(Γιατί εὐτυχοῦν ἀσεβεῖς καὶ δυστυχοῦν εὐσεβεῖς;)
Ἕνας ἀπὸ τοὺς συνηθέστερους διαχρονικοὺς σκανδαλισμοὺς τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ σύνηθες ἐπιχείρημα τῶν χριστιανομάχων, εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι πολλοὶ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι εὐτυχοῦν, εὐημεροῦν, σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς δικαίους καὶ εὐσεβεῖς οἱ ὁποῖοι δυστυχοῦν. Μάλιστα ὁ σκανδαλισμὸς αὐτὸς θέτει σὲ δοκιμασία τὴν πίστη πολλῶν, ἂν τελικὰ ὁ Θεὸς εἶναι πράγματι δίκαιος καὶ γιατί ἀνέχεται αὐτὴ τὴν ἀδικία.
Πρόκειται γιὰ ἕνα πανάρχαιο πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἀπασχολεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ἀπώτερο παρελθὸν καὶ ὁρίζεται ὡς «θεοδικία». Εἶναι φιλοσοφικὸς καὶ συγχρόνως θεολογικὸς ὅρος ποὺ χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Γερμανὸ φιλόσοφο Λάϊμπνιτς (Gottfried von Leibniz) (1646-1716), γιὰ νὰ προσδιορίσει τὴ φιλοσοφική - θεολογικὴ συζήτηση περὶ τοῦ πῶς συμβιβάζεται ἡ ὕπαρξη τοῦ κακοῦ στὸ διηνεκὲς στὸν κόσμο μὲ τὴν πανσοφία, παναγαθότητα, παντοδυναμία καὶ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.