Μια ημέρα, στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στην Κύμη,
είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Είχαν πάει και μερικοί αντάρτες και είχαν και ένα
κοντάρι με το κεφάλι κάποιου παπά που είχαν σκοτώσει. Ένας από αυτούς είχε
ανέβει ψηλά σε μια εξέδρα και φώναζε: Ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία!
Ο Γέροντας, ακούγοντας αυτά, κυριεύθηκε από ζήλο Κυρίου Σαβαώθ και ξεκίνησε να πάει να δώσει ένα μάθημα στον ασεβή. Ένας από τους πατέρες της Μονής προσπάθησε να τον συγκρατήσει, λέγοντάς του: «Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων; Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι»;
Ο Γέροντας δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε προς τον αντάρτη. Ανέβηκε πάνω στην εξέδρα και τον ήλεγξε με πολύ αυστηρό τρόπο και κατέληξε:
Ο Γέροντας, ακούγοντας αυτά, κυριεύθηκε από ζήλο Κυρίου Σαβαώθ και ξεκίνησε να πάει να δώσει ένα μάθημα στον ασεβή. Ένας από τους πατέρες της Μονής προσπάθησε να τον συγκρατήσει, λέγοντάς του: «Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων; Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι»;
Ο Γέροντας δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε προς τον αντάρτη. Ανέβηκε πάνω στην εξέδρα και τον ήλεγξε με πολύ αυστηρό τρόπο και κατέληξε: