Ὁ Ὅσιος ἐπεσκέφθη κάποτε τὸν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὅταν στάθηκε μπροστὰ καὶ ἀναλογίσθηκε τὸ μεγαλεῖο, στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ἐνδοξώτατος αὑτὸς βασιλιὰς τῶν Ἑλλήνων, τὴν δόξα ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὰ κατορθώματά του στοὺς πολέμους, ποὺ τὸν ἔκαμαν ἥρωα καὶ κατακτητὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔφριξε μὲ τὴν σκέψη πόσο ἄστατη εἶναι ἡ ζωὴ καὶ πόσο πρόσκαιρη ἡ δόξα.
Ἔκλαψε καὶ θρήνησε γιὰ τὴ ματαιότητα ὅλης αὐτῆς μιᾶς προσπάθειας ποὺ κατέλαβε ὅλη του τὴν ζωή καὶ ποὺ δὲν τοῦ προσέφερε κανένα καλὸ στὴν ψυχή του.
Οἱ μαθητὲς τοῦ ἀββᾶ Σισώη ζωγράφισαν τὴν εἰκόνα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα κοντὰ στὸν τάφο, καὶ ἔγραψαν καὶ τὸ ἑξῆς ἐπίγραμμα:
Ὁρῶν σε τάφε, δειλιῶ σου τὴν θέαν καὶ καρδιοστάλακτον δάκρυ χέω, χρέος τὸ κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων, πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἴ, αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;