Από
την επομένη ημέρα της χειροτονίας του ο Σεβασμιώτατος Αντώνιος άρχισε
να ενημερώνεται και να τακτοποιή τα συσσωρευμένα θέματα της από διετίας
αποίμαντης Μητροπόλεώς του. Όποιος ήθελε, μπορούσε να εισέλθη στην
Μητρόπολη να μιλήση στον Επίσκοπο, να πη τον πόνο του, τα προβλήματά του
και να ζητήση την βοήθειά του. Το ποιμαντικό έργο που επετέλεσε ήταν
πολυσχιδές, πολύπλευρο και πολύ πνευματικό.
Ο
Σεβασμιώτατος άρχισε να περιοδεύη τα χωριά της Επαρχίας του. Έφθασε και
στα πιο μικρά και απρόσιτα «κουτσοχώρια», με 20-30 κατοίκους που δεν
είχαν δει ποτέ τους Δεσπότη στο χωριό.
Ο
Σεβασμιώτατος πήγαινε μόνος του χωρίς διάκονο. Χτυπούσε την καμπάνα,
έκανε Εσπερινό, κήρυττε και εξωμολογούσε τους ανθρώπους. Την επομένη
ημέρα πήγαινε νωρίς, από τις 6.30′ στο ναό και διάβαζε την ακολουθία,
λειτουργούσε, κήρυττε και μεταλάμβανε εκείνους οι οποίοι είχαν
εξομολογηθή και ήταν προετοιμασμένοι. Τους ιερείς που εξυπηρετούσαν
δύο-τρία χωριά εκ περιτροπής, τους ρωτούσε σε ποιο χωριό θα
λειτουργήσουν και πήγαινε ο ίδιος σε κάποιο άλλο. Το πρωί άναβε μόνος
του την σόμπα για να ζεσταθούν οι γέροι. Οι άνθρωποι τα έχαναν με όσα
έβλεπαν σ’ αυτόν τον Δεσπότη, που δεν έμοιαζε με τους άλλους. Έφθανε στο
χωριό τους με ώτο-στοπ. Εφέρετο απλά και λειτουργούσε φορώντας όχι
αρχιερατικά άμφια αλλά μία φθαρμένη ιερατική στολή και το ωμόφορο. Τον
φιλοξενούσαν στα σπίτια τους και έβλεπαν την ασκητική του ζωή. Τους
αιχμαλώτιζε με την αγάπη του και την απλότητά του.