✶✶✶
Όταν έφτασε στο ξενοδοχείο ο Αβράμιος, έμεινε εκεί λίγον καιρό, χωρίς να μπορέσει να δει πουθενά την ανεψιά του, επειδή εκείνη τόσο πολύ απέφευγε να τη δουν άνθρωποι σώφρονες, όσο αντίθετα επιδίωκε να τη δουν άνθρωποι ασελγείς και ακόλαστοι. Αυτός τότε σκέφτηκε κάτι, που και μόνο του μπορεί να δείξει τον πολύ του ζήλο και ότι, για να σώσει μια ψυχή, τίποτε δεν απέφευγε. Μιμήθηκε δηλαδή και την εμφάνιση και τις κινήσεις ενός εραστή – αυτός που ήταν σχεδόν άυλος σαν τους αγγέλους – και υποκρίθηκε ότι είναι κυριευμένος από σαρκικό έρωτα. Πήγε λοιπόν στον ξενοδόχο και του είπε χαμηλόφωνα: «Άκουσα ότι έχεις κάποια κοπέλα πάρα πολύ όμορφη που μένει στο ξενοδοχείο και δέχεται πελάτες όσους θέλουν. Αυτήν λοιπόν ποθώ και εγώ, και γι’ αυτό ήρθα».