ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι ἡ ἱερότερη ἑορτολογικὴ περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἀποτελεῖ πλουσιότατο ἀντλιοστάσιο πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ γιὰ τοὺς πιστούς. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ περισσὴ σοφία, ὅρισαν νὰ θυμούμαστε αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες πρόσωπα καὶ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἔχουν ἔντονο διδακτικὸ χαρακτῆρα γιὰ τὴν πνευματική μας πορεία καὶ προκοπή.
Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρόσωπα εἶναι καὶ αὐτὸ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ἡ ὁποία ἄλειψε τὸν Κύριο μὲ πολύτιμο μύρο. Ποιοῦμε ἀνάμνηση αὐτοῦ τοῦ σημαντικοῦ γεγονότος τὴ Μεγάλη Τετάρτη ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸ ἱερὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας «Τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρω πόρνης γυναικὸς μνείαν ποιούμεθα οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν».
Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ὁ Κύριος πρὶν μπεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ, προσκλήθηκε γιὰ δεῖπνο στὸ σπίτι κάποιου πλούσιου, ὀνόματι Σίμωνος, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν φαρισαίων. Κάποια γυναῖκα ἁμαρτωλὴ ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στὴν πόλη, ζήτησε νὰ μάθῃ σὲ πιὸ σπίτι ἔχει καταλύσει. Καὶ ἐνῷ ἔτρωγαν καὶ συζητοῦσαν, ξάφνου μπῆκε στὸ σπίτι ἡ γυναῖκα ἐκείνη, κρατῶντας στὰ χέρια της ἀλαβάστρινο δοχεῖο γεμᾶτο πολύτιμο μύρο. Προχώρησε στὸ μέρος τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀφοῦ στάθηκε πίσω Του, γονάτισε καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ ὀδύρεται γοερά. Ἄνοιξε ἀμέσως τὸ δοχεῖο καὶ ἄρχισε νὰ ρίχνῃ ἁπλόχερα τὸ μύρο καὶ νὰ πλένει μὲ αὐτὸ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Μαζὶ μὲ τὸ πολύτιμο μύρο ἔσμιγε καὶ τὰ καυτὰ δάκρυά της, τὰ ὁποῖα ἔτρεχαν σὰν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια της. Ἀφοῦ ἄδειασε τὸ δοχεῖο ξέπλεξε τὰ πλούσια μαλλιά της καὶ σκούπισε μὲ αὐτὰ τὰ πόδια Του, καταφιλῶντας τὰ ἀδιάκοπα.
Τὸ ξαφνικὸ καὶ πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονὸς ἔγινε αἰτία σφοδροῦ σκανδαλισμοῦ γιὰ τοὺς «καθὼς πρέπει» συνδαιτυμόνες τοῦ δείπνου. Ὁ Φαρισαῖος οἰκοδεσπότης ἀπόρησε καὶ διαλογιζόταν: Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι προφήτης, δὲ γνωρίζει τὸ ποιόν αὐτῆς τὴ γυναίκας καὶ τὴν ἀφήνει νὰ τὸν ἀγγίξῃ; Δὲ φοβᾶται τὸ μολυσμὸ ἀπὸ μιὰ πόρνη; Ὁ καρδιογνώστης Χριστὸς ἀπάντησε στὸν Σίμωνα τὴ σύντομη παραβολὴ τῶν δανειστῶν. Κάποιος τοῦ εἶπε, δάνεισε χρήματα σὲ δύο ἀνθρώπους, στὸν πρῶτο πεντακόσια δηνάρια καὶ στὸν δεύτερο πενῆντα. Ὅταν ἔπρεπε νὰ τὰ ἐπιστρέψουν αὐτοὶ δὲν εἶχαν καὶ ὁ δανειστής τοὺς τὰ χάρισε. Καὶ ρωτᾶ τὸ Σίμωνα: ποιός ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ χρωστάῃ μεγαλύτερη χάρη στὸν δανειστή; Ὁ Σίμων ἀπάντησε: αὐτὸς ποὺ τοῦ χαρίστηκε τὸ μεγαλύτερο ποσό. Σωστὰ ἀπάντησες τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς. Γιὰ κοίταξε αὐτὴ τὴ γυναῖκα. Ἐγὼ μπῆκα στὸ σπίτι σου καὶ δὲν μοῦ ἔπλυνες τὰ πόδια μὲ νερό, ὅμως ἐκείνη μοῦ τὰ ἔπλυνε μὲ τὰ δάκρυά της καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της. Χαιρετισμὸ δὲ μοῦ ἔδωκες, ὅμως αὐτὴ δὲ σταμάτησε στιγμὴ νὰ μοῦ φιλάῃ τὰ πόδια. Μὲ λάδι δὲν μοῦ ἄλειψες τὸ κεφάλι, ὅμως αὐτὴ μὲ πανάκριβο μύρο μοῦ ἄλειψε τὰ πόδια. Δὲν ἀξίζει νὰ τῆς πῶ: «σοῦ συγχωροῦνται οἱ τόσες πολλὲς ἁμαρτίες σου, διότι μὲ ἀγάπησες τόσο πολύ»; Γυρίζοντας πρὸς τὴ γυναῖκα τῆς εἶπε: «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Τότε ἄρχισαν οἱ συνδαιτυμόνες νὰ διερωτῶνται: ποιός εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες; Ὁ Χριστὸς ξαναλέγει στὴ γυναῖκα: «Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε στὸ καλό».
Ἡ γυναῖκα, ὅπως φαίνεται, αὐτὴ ἦταν διαβόητη γιὰ τὴν ἀμαρτωλότητά της. Τὴ γνώριζαν ὅλοι καὶ γι’ αὐτὸ παραξενεύτηκαν ὅταν τὴν εἶδαν νὰ «παραβιάζῃ» τὸ «ἄσυλο τῆς ἠθικῆς τους» συνάντησης. Δὲν ἔπρεπε νὰ «μολύνῃ» μὲ τὴν παρουσία της τά «καθὼς πρέπει» σαλόνια τους. Τὴν ἤθελαν καὶ τὴν ἀνέχονταν μόνο ὡς πόρνη, περιφερόμενη στὰ καταγώγια καὶ στοὺς βρώμικους καὶ σκοτεινοὺς δρόμους, γιὰ νὰ ἱκανοποιῇ τὶς πορνικές τους ἁμαρτωλὲς ἕξεις. Τὴν ἤθελαν ὡς ἕνα σκεῦος ἁμαρτωλῆς ἡδονῆς καὶ τίποτε περισσότερο. Στὴν κοινωνικὴ καὶ θρησκευτικὴ ζωὴ τῆς πόλεως δέν εἶχε θέση, ἦταν τὸ μίασμα, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγουν. Κάπως ἔτσι σκέφτηκε καὶ ὁ Σίμων ὁ οἰκοδεσπότης, ὅταν εἶδε νὰ μπαίνῃ στὸ «καθὼς πρέπει» σπίτι του ἐκείνη καὶ νὰ τὸ «μιαίνῃ». Πολλῷ δὲ μᾶλλον νὰ ἀγγίζῃ τὸν ὑψηλὸ καλεσμένο του ραββῖνο.
Ἡ ἰουδαϊκὴ θρησκευτικὴ παράδοση εἶχε (καὶ ἔχει) ὡς βασικό της δόγμα τὴν ἀρχή τοῦ «δοῦναι καὶ λαβεῖν» ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ. Ὁ τηρητὴς τῶν θείων ἐντολῶν, ἔστω τυπικὰ καὶ (ἀκόμη χειρότερα) ὑποκριτικά, χωρὶς ἐσωτερικὴ ἀλλαγή, ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνταμοιβή, καὶ ὁ Θεὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ σεβαστῇ αὐτὴ τὴ «συναλλαγὴ» καὶ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν ἀπαίτησή του! Ἡ πόρνη βεβαίως, σύμφωνα μὲ αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις, ἦταν ὁλότελα ἀπορριπτέα ἀπὸ τὸ Θεό, διότι δὲν εἶχε νὰ ἐπιδείξῃ ὁρατὸ σημεῖο τήρησης τοῦ θείου νόμου. Ἦταν καταραμένη καὶ δίκαια ἀποβλητέα ἀπὸ τὴν φαρισαϊκὴ ὑποκριτικὴ κοινωνία. Κάπως ἔτσι σκέφτηκαν καὶ οἱ συμποσιαστὲς τοῦ δείπνου καὶ γι’ αὐτὸ ἀντέδρασαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο.
Τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτωλῆς αὐτῆς γυναίκας εἶχε παραδοθεῖ βεβαίως ἐξ’ ὁλοκλήρου στὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς διαφθορᾶς καὶ τὸ χειρότερο παρέσυρε καὶ ἄλλους στὴ διαφθορά. Ὅμως, μέσα στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς της, σιγόκαιγε ἀμυδρὴ φλόγα λυτρώσεως. Ὁ ψυχικός της κόσμος δὲν εἶχε διαφθαρεῖ ὁλοκληρωτικά. Ἡ παρουσία τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ στὴν πόλη ἐκείνη λειτούργησε στὴν καρδιά της ὡς ἰσχυρότατος ἄνεμος, ὁ ὁποῖος θέριεψε τὴν ἀδύναμη φλόγα λυτρώσεως καὶ τὴν ἔκαμε πυρακτωμένο καμίνι, ἀσυγκράτητη ὁρμὴ γιὰ μετάνοια καὶ σωτηρία καὶ γι’ αὐτὸ ἔτρεξε κοντὰ Του μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ αὐτὸ τρόπο.
Ἀλλὰ διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ παρῆλθε ἀνεπιστρεπτὶ τὸ καθεστὼς τοῦ νόμου καὶ τῆς μισθαποδοσίας, καὶ ἀνέτειλε ἡ ἐποχή της χάριτος καὶ τοῦ ἐλέους. Ὁ Θεὸς εἶναι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε φτηνὴ συναλλαγὴ καὶ ἐκδούλευση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος καυτηρίασε μὲ τὸν πιὸ ἔντονο τρόπο τὴν ὑποκριτικὴ καὶ ὠφελιμιστικὴ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, κάτι ποὺ δὲ μπόρεσε νὰ καταλάβῃ καὶ νὰ ἀποδεχτῇ ἡ ἰουδαϊκὴ κοινωνία. Ὁ Θεός, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, κινεῖται ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία. Ἀγαπᾶ μὲ ὑπερβάλλοντα ζῆλο τὰ πλάσματά Του καὶ ἰδιαίτερα τὸν ἄνθρωπο, ὥστε: «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰωάν. 3,16-17), ἀκόμη καί «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ’ ὑπὲρ πάντων παρέδωκεν αὐτὸν» (Ρωμ. 8,32).
Ὁ Χριστός, ἐγκαινίασε μιὰ νέα ἀντίληψη γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ἐντελῶς διάφορη ἀπὸ ἐκείνη τῆς ἰουδαϊκῆς κοινωνίας καὶ τοῦ μετέπειτα «χριστιανικοῦ» πουριτανισμοῦ. Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι μιασμένος ἀπὸ τὴ φύση του, διότι τὸ κακὸ δὲν ἔχει ὀντολογικὸ χαρακτῆρα. Δὲν εἶναι μέρος τῆς ὑπόστασής του. Τὸ κακὸ εἶναι παρείσακτη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, κάτι ἀνάλογο μὲ τὶς ἀσθένειες τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει ὡς «ἰὸ ὄφεως» (Ρωμ. 3,13), δάγκωμα φαρμακεροῦ φιδιοῦ καὶ κατὰ τὸν ἱερὸ Δαμασκηνό: «ἡ κακία οὐδὲν ἕτερον εἰσίν, εἰμὴ ἀναχώρησις τοῦ ἀγαθοῦ, ὦσπερ τὸ σκότος τοῦ φωτὸς ἀναχώρησις», καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει «ἐν τῇ φύσει αὐτοῦ τὸ ἁμαρτάνειν, ἀλλ’ ἐν τῇ προαιρέσει μᾶλλον» (P.G.94,973,924). Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς χαρακτηρίζει τὴν ἁμαρτία ὡς «ἀστοχία» καὶ τὸν ἁμαρτωλὸ ὡς «ἄστοχον». Περιττεύει βεβαίως νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας κατὰ τὴν ὀρθόδοξο διδασκαλία, δὲν ἔχει οὐδεμία σχέση μὲ τὴν ἀντίχριστη δικανικὴ ἀντίληψη, τῆς παράβασης νόμων καὶ τῆς ἐπιβολῆς ποινῶν γιὰ ἀποκατάσταση τῆς «ἠθικῆς τάξεως», τῆς δυτικῆς «χριστιανοσύνης».
Κατὰ συνέπεια ὁ ἁμαρτωλὸς εἶναι ἕνας πνευματικὰ ἀσθενής, ὁ ὁποῖος χρειάζεται βοήθεια καὶ τρόπους ἰάσεως. Τὸ πρώτιστο φάρμακο – ἀντίδοτο κατὰ τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας, ἔδωσε ὁ Χριστὸς καὶ εἶναι ἡ μετάνοια, δηλαδὴ ἡ μεταστροφὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς προαιρέσεως ἀπὸ τὴν ἀστοχία καὶ τὴ νόσο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ ἰσχυρότατος ἐκεῖνος μοχλός, ὁ ὁποῖος γκρεμίζει τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο, διότι τὸν ἐπαναφέρει ἀπὸ τὴν «παρὰ φύσιν» στὴν «κατὰ φύσιν» κατάσταση καὶ πορεία του, αὐτὸ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει ὡς «παλαιὸ ἄνθρωπο» (Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,10) καὶ «καινὸ ἄνθρωπο» (Ἐφ. 2,15. Κολ. 3,10) καὶ ποὺ κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: «ἡ ἀρετὴ κατὰ φύσιν ἐστὶν ἡ δὲ κακία παρὰ φύσιν, καθάπερ νόσος καὶ ὑγεία» (P.G.62,21). Ἡ μετάνοια ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ μάλιστα στοὺς πιὸ ἁμαρτωλοὺς τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ...(ὅτι) οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι πίστευσαν» (Ματθ. 21,31,32), διότι αὐτοὶ ἔχουν περισσότερο τὴ συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητάς τους, παρὰ οἱ ἔχοντες τὴ λαθεμένη αἴσθηση τῆς ἁγιότητας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ πρῶτος ἔνοικος τοῦ παραδείσου εἶναι ὁ μετανοῶν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ληστής, «βαλὼν κλεῖδα τὰ μνησθητί μου»! Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου οἱ μεγαλύτεροι ἅγιοι νὰ διατελοῦν σὲ διαρκῆ μετάνοια!
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία δὲν μοιάζει μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, δὲν εἶναι κἂν θρησκεία, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ τὴ θρησκεία. Ἡ ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ἔστω ἡ τελειότερη τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, δὲ μποροῦσε νὰ δεχτῇ τὴ μετάνοια τῆς πόρνης, τὴν ὁποία δέχτηκε ὁ Χριστὸς καὶ τὴν ἀποκατέστησε στὴ θέση ποὺ τῆς ταίριαζε. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι πνευματικὸ θεραπευτήριο ψυχῶν, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τοὺς ἁμαρτωλούς, δεχόμενη τὴ μετάνοιά τους, καὶ τοὺς ἐπανασυνδέει μὲ τὸν πολυεύσπλαχνο Δημιουργό τους. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων τονίζει: «Καθολικὴ μὲν οὖν καλεῖται ἡ Ἐκκλησία... καὶ διά τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἐπιτελουμένων» (Κατηχ. 18,23, P.G.33,1044). Καμιὰ θρησκεία δὲν κάνει κάτι τέτοιο, τὸ ἀντίθετο μάλιστα, προσδένει τὸν ἁμαρτωλὸ σὲ ἀπίστευτες θρησκευτικοῦ χαρακτῆρα ὑποχρεώσεις, ἐπιδεινώνοντας τὸ πρόβλημά του. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι τὸ «πανδοχεῖον» ποὺ ἄφησε ὁ Καλὸς Σαμαρείτης τὸν περιπεσόντα στοὺς ληστὲς τραυματία γιὰ νὰ θεραπευτῇ καὶ μάλιστα δωρεάν, μὲ ἔξοδα τοῦ εὐεργέτη τοῦ (Λουκ. 10,34)!
Ἡ ἀφιέρωση τῆς ἡμέρας αὐτῆς στὴν μακάρια πρώην πόρνη γυναῖκα ἔγινε σκόπιμα ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες. Ἡ μορφή της προβάλλει ὡς φωτεινὸ ὁρόσημο καταμεσῆς στὴν ὁδοιπορία πρὸς τὸ Θεῖο Πάθος γιὰ νὰ δείξῃ καὶ σὲ μᾶς πὼς ὁ Λυτρωτής μας Χριστὸς ἦλθε «ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλὸς» (Λουκ. 19,10) καὶ «δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Μάρκ. 10,45). Πὼς Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς σωτῆρας τοῦ κόσμου, ὁ Ὁποῖος συγχωρεῖ ἁμαρτίες καὶ ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅποια κατάσταση καὶ ἂν βρίσκεται καὶ τὸ μόνο ποὺ ζητᾶ εἶναι ἡ μετάνοιά μας καὶ τίποτε περισσότερο. Τὰ ἄλλα εἶναι δική Του μέριμνα.
Ἔτσι λοιπὸν ζητᾶ καὶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ συντριβοῦμε, σὰν τὴν πόρνη, καὶ νὰ δείξουμε ἔμπρακτη μετάνοια ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε συνειδητὰ καὶ ἐπάξια τὸ Χριστό μας στὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἄλλωστε ἡ ἁμαρτία εἶναι μιὰ μορφὴ πνευματικῆς πορνείας καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἴμαστε ὅλοι πόρνοι! Νὰ ἀποβάλλουμε τὸ δαιμονικῆς ἐμπνεύσεως αἴσθημα τῆς ἀπελπισίας καὶ νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Σωτῆρα μας ταπεινὰ νὰ ἀνοίξῃ «τὰς πηγὰς τῶν δακρύων μας» καὶ νὰ συγχωρήσῃ τὸν «ζωφόδη τε καὶ ἀσέληνον ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας» μας, ὁ ὁποῖος εἶναι φωλιασμένος καὶ ριζωμένος στὴν ψυχή μας. Νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ἡ μετάνοια, ὡς ὕψιστη δωρεά, ἀνανεώνει τὴν οὐρανοδρόμο πορεία μας πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν τελείωσή μας. Καλὸς χριστιανὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος γεμᾶτο κομπασμὸ καὶ ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια, ἰσχυρίζεται ὅτι ἔφτασε σὲ ἐπίπεδο ἁγιότητας καί δὲν χρειάζεται πιὰ ἄλλο ἀγῶνα, ἀλλὰ ὁ διατελῶν σὲ διαρκῆ μετάνοια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τῆς Μ. Τετάρτης ἀναφέρει πὼς ἐγὼ (ὁ κάθε πιστός), «ὑπὲρ τὴν πόρνην ἀνομήσας»!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου