Στὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν διεισδύσει σὲ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα. Ἰδιαίτερα μεγάλος ἀριθμὸς Χριστιανῶν βρισκόταν στὸ στρατὸ καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀναδείχτηκαν Μεγαλομάρτυρες, γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Μεγαλομάρτυς Μερκούριος.
Γεννήθηκε στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα στοὺς χρόνους τῶν ἀσεβῶν καὶ σφοδρῶν διωκτῶν τῶν Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249-251), Γάλλου (251-253) καὶ Βαλεριανοῦ (253-259). Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γουρδιανός, ἦταν Σκύθης στὴν καταγωγή, κρυφὸς Χριστιανὸς καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς ἔπαρχος. Ὁ γιὸς του Μερκούριος ἦταν ἀνδρεῖος καὶ παράτολμος καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶχε ἐπιλέξει τὸ ἐπάγγελμα τοῦ στρατιωτικοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε στὸ ὀνομαστὸ καὶ ἐπίλεκτο στράτευμα τῶν Μαρκησίων. Προφανῶς εἶχε μυηθεῖ στὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν πατέρα του.