.2,14], το δε «φς τς θεογνωσίας» λήφθηκε από τον Αββακούμ, όπου λέει: «Καί φέγγος ατο ς φς σται(:Η λάμψη και η ακτινοβολία της άπειρης δόξας Του δεν θα είναι αμυδρή και ασθενής, αλλά θα είναι άκρατη, αμιγής και ισχυρή, όπως το καθαρότατο φως. Στα χέρια Του κρατεί δύναμη ακαταγώνιστη. Την άπειρη αγάπη Του συνδύασε κατά πάνσοφο τρόπο με την ακατάβλητη δύναμή Του)»[Αββακούμ, 3,4] · το δε «κ νυκτός ρθρίζοντες» παραλήφθηκε από τον Ησαΐα, που λέει: «κ νυκτός ρθρίζει τό πνεμα μο πρός σε, Θεός(: Τόσο πολύ Σε ποθούμε, ώστε από την νύκτα αγρυπνεί νωρίς το πνεύμα μου καταφεύγοντας σε Σένα, Θεέ μου, διότι τα προστάγματά Σου είναι φως επί της γης)» [Ησ.26,9]. Από τόσες λοιπόν ρήσεις, αφού συγκρότησε το τροπάριο αυτό ο Μελωδός, έπειτα επιστρέφοντας προς τον Θεό και Πατέρα, λέει προς Αυτόν: «Ω φιλανθρωπότατε Δέσποτα, Εσύ Θεός όντας της ειρήνης και Πατήρ των οικτιρμών, απέστειλες προς εμάς τον Μονογενή Σου Υιό, τον Άγγελο –μηνυτή- γενόμενο της μεγάλης και προαιώνιας και άρρητης βουλής Σου, η οποία αναφέρεται στην ένσαρκο Οικονομία Του».

     Είπε ο θεοφόρος Μάξιμος· «Μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός είναι το αποσιωπημένο και άγνωστο της Οικονομίας μυστήριο, το οποίο απεκάλυψε με την σάρκωση ο Μονογενής Υιός, Άγγελος γενόμενος της μεγάλης και προαιώνιας βουλής του Θεού. Γίνεται της μεγάλης του Θεού βουλής Άγγελος, αυτός ο οποίος γνώρισε τον λόγο του Μυστηρίου και τόσο ανυψώνεται με το έργο και τον λόγο, μέχρις ότου φθάσει σε Αυτόν, ο οποίος τόσο πολύ κατέβηκε προς Αυτόν»[κεφ. κδ΄της β΄εκατον. των Θεολογικών]. Το δε «πέστειλας» (:ευδόκησες να έλθει προς εμάς ο Υιός Σου) είπε ο Μελωδός, διότι η αποστολή του Υιού την ευδοκία δηλώνει του Πατρός, όπως εννόησε ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος(Λόγος στην Χριστού Γέννησιν). Το δε «εδοκία» πάλι σημαίνει το προηγούμενο θέλημα του Θεού, σύμφωνα με τον Δαμασκηνό Ιωάννη και τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, διότι δεν ήταν επόμενο, αλλά προηγούμενο θέλημα Θεού η ένσαρκος Οικονομία του Θεού Λόγου. Γιατί όμως «απέστειλες τον Υιό Σου, Πάτερ Θεέ;». Για να δώσει σε εμάς ειρήνη, για να ειρηνοποιήσει εμάς πρώτα με τον Θεό, δεύτερον με τους αγγέλους, προς τους οποίους είχαμε μάχη, τρίτο με τους ομοφύλους μας ανθρώπους· διότι και μεταξύ μας είχαμε μάχες, και τέταρτο με τον εαυτό μας. Αδιάφορο είναι το παρεχόμενο, διότι η ακρίβεια απαιτούσε να γράφεται «παρεξόμενον», επειδή τα κινήσεως σημαντικά ρήματα, όπως είναι και το «πέστειλας» με μετοχή μέλλοντος χρόνου συντάσσονται, αντί τελικού απαρεμφάτου[Σημειώνουμε εδώ τον φοβερό λόγο που λέει ο θεσπέσιος Μάξιμος, ότι, αν και συμφιλίωσε και ειρήνευσε εμάς με τον Πατέρα ο Υιός, όσο όμως εμείς δουλεύουμε στα πάθη και στον διάβολο, ειρήνη και φιλία δεν έχουμε με τον Θεό· διότι λέει τα εξής: «Είναι αδύνατο να γίνουμε φίλοι του Θεού, την στιγμή που στασιάζουμε εναντίον Του με τα πάθη και ανεχόμαστε να πληρώνουμε φόρο στον τύραννο και φονέα των ψυχών διάβολο, χωρίς προηγουμένως να έχουμε καν πολεμήσει τον πονηρό. Διότι μέχρι τότε είμαστε εχθροί και πολεμούμε τον Θεό, έστω και αν αποδίδουμε στον εαυτό μας την πλαστή ονομασία του πιστού, όσο δηλαδή θέλουμε να δουλεύουμε στα πάθη της ατιμίας. Και από την ειρήνη του κόσμου δεν θα κερδίσουμε κανένα όφελος, εάν η ψυχή μας βρίσκεται σε κακή κατάσταση και στασιάζει εναντίον του ίδιου του Δημιουργού της και δεν ανέχεται να υπαχθεί κάτω από την βασιλική εξουσία Του, όντας ακόμη πουλημένη σε μύριους σκληρούς τυράννους» (κεφ. μα΄ της Γ΄ εκατοντάδος των Θεολογικών)].

     «Από δε την ένσαρκο παρουσία του Υιού Σου –συνεχίζει ο Μελωδός- εμείς τα πλανεμένα έθνη οδηγηθήκαμε στο φως της γνώσεως του Θεού, δηλαδή της ευσέβειας και πίστεως». Γι’ αυτό «κ νυκτός ρθρίζοντες» · δηλαδή από την πλάνη και ασέβεια, αφού ήλθαμε στην ευσέβεια, Σε δοξολογούμε, φιλάνθρωπε Κύριε. Και είπε αυτό για να δείξει ότι είναι πέμπτη Ωδή η παρούσα, της οποίας ο ποιητής είναι ο Ησαΐας ο οποίος είπε: «κ νυκτός ρθρίζει τό πνεμα μο πρός σε, Θεός», όπως προλέχθηκε.

    Εδώ προτείνει μία απορία ο Θεόδωρος ο ερμηνευτής των Κανόνων, λέγοντας: «Επειδή η ασέβεια είναι νύκτα, η δε ευσέβεια αντίθετα είναι ημέρα· γιατί ο Ησαΐας και ο Μελωδός δεν είπαν, ότι από την νύκτα ήλθαν στην ημέρα, αλλά στον όρθρο;». Αυτήν λοιπόν την απορία λύνοντας αυτός, λέει: «Όπως κατά την νύκτα δεν βλέπει καθόλου ο οφθαλμός, ενώ αντιθέτως την ημέρα βλέπει καθαρά και απλανώς, στον δε όρθρο βλέπει μεν λίγο, όχι όμως καθαρά· διότι είναι κάτι το ενδιάμεσο ο όρθρος της νύκτας και της ημέρας, και ούτε εντελώς σκοτεινός, όπως η νύκτα, ούτε εντελώς φωτεινός, όπως η ημέρα· έτσι νύκτα σκοτεινή και ασέληνη είναι η ασέβεια και όσοι βρίσκονται στην ασέβεια, ενώ ημέρα ολόφωτη είναι η αιώνια κατάσταση κατά τον μέλλοντα αιώνα και η δόξα που πρόκειται να αποκαλυφτεί στους Αγίους και η γνώση των μυστηρίων· όρθρος πάλι είναι κατάσταση των ευσεβών που ζουν κατά τον παρόντα αιώνα· διότι σε αυτήν την κατάσταση όντες οι ευσεβείς και Άγιοι, δεν μπορούν να θεωρήσουν τρανά και καθαρά τα θεία Μυστήρια, διότι εμποδίζονται από το σκέπασμα του υλικού αυτού και παχέος σώματος».

     Γι'αυτό ο μεν Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους: «Βλέπομεν ρτι δι' σόπτρου ν ανίγματι, τότε δέ, πρόσωπον πρός πρόσωπον· ρτι γινώσκω κ μέρους, τότε δέ πιγνώσομαι, καθώς καί πεγνώσθην(:Διότι τώρα βλέπουμε σαν μέσα από μεταλλικό καθρέφτη θαμπά και με τόση ατέλεια, ώστε να μας μένουν πολλά αινίγματα που δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε. Τότε όμως θα δούμε φανερά και καθαρά, διότι θα δούμε κατευθείαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Τότε όμως θα λάβω τόσο τέλεια γνώση, όσο τέλεια με γνώριζε ο παντογνώστης Κύριος, όταν ενεργούσε την επιστροφή μου και με καλούσε στο αποστολικό αξίωμα)»[Α΄Κορ. 13,12]· ο δε Θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Τά νταθα δευτέρας λλάμψεως» · και αλλού: «Για να βλέπουμε καθαρά την μακάρια Τριάδα, της οποίας τώρα δεχόμαστε μέτριες τις εκφάνσεις», και στον λόγο στην του Χριστού Γέννηση λέει: «Εδώ με πείθει το μέτριο φέγγος της αλήθειας, λαμπρότητα Θεού και να ιδώ και να  πάθω (στον μέλλοντα αιώνα δηλαδή)».

    Εάν όμως απορεί κάποιος, πώς ο Παύλος γράφοντας προς τους Ρωμαίους είπε: «ποθώμεθα τά ργα το σκότους καί νδυσώμεθα τά πλα το φωτός· ς ν μέρ εσχημόνως περιπατήσωμεν(:Ας αποθέσουμε λοιπόν σαν νυκτερινά ενδύματα τα έργα της αμαρτίας, που γίνονται στο σκοτάδι, και ας ντυθούμε σαν άλλα όπλα τα φωτεινά έργα της αρετής· όπως συμπεριφέρεται κανείς την ημέρα, που τα βλέμματα πολλών τον παρακολουθούν, έτσι κι εμείς ας συμπεριφερθούμε με ευπρέπεια και σεμνότητα)» [Ρωμ.13,12]. Σε αυτόν απαντούμε, ότι δεν είπε ο Παύλος «ν μέρ» αλλά «ς ν μέρ» · το δε «ς», ομοιωματικό μόριο είναι και δηλώνει ομοίωμα ημέρας, και όχι αυτήν την ημέρα· όπως είναι και αυτό που λέχθηκε για τον Προφήτη Ηλία: «νελήφθη ς ες Ορανόν» δηλώνει ότι ανέβη, όχι στον ουρανό, αλλά σε υψηλότερο μέρος της γης. Και ο όρθρος λοιπόν ημέρα μεν δεν είναι, ως ημέρα όμως και είναι και λέγεται· διότι και αυτός επιτρέπει στον οφθαλμό να βλέπει, όχι όμως καθαρά όπως η ημέρα, αλλά με τρόπο που είναι ενδιάμεσος της νύκτας και της ημέρας, όπως είπαμε[Ο δε Κύριος αντίθετα, «ἡμέρα» ονόμασε την παρούσα ζωή, ενώ νύκτα την μέλλουσα, λέγοντας τα εξής: «Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός μέ ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι»[Ιω.9,4], το οποίο ερμηνεύοντας ο Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός λέει: «ἕως ἡμέρα ἐστίν» σημαίνει όσο διαρκεί ο παρών καιρός, όσο διαρκεί η ζωή αυτή, όσο μπορούν οι άνθρωποι να εργάζονται· έρχεται ο μελλοντικός αιώνας, όταν κανένας πλέον δεν μπορεί να εργάζεται «τό πιστεύειν εἰς ἐμέ» · διότι ο παρών καιρός είναι καιρός εργασίας, ενώ ο μελλοντικός είναι καιρός ανταποδόσεως. Το ότι πάλι εδώ εργασία λέει την του πιστεύειν, είναι φανερό από του να πει «οπίσω». Αυτό είναι έργο του Θεού, να πιστέψετε σε Εκείνον που απέστειλε Εκείνος. Ο μεν Χριστός λοιπόν, «ἡμέρα» ονόμασε τον παρόντα αιώνα εξαιτίας της εργασίας, ενώ «νύκτα» τον μέλλοντα αιώνα εξαιτίας της ανεργίας, ο δε Παύλος αντίθετα, νύκτα τον παρόντα αιώνα λέγει για την πλάνη και την άγνοια και το σκότος των παθών, ενώ ημέρα τον μέλλοντα, επειδή δεν έχει τίποτε από αυτά· διότι λέει: «Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δέ ἡμέρα ἤγγικε» [Ρωμ.13,12](Τόμος Δ΄της ερμηνείας των Ευαγγελιστών). Εάν όμως ακριβέστερα εννοηθεί το ρητό: «Ἡ προκύψασα νύξ καί ἡ ἐγγίζουσα ἡμέρα», δεν φαίνεται να είναι καθαρή ημέρα, αλλά σαν κάποιος όρθρος].

   Ειρμός ωδής  ς΄: «Σπλχνων ωνν μβρυον πμεσεν νλιος θρ, οον δξατο· τ Παρθν δ νοικσας Λγος κα σρκα λαβν διελλυθε φυλξας διφθορον· ς γρ οχ πστη εσεως, τν τεκοσαν κατσχεν πμαντον».

     Ποιος δεν θαύμαζε την σοφή διάνοια του ιερού αυτού Μελωδού; Διότι αυτός τον ένα και τον ίδιο Προφήτη Ιωνά χρησιμοποιεί για διάφορες υποθέσεις. Και πρώτα βέβαια πολύ σωστά τον χρησιμοποίησε στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, παρομοιάζοντάς τον με τον τύπο του Σταυρού, τώρα πάλι τον χρησιμοποιεί στην υπόθεση της εκ Παρθένου Γεννήσεως του Χριστού. Και την μεν διαμονή του στην κοιλιά του κήτους παρομοιάζει με την σύλληψη του εμβρύου, την δε έξοδο από το κήτος την παρομοιάζει με την Γέννηση του εμβρύου[Βλέπε και στην ερμηνεία του τροπαρίου της στ΄ωδής του ιαμβικού κανόνος των Θεοφανείων ο οποίος λέει: «κ ποντίου λέοντος τριέσπερος», για να μάθεις πως ο Ιωνάς παρομοιάζεται με το έμβρυο από τον Αλεξανδρείας θεσπέσιο Κύριλλο]. Γι'αυτό λέει, ότι ο «νάλιος θήρ(:το κήτος της θάλασσας)» που δέχτηκε στην κοιλιά του τον Ιωνά και τον φύλαξε, όπως η μητέρα δέχεται στην κοιλιά της το έμβρυο και το φυλάγει, στο τέλος το ξέρασε από τα σπλάχνα του, αλλά τόσο σώο και αβλαβή ξέρασε, όπως σώος και αβλαβής ήταν, όταν τον δέχθηκε προηγουμένως στα σπλάχνα του. Ο μεν Ιωνάς λοιπόν με αυτόν τον τρόπο δέχθηκε και ξεράσθηκε από το κήτος, ο δε Μονογενής του Θεού Λόγος, αφού εισήλθε με υπερφυσικό τρόπο στην κοιλιά της Παρθένου, και έλαβε σάρκα από τα πανάχραντά της αίματα «διελήλυθε»(:γεννήθηκε) φυλάγοντας αβλαβή και αδιάφθορη την κοιλιά, που τον δέχθηκε και τον γέννησε, δηλαδή, την άφησε Παρθένο, όπως την βρήκε Παρθένο και όταν εισήλθε.

    Γι'αυτό ως προς αυτό το σημείο φαίνεται ότι είναι ενάντιο, κατά κάποιον τρόπο, το παράδειγμα του Ιωνά με την εκ της Παρθένου Γέννηση του Κυρίου, διότι εκεί μεν τον κυοφορούμενο Ιωνά τον φύλαγε αβλαβή το κήτος, που τον κυοφορούσε με την παντοδύναμη χάρη του Θεού· εδώ όμως κυοφορούμενος στην κοιλιά της Παρθένου ο Θεός Λόγος, Αυτός μάλλον φύλαξε αβλαβή αυτήν που Τον κυοφορούσε, μη διαφθείροντας τα κλείθρα της Παρθενίας της. Διότι όπως ο Υιός του Θεού, ο Οποίος γεννήθηκε στον ουρανό από τον Πατέρα προ αιώνων, ως Θεός δεν υπέμεινε κανένα πάθος και ρεύση και φθορά, διότι «παθς καί ρρεύστως προλθεν κ το Πατρός», όπως ο λόγος από τον νου· έτσι αυτός ο Ίδιος ο Οποίος γεννήθηκε κάτω στους εσχάτους χρόνους, ως άνθρωπος, διαφύλαξε αβλαβή και χωρίς καμία φθορά την Θεοτόκο, η οποία Τον γέννησε. Έτσι η Αγία και Οικουμενική Σύνοδος με την ια΄Πράξη της με τον λίβελλο της Πίστεως Σωφρονίου Ιεροσολύμων την ανακήρυξε Παρθένον «πρό τόκου καί ν τόκ καί μετά τόκον», που σημαίνει «ειπάρθενον».

   Αλλά και ο θεσπέσιος Επιφάνιος [αίρεσις ιη΄], λέει: «Ποιος ποτέ λέγοντας Μαρία διερωτήθηκε, δεν πρόσθεσε την Παρθένο;». Έτσι ο Χριστός και κατά τις δύο Γεννήσεις απαθής φάνηκε και άρρευστος, διότι ούτε ο Πατήρ γεννώντας Τον έπαθε κάτι, ούτε η μήτηρ. Και για να πω καθαρότερα, όπως ο Υιός του Θεού έγινε Υιός ανθρώπου ατρέπτως, δηλαδή χωρίς να υποστεί αλλοίωση από την δική Του φύση και θεότητα, ή να λάβει καμία αλλοίωση και ρεύση, σύμφωνα με τον Θεολόγο Γρηγόριο, ο οποίος λέει: «Ο Υιός του Θεού γίνεται και Υιός ανθρώπου, χωρίς να μεταβάλλει εκείνο που ήταν, διότι είναι άτρεπτος, αλλά αφού προσέλαβε αυτό που δεν ήταν, διότι είναι φιλάνθρωπος»[Λόγος εις τα Φώτα], έτσι και αυτήν που Τον έτεκε την διαφύλαξε άτρεπτη και αβλαβή, διότι αυτή χωρίς να τραπεί από την κατά φύση παρθενία που είχε, προσέλαβε εκείνο που δεν είχε, δηλαδή την υπέρ φύση μητρότητα. Γι'αυτό και ο Θεοφόρος Μάξιμος είπε: «Όπως δηλαδή Εκείνος, όταν έγινε άνθρωπος ούτε την φύση Του άλλαξε, ούτε την δύναμή Του άλλαξε, έτσι εκείνην που Τον γέννησε και Μητέρα την κάνει και Παρθένο την διατηρεί, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα το θαύμα με το θαύμα και μην κρύβοντας το ένα με το άλλο»[Κεφ.θ΄, της γ΄εκατοντ. των γνωστικών].

    Λέει και ο Βρυέννιος Ιωσήφ: «Ποια φάνηκε ποτέ Μητέρα του Θεού των Πατέρων; Ποια συγχρόνως και πλάστη και πλάσμα συνέλαβε; Ποια, και συλλαμβάνοντας Υιό και κυοφορώντας και τίκτοντας, δεν απέβαλε το να είναι Παρθένος; Πριν από την σύλληψη Παρθένος· κατά την σύλληψη Παρθένος· κατά την κύηση Παρθένος και «ν τ τίκτειν» Παρθένος· και μετά τον τοκετό πάλι Παρθένος και πάντοτε Αειπάρθενος· διότι αυτή η οποία σε όλο τον χρόνο της ζωής της και ως προς την όραση και την γεύση και την ακοή και την αφή και την όσφρηση και τον νου και την διάνοια και την δόξα και την φαντασία και την αίσθηση και, με έναν λόγο, με όλες της τις δυνάμεις της και τις ψυχικές και τις σωματικές τήρησε όλο τον εαυτό της άβατο στους ρυπαρούς λογισμούς, πολύ φυσικά θα μπορούσε να λέγεται Αειπάρθενος. Γι'αυτό δεν εμπόδισε καθόλου την υπόθεση αυτή της παρθενίας η υπερφυσική κυοφορία· ούτε το να είναι Αειπάρθενος εμπόδισε ο θείος Τόκος· ούτε η σύλληψις προξένησε βλάβη στη μήτρα, ούτε ο τοκετός διέφθειρε αυτήν που έτεκε»[Λόγος Γ΄εις τον Ευαγγελισμόν].

 

Ειρμός ωδής ζ΄: «Ο παδες εσεβείᾳ συντραφντες δυσσεβος προστγματος καταφρονσαντες, πυρς πειλν οκ πτοθησαν, λλ' ν μσ τς φλογς σττες ψαλλον· τν πατρων Θες ελογητς ε».

      Για τους τρεις Παίδες είπε ο θεσπέσιος Κοσμάς στον προηγούμενο Κανόνα της Υψώσεως του Σταυρού και εμείς εξηγήσαμε τα σχετικά με εκείνον εκεί. Αλλά και στον παρόντα Κανόνα σε αυτήν εβδόμη ωδή λέει γι’ αυτούς ο ίδιος ασματογράφος τα εξής: ότι «οι τρεις εκείνοι άγιοι Παίδες, επειδή ανατράφηκαν με ευσέβεια στον Θεό, η οποία είναι η εξαπλούμενη και ευρυνόμενη αντίληψις των θείων πραγμάτων με υψηλότερη γνώση και θεωρία», την οποία ο Σολομώντας ορίζοντας είπε:  «Εσέβεια ες Θεόν ρχή ασθήσεως» [Παρ.1,7]· «επειδή», λέω, «ανατράφηκαν ευσεβώς, γι'αυτό καταφρόνησαν την δυσσεβή και βλάσφημη προσταγή του Βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, ο οποίος ήθελε να προσκυνηθεί ως θεός με την εικόνα που έστησε στην πεδιάδα την λεγόμενη Δεηρά. Λοιπόν, όχι μόνο καταφρόνησαν την προσταγή του Βασιλιά, αλλά και την απειλή που τους έκανε ο ίδιος Βασιλιάς, ότι θα τους βάλει στην κάμινο του πυρός, δεν την φοβήθηκαν καθόλου». Με το «πυρός πειλήν» μπορεί να εννοηθεί και ο καταπληκτικός ήχος του πυρός, ο οποίος προξενεί φόβο σε όσους το ακούν για το επταπλάσιο της καύσεως. Οπότε στεκόμενοι στο μέσο της φλόγας -συνεχίζει ο Μελωδός- όχι μόνο δεν λυπούνταν, αλλά και τόση υπερβολική χαρά δοκίμαζαν, ώστε από την μεγάλη τους χαρά έψαλλαν λέγοντας: «Συ, ο Θεός των Πατέρων ημών, του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Συ είσαι ευλογητός και δοξασμένος στους αιώνες». Ο λόγος δε αυτός είναι χαρακτηριστικό της εβδόμης ωδής.

  Ειρμός ωδής η΄: «Θαματος περφυος δροσοβλος ξεικνισε κμινος τπον· ο γρ ος δξατο φλγει νους, ς οδ πρ τς θετητος Παρθνου ν πδυ νηδν. Δι νυμνοντες ναμλψωμεν· ελογετω κτσις πσα τν Κριον, κα περυψοτω ες πντας τος αἰῶνας».

     Ευφυέστατα προσαρμόζει στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως το θαύμα της βαβυλωνίας καμίνου ο θεσπέσιος Μελωδός με τον παρόντα Ειρμό· διότι λέει ότι η βαβυλωνία εκείνη και χαλδαϊκή κάμινος, η οποία ήταν δροσερή και όχι φλογερή, προεικόνιζε τον τύπο της κατά σάρκα Γεννήσεως του Δεσπότου Χριστού από την Παρθένο. Διότι, όπως η κάμινος εκείνη, αν και ήταν καμένη επταπλάσια με τόση ύλη φωτιάς, δεν κατέκαυσε όμως τους τρεις νέους παίδες, τους οποίους δέχθηκε μέσα στον εαυτό της, έτσι και το πυρ της Θεότητος του  Μονογενούς Υιού δεν κατάκαψε την κοιλιά της Παρθένου Μαρίας, μέσα στην οποία εισήλθε, αλλά την διεφύλαξε άφλεκτη και αβλαβή.

    Ο τύπος αυτός της καμίνου είναι αντίστροφος με το πρωτότυπο· δηλαδή με την εκ Παρθένου Γέννηση του Σωτήρα· διότι εκείνη η χαλδαϊκή κάμινος, η οποία προετύπωνε την μήτρα της Θεοτόκου, έχοντας μέσα την φωτιά, δεν έκαυσε τους νέους που δέχθηκε· ενώ εδώ ο Υιός του Θεού, ο Οποίος έγινε δεκτός από την μήτρα της Παρθένου, έχοντας το πυρ, ή για να πούμε καλύτερα, ο Ίδιος όντας πυρ αυτόχρημα, δεν κατάκαυσε την μήτρα που Τον δέχθηκε· και πολύ σωστά το έκανε αυτό, διότι, επειδή ο Θεός πυρ είναι και λέγεται «καταναλίσκον»· διότι λέει: «Κύριος Θεός σου πρ καταναλίσκον στί»[Δευτ.4,24]· διότι καταναλίσκει την μοχθηρία και την αμαρτία, σύμφωνα με τον Θεολόγο Γρηγόριο· γι'αυτό πώς ήταν δυνατό να κατακαύσει την Παρθένο, στην οποία δεν βρισκόταν κανένα ίχνος αμαρτίας ή ρυπαρότητας, ούτε προπατορικής -διότι καθαρίστηκε η Παρθένος από την αμαρτία αυτή από την επέλευση του Αγίου Πνεύματος, κατά τον καιρό του Ευαγγελισμού, όπως η κοινή γνώμη των ιερών Θεολόγων δογματίζει-, αλλά ούτε προαιρετικής;

    Διότι όπως αυτό το πυρ, το οποίο υπηρετεί τις ανάγκες μας και γι'αυτό λέγεται «διακονικό», δεν υπερβαίνει τους όρους και τα μέτρα της καυστικής του δυνάμεως, τα οποία έλαβε από τον Δημιουργό, αλλά καίει μεν αυτό ξύλα και λινάρι και καλάμι και όλα όσα είναι δεκτικά της καύσεως εκείνου, δεν καίει όμως από μεν τα ζώα την ψυχρότατη σαλαμάνδρα[Γι'αυτό η πόλις του Παρισιού έχει ως σημαία την σαλαμάνδρα ανάμεσα στην φλόγα με αυτήν την επιγραφή: «Περικυκλομαι, λλ΄ ο φλέγομαι» (Κεφ. κθ’ του Πολιτικού Θεάτρου)], από τα ξύλα το φυτό το καλούμενο «λάριξ»[ Γι΄ αυτό, αναφέρει ο Πλίνιος, ότι όταν ριφθεί ο λάριξ στην φωτιά, αντιστέκεται σε αυτήν σαν να ήταν πέτρα. Γι'αυτό ο Καίσαρ πηγαίνοντας στην πόλη Γαζγόβοια, βρήκε εκεί έναν πύργο, που ήταν κατασκευασμένος από αυτό το ξύλο και πρόσταξε να τον κατακαύσουν, αλλά η φλόγα περικύκλωσε τον πύργο, αλλά δεν του προξένησε καμία φθορά(κεφάλαιο κθ΄του Πολιτικού Θεάτρου)], από δε τους λίθους την πέτρα, που λέγεται «παντάρβη»[ Λένε οι Φυσικοί ότι και ο λίθος ο καλούμενος Άσβεστος, ο οποίος βγαίνει στην Αρκαδία σιδηροχρώματος, όταν μία φορά ανάψει από το πυρ, ποτέ δεν σβήνει, και αν ακόμη ρίξει κανείς επάνω του όλα των ποταμών τα νερά· παραμένει δε χωρίς να κατακαίγεται από αυτό, έχοντας το πυρ από κάποιον απόρρητο λόγο της φύσεως(βλέπε Κεφάλαιο κδ΄του Πολιτικού Θεάτρου)], διότι όταν πέσει σε αυτά το πυρ, λησμονεί, με κάποιον τρόπο, την φυσική του καυστική δύναμη και τα διαφυλάττει άφλεκτα αυτά, έτσι και ο Θεός, το πυρ το άυλο και αναλωτικό της αμαρτίας, όπου βρει αμαρτία, εκεί ενεργεί και την κατακαίει, όπου όμως δεν βρίσκει αμαρτία, εκεί δεν καίει, αλλά μάλλον δροσίζει. Έτσι δεν έφλεξε και το άσπιλο και άγιο σώμα της Παρθένου, επειδή δεν βρήκε σε αυτό καμία ύλη και αμαρτία, η οποία κατακαίγεται από το θεϊκό πυρ. Συμπληρώνει ακόμη στη συνέχεια ο Μελωδός, ότι επειδή εμείς αξιωθήκαμε να δούμε αυτό το θαυμάσιο, γι'αυτό ας το ανυμνήσουμε και ας το μελωδήσουμε λέγοντας «Ελογείτω κτίσις πσα τόν Κύριον, καί περυψούτω ες πάντας τούς αἰῶνας», το οποίο είναι λόγος χαρακτηριστικός της ογδόης Ωδής.

 

 Ειρμός ωδὴς θ΄: «Μυστριον ξνον ρ κα παρδοξον! Oρανν τ σπλαιον· θρνον χερουβικν τν Παρθνον· τν φτνην χωρον, ν νεκλθη χρητος, Χριστς Θεός, ν νυμνοντες μεγαλνομεν».

   Το προοίμιο του παρόντος Ειρμού αυτολεξεί δανείστηκε ο Μελωδός από τον λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου που αναφέρεται στην Γέννηση του Κυρίου, όπου ως εξής προλογίζει η ρητορική εκείνη και εύλαλη γλώσσα: «Μυστήριο ξένο και παράδοξο βλέπω»[Ο λόγος αυτός σώζεται στον Ε’ τόμο της εν Ετόνη εκδόσεως]. Μιμήθηκε ο Μελωδός εδώ και τον διορατικό εκείνο Προφήτη Αββακούμ, ο οποίος λέει: «π τς φυλακς μου στήσομαι κα πιβήσομαι π πέτραν κα ποσκοπεύσω το δεν (: Θα σταθώ επάνω στην προφητική μου σκοπιά και θα ανέβω επάνω σε πέτρα στερεά, ασάλευτη και υψηλή και από εκεί θα αποβλέψω και θα προσέξω για να δω)»[Αβ.2,1]· διότι, αφού στάθηκε και αυτός στην δική του «φυλακή», δηλαδή στην προσοχή του νου και ανέβηκε στην καρδιά, όπως επάνω σε πέτρα, με νοερή επιστροφή και σύνεση, από εκεί θεώρησε με την ενέργεια του Πνεύματος την εκ Παρθένου απόρρητη Γέννηση του Σωτήρος.

     Γι'αυτό, αφού κατεπλάγη το ακατάληπτο Μυστήριο, αναβόησε αυτήν την θαυμαστική φωνή λέγοντας: «Μυστήριον ξένον ρ καί παράδοξον». Κατόπιν εξηγώντας ποιο είναι το Μυστήριο, λέει: «Βλέπω ότι το γήινο και ζοφερό σπήλαιο έγινε υψηλός και λαμπρός ουρανός· διότι ο υπερούσιος Λόγος του Πατρός, ο Οποίος κατοικεί στους ουρανούς και δοξολογείται ακατάπαυστα από χιλιάδες Αγγέλων και μυριάδες Αρχαγγέλων, καταδέχθηκε να γεννηθεί και να κατοικήσει μέσα σε αυτό· βλέπω ότι η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία, η οποία έχει υλικό σώμα, έγινε θρόνος Χερουβικός, διότι Εκείνος που αναπαύεται επάνω στον ένδοξο θρόνο και στα νώτα των πολυομμάτων και άυλων Χερουβίμ, θρονιάστηκε μέσα στην άχραντη κοιλιά και επάνω στις αγκάλες της Παρθένου και αναπαύθηκε· βλέπω ότι η ευτελέστατη και μικρότατη φάτνη έγινε τόπος ενδοξότατος και πολυχωρότατος· διότι ο Θεός, ο Οποίος είναι πανταχού αχώρητος ως προς την θεότητα, νεκλίθη(πλάγιασε) επάνω σε αυτήν ως προς την ανθρωπότητα». Γι’ αυτό και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος πανηγυρίζοντας στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως είπε: «Εάν υπάρχει κάποιος Ουρανός των Ουρανών και εάν υπάρχουν υπερώα ύδατος που στεγάζουν τα ουράνια, και εάν υπάρχει κάποιος τόπος ή στάσις ή τάξις υπερκόσμια, δεν έχει τίποτε περισσότερο άξιο θαυμασμού από το σπήλαιο και από την φάτνη από τα βρεφικά περιρραντήρια και σπάργανα ούτε θειότερο».

     Ο δε μέγας Αθανάσιος είπε τα ωραία αυτά: «Ο οικίσκος, όπου αποκύησε η Παρθένος δέχθηκε τον τύπο της Εκκλησίας· όπου θυσιαστήριο είναι η φάτνη, εφημερευτής ο Ιωσήφ, κληρικοί οι Μάγοι, διάκονοι οι Ποιμένες, ιερείς οι Άγγελοι· Αρχιερέας ο Κύριος· θρόνος η Παρθένος· κρατήρες οι μαστοί· αναβόλαιο η ενανθρώπηση, ριπιστήρες τα Χερουβίμ· δίσκος, το Πνεύμα το Άγιο, δισκοκάλυμμα ο Πατήρ, επισκιάζοντας όλα με την δύναμή Του»[Στον πρώτο λόγο του Ευαγγελισμού στον Ιωσήφ τον Βρυέννιο].

     «Αλλά θεσπέσιε Κοσμά», μπορούσε να του πει κανείς απορώντας, «για το σπήλαιο δίκαια ένιωσες κατάπληξη, διότι αυτό, ενώ είναι γήινο έγινε Ουρανός· παρόμοια και για την φάτνη· διότι αυτή ενώ είναι μικρή, έγινε χωρίο ευρύχωρο του αχωρήτου· και στη συνέχεια η ομοίωση αυτών έγινε από τα κατώτερα στα ανώτερα· για την Παρθένο δεν εξεπλάγης δίκαια, ονομάζοντάς την θρόνο Χερουβικό· επειδή η ομοίωσή της έγινε από τα ανώτερα στα κατώτερα· διότι αυτή είναι ασύγκριτα τιμιώτερη από τα Χερουβίμ· γι'αυτό ο Μονογενής Υιός του Θεού αφού κατέβηκε από τον άγιο θρόνο των Χερουβίμ, ενθρονίστηκε σε αγιότερο και τιμιότερο θρόνο, την Παρθένο». Η λύση λοιπόν της απορίας είναι αυτή· ότι ίσως ως προς αυτό είπε ο ιερός Μελωδός, θρόνο Χερουβικό την Παρθένο, η οποία είναι τιμιώτερη από τα Χερουβίμ, επειδή υλικό και παχύ σώμα έχοντας, ως προς την καθαρότητα και κατά την υψηλότατη σοφία και γνώση του Θεού, εξισωνόταν με τα άυλα πολυόμματα Χερουβίμ, διότι Χερουβίμ «πλήθος γνώσεως και έκχυσις σοφίας» ερμηνεύεται, σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο.

          ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

            επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

             Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία στους ασματικούς κανόνες των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, Τόμος Α΄, σελίδες 130-134,139-140,144-146,152-155,158-160,163-164,169-170,175-176, Έκδοσις : Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Αγίου Παύλου, Άγιον Όρος, 2018.

             Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

             Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

             Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

             Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.

             Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.

             http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

             https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=old_testament/contents.asp&main=OldTes

             https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=new_testament/contents.asp&main=

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου